Μικρά Κράτη και οι Εξελίξεις στην Κύπρο

Ο αείμνηστος Παναγιώτης Κονδύλης παρατηρούσε εύστοχα στο βιβλίο του Από τον 20ό στον 21ο αιώνα: Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000ότι «η μοίρα των μικρών εθνικών κρατών εξαρτάται αποφασιστικά από τη σπουδαιότητα της γεωπολιτικής τους θέσης. »Τα πιο ασήμαντα από γεωπολιτική άποψη μάλλον θα αφεθούν στην ησυχία τους ή στην εσωτερική αναταραχή τους». Είναι βέβαιο, και έχει αναλυθεί εκτενώς σε πολλά κείμενα από σημαντικούς διεθνολόγους και γεωπολιτικούς, ότι η Κύπρος συνιστά αναμφίλεκτα ένα παράδειγμα σημαντικότατου μικρού κράτους, το οποίο αντιστρόφως δεν μπορεί να αφεθεί στην ησυχία του ακριβώς λόγω της σπουδαιότητας της θέσης του στο χάρτη. Η προσήλωση των μεγάλων δυνάμεων και των περιφερειακών δρώντων στην εκπλήρωση των εθνικών συμφερόντων τους ωθεί στην εστίαση του ενδιαφέροντός τους σε κομβικά σημεία, σε περάσματα ή σε περιοχές ύπαρξης ευμεγεθών φυσικών πόρων όπως αυτό της Ανατολικής Μεσογείου
energia.gr
Παρ, 28 Ιουλίου 2017 - 17:15

Ο αείμνηστος Παναγιώτης Κονδύλης παρατηρούσε εύστοχα στο βιβλίο του Από τον 20ό στον 21ο αιώνα: Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000ότι «η μοίρα των μικρών εθνικών κρατών εξαρτάται αποφασιστικά από τη σπουδαιότητα της γεωπολιτικής τους θέσης.

»Τα πιο ασήμαντα από γεωπολιτική άποψη μάλλον θα αφεθούν στην ησυχία τους ή στην εσωτερική αναταραχή τους».

Είναι βέβαιο, και έχει αναλυθεί εκτενώς σε πολλά κείμενα από σημαντικούς διεθνολόγους και γεωπολιτικούς, ότι η Κύπρος συνιστά αναμφίλεκτα ένα παράδειγμα σημαντικότατου μικρού κράτους, το οποίο αντιστρόφως δεν μπορεί να αφεθεί στην ησυχία του ακριβώς λόγω της σπουδαιότητας της θέσης του στο χάρτη. Η προσήλωση των μεγάλων δυνάμεων και των περιφερειακών δρώντων στην εκπλήρωση των εθνικών συμφερόντων τους ωθεί στην εστίαση του ενδιαφέροντός τους σε κομβικά σημεία, σε περάσματα ή σε περιοχές ύπαρξης ευμεγεθών φυσικών πόρων όπως αυτό της Ανατολικής Μεσογείου.

Σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο το μικρό κράτος διαπραγματεύεται, ελίσσεται, εκμεταλλεύεται συγκυρίες, χρησιμοποιεί κάθε ικμάδα των συντελεστών ισχύος του. Τουλάχιστον έτσι οφείλει να κάνει, γιατί το κυπριακό παράδειγμα προς μίμηση διαθέτει και το ελλαδικό παράδειγμα προς αποφυγή. Προφανώς λόγω του μικρού μεγέθους του, το εν λόγω κράτος οφείλει να μεριμνά για την αυτοβοήθειά του προτάσσοντας την εξωτερική εξισορρόπηση, ήτοι την κινητοποίηση συμμαχιών αλλά και τις διπλωματικές διεργασίες προς αποκοπή του οιονεί ή πραγματικού ανταγωνιστή από τις δικιές του συμμαχίες.

Ο προσδιορισμός της κατανομής ισχύος πραγματοποιείται υπό σχετικούς όρους.

Έτσι –και αυτό είναι έντονο στην κυπριακή περίπτωση– ο ένας δρων ενδέχεται να προσφέρει πολλά για να προσελκύσει την υποστήριξη μεγάλων δυνάμεων, αλλά ο άλλος ίσως προσφέρει περισσότερα ή πιθανόν να έχει τη βούληση να προσφέρει. Γι’ αυτόν το λόγο, η αποκοπή της Τουρκίας από τα περιφερειακά ερείσματά της είναι σημαντικότερη ακόμη και από την ίδια την απόκτηση ερεισμάτων εκ μέρους της Κύπρου, καθώς ο συσχετισμός είναι αυτός που τελικά μένει και έχει σημασία. Ευτυχώς, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει βοηθήσει πολύ σε αυτή την εξέλιξη.

Η Κύπρος, λοιπόν, προχωρά δυναμικά στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της έχοντας συγκροτήσει εύλογα τις απαραίτητες συμμαχίες και έχοντας αποκομίσει οφέλη από τη διάρρηξη των τουρκοϊσραηλινών και των τουρκοαιγυπτιακών σχέσεων. Μεταξύ Κύπρου, Ελλάδας, Ισραήλ και Αιγύπτου υφίσταται σύγκλιση συμφερόντων, τα οποία έχουν συζευχθεί με συμφέροντα «εταιριών-πρωταθλητών» της Γαλλίας, των ΗΠΑ, της Ιταλίας ή της Ρωσίας, δημιουργώντας ένα κοινό συμμαχικό πλαίσιο στο περιφερειακό υποσύστημα της Ανατολικής Μεσογείου προστατευμένο –ως κάποιο βαθμό– από πλανητικές δυνάμεις.

Αποτέλεσμα; Έχει εμπεδωθεί στην Τουρκία η άποψη ότι το κόστος αντίδρασής της θα είναι δυσβάστακτο για την ίδια.

Το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης της θέσης ενός κράτους σε μια συμμαχία δύναται να λάβει οιαδήποτε τροπή και να περιλαμβάνει οιοδήποτε μέσο μιας διακρατικής σχέσης δίχως να εξαιρείται από τις ευρύτερες παθογένειες του διεθνούς συστήματος. Η αβεβαιότητα για τις προθέσεις του άλλου –αν δηλαδή συνιστά όντως απειλή–, καθώς και οι συνθήκες διεθνούς αναρχίας, επισκιάζουν το σύνολο των διακρατικών σχέσεων ακόμη κι αν αυτές είναι συμμαχικές. Το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης διαμορφώνεται μέσω τριών δεδομένων:

  • Η επιτακτικότητα της ανάγκης εξεύρεσης συμμαχιών. Όσο μεγαλύτερη ανάγκη έχεις, τόσο περισσότερο έρμαιο γίνεσαι στις βουλές του ισχυρού εταίρου.
  • Η δυνατότητα του ισχυρού εταίρου να σου προσφέρει όσα χρειάζεσαι. Όσο περισσότερο ικανοποιητικά είναι τα ανταλλάγματα, τόσο αυξάνει ο βαθμός αφοσίωσης και προσήλωσης στη συμμαχία.
  • Κεντρικό ζητούμενο για ένα ορθολογικό μικρό κράτος είναι να καλύψει το χάσμα ισχύος του με τον απειλούντα διαμέσου της εξωτερικής εξισορρόπησης προκειμένου να επιβιώσει με το ελάχιστο δυνατό κόστος.

Αναμφίλεκτα, η Κύπρος έκανε όλα τα αναγκαία βήματα στο πεδίο της ενεργειακής πολιτικής –ήδη από την περίοδο του αείμνηστου Τάσσου Παπαδόπουλου– προκειμένου να έχει τα μέγιστα δυνατά οφέλη με την παράλληλη καλλιέργεια της πεποίθησης προς την Τουρκία ότι θα έχει το μέγιστο δυνατό κόστος σε περίπτωση κλιμάκωσης έστω και διαμέσου ενεργειών χαμηλής έντασης. Αυτό το κεκτημένο οφείλουμε να διαφυλάξουμε, και από αυτό να παραδειγματιστούμε.

(του Μάρκου Τρούλου, www. pontos- news. gr)