Η πρόσφατη αποτυχία των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό δημιούργησε μιαν αίσθηση déjà vu. Βέβαια, στα παλαιά διακυβεύματα έχει προστεθεί το ζήτημα της εξόρυξης και της μεταφοράς των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου. Το νέο αυτό πρόβλημα δεν θεωρείται, όμως, ικανό να μεταβάλει ριζικά τη φύση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Business as usual;

Η πρόσφατη αποτυχία των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό δημιούργησε μιαν αίσθηση dé jà vu. Βέβαια, στα παλαιά διακυβεύματα έχει προστεθεί το ζήτημα της εξόρυξης και της μεταφοράς των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου. Το νέο αυτό πρόβλημα δεν θεωρείται, όμως, ικανό να μεταβάλει ριζικά τη φύση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Business as usual;

Αντιθέτως. Η εσωτερική και η εξωτερική πολιτική της τουρκικής κυβέρνησης κατά τα τελευταία έτη οφείλει να αφυπνίσει. Οι σχέσεις μας με την Τουρκία και οι επιπτώσεις από τη γειτνίαση με τη χώρα αυτή ενδέχεται να αποκλίνουν δραματικά από τα ειωθότα. Οι φαινομενικά αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές του Ταγίπ Ερντογάν αντανακλούν τις βαθύτατες ανησυχίες του για τη σταθερότητα της χώρας του και για τις σχέσεις της με τον γεωπολιτικό της περίγυρο. Ένα μεγάλο μέρος της μετριοπαθούς τουρκικής κοινής γνώμης προσφέρει υποστήριξη στο ΑΚΡ, καθώς εκτιμά την πολιτική του ως έλασσον δεινό, εν συγκρίσει με τους κινδύνους αποσταθεροποίησης.

Η ορθή γεωπολιτική προοπτική ως προς την κατανόηση των φαινομένων αυτών απαιτεί την αλλαγή της ιστορικής κλίμακας. Η σημερινή Τουρκία δεν μπορεί να ερμηνευτεί αποκλειστικά μέσα στις εξελίξεις της μεταπολεμικής περιόδου· χρειάζεται να αναχθούμε στις συνέπειες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και, μάλιστα, με προεκτάσεις προς τα πίσω, δηλαδή στα τέλη του 19ου αιώνα. Η επιστροφή του Ανατολικού Ζητήματος, όπως παρατηρείται στη Μέση Ανατολή, αγγίζει σήμερα και την Τουρκία.

Η προοπτική να δημιουργηθεί κουρδικό κράτος, αναπόφευκτα αλυτρωτικό, θέτει για πρώτη φορά από την ίδρυση της Τουρκίας ζήτημα εδαφικής ακεραιότητας. Το φάσμα της Συνθήκης των Σεβρών αναβιώνει. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ταγίπ Ερντογάν έθεσε θέμα αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάννης ως προς τα ελληνοτουρκικά σύνορα.

Όμως, ο “ιστορικός συμβιβασμός” της Λωζάννης υπήρξε ένα από τα θεμέλια του κεμαλικού εθνικού οικοδομήματος. Τα υπόλοιπα ερείσματά του έχουν ήδη διαβρωθεί. Η συμμετοχή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ προκάλεσε το πρώτο ρήγμα, ανατρέποντας το κεμαλικό δόγμα της ουδετερότητας. Ακολούθησαν πολλές άλλες αμφισβητήσεις, καθώς άλλαζαν οι πολιτικές και οι οικονομικές συνθήκες. Η πρόσφατη ιδεολογική αμφισβήτηση είναι η σοβαρότερη.

Αποσκοπώντας να συγκροτήσει μια νεωτερική τουρκική εθνική ταυτότητα, ο Κεμαλισμός απώθησε τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά των πληθυσμών του νέου κράτους και, κυρίως, το Ισλάμ. Μερικές δεκαετίες αργότερα αποκαλύφθηκε ο σαθρός χαρακτήρας της πολιτικής αυτής. Ο μετριοπαθής ισλαμισμός του ΑΚΠ ήταν, σε τελευταία ανάλυση, μια άπελπις προσπάθεια να καλυφθεί το ιδεολογικό κενό.

Η Τουρκία επέστρεψε έτσι στα τέλη του 19ου αιώνα, στην εποχή του Αμπντούλ Χαμίτ, δηλαδή του επίσης μετριοπαθούς ισλαμισμού. Ανάλογη πορεία ακολούθησε η μετασοβιετική Ρωσία με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, όπου η Ορθοδοξία κάλυψε επιτυχώς το κενό της φθαρμένης κομμουνιστικής ιδεολογίας.

Όμως, παρά τις ομοιότητες μεταξύ του Λενινισμού και του Κεμαλισμού, η Ρωσία και η Τουρκία διαφέρουν ριζικά ως προς τη γεωπολιτική τους αρχιτεκτονική. Η ρωσική εθνική συνείδηση είναι ισχυρή και συμπαγής. Δεν ισχύει το ίδιο για την τουρκική. Η επιστροφή στον μετριοπαθή ισλαμισμό δεν έστρεψε την Ιστορία πίσω μόνον ως προς την ιδεολογία, αλλά και ως προς τη γεωπολιτική. Η Τουρκία έγινε εκ νέου Οθωμανική, δηλαδή ένα σύνολο πληθυσμών, το οποίο διατρέχεται από θεμελιακές αντιφάσεις: αλεβίτες έναντι σουνιτών, Κούρδοι έναντι Τούρκων, εξευρωπαϊσμένοι πληθυσμοί στα παράλια και στις μεγάλες πόλεις έναντι της θρησκόληπτης Ανατολίας.

Πώς μπορεί να ανθέξει αυτό το ετερογενές πληθυσμιακό συνονθύλευμα στους κραδασμούς, τρέχοντες και επερχομένους, τους οποίους προκαλεί ένας ταχύτατα μετασχηματιζόμενος γεωπολιτικός περίγυρος; Ένας ενδεχόμενος τουρκικός γεωπολιτικός σεισμός θα κατευθύνει ισχυρά παλιρροϊκά κύματα προς την Ελλάδα. Αρκεί απλώς να αναλογιστούμε τις συνέπειες τις οποίες συνεπάγονται οι μαζικές προσφυγικές κινήσεις από τις μικρασιατικές ακτές προς τα ελληνικά νησιά. Επίσης, δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα να ανασχεδιαστεί ο πολιτικός χάρτης της περιοχής μας. Το γιουγκοσλαβικό προηγούμενο δεν απέχει πολύ από εμάς, ούτε γεωγραφικά ούτε χρονικά.

Η ανησυχία για μιαν επερχόμενη τουρκογενή γεωπολιτική ανατροπή οφείλει να ωθήσει την Ελλάδα σε προσπάθειες να τακτοποιήσει τις διπλωματικές της εκκρεμότητες, να σταθεροποιήσει τα αμυντικά της ερείσματα, να καταστεί όσο το δυνατόν γεωπολιτικά ευέλικτη, να επιβεβαιώσει τους συμμαχικούς της δεσμούς. Δύο “εθνικά ζητήματα”, φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους, επανεμφανίστηκαν προσφάτως στο προσκήνιο: η σχέση με την Τουρκία και το λεγόμενο “σκοπιανό”. Στην πραγματικότητα σχετίζονται, καθώς ελλοχεύουν κίνδυνοι πρωτόγνωροι για τη μεταπολεμική περίοδο. Επιβάλλεται, επομένως, μια σαφής ιεράρχηση των προτεραιοτήτων. Η γεωπολιτική εποχή την οποία σφράγισε η προσωπικότητα του Κωνσταντίνου Καραμανλή λήγει. Μοιάζει να τη διαδέχεται μια νέα περίοδος, με άλλα διακυβεύματα προς διαχείριση, τα οποία μας παραπέμπουν στην πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η “γραμμή Μαζινό” της μεταπολεμικής μας διπλωματίας δεν θα μας προστατεύει για πολύ ακόμη.

* Ο κ. Γιώργος Πρεβελάκης είναι καθηγητής Γεωπολιτικής στη Σορβόννη (Paris I).

(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 23/07/2017)