Χρειάζεται επίσης να βρεθεί ένας και καλύτερα δύο οίκοι αξιολόγησης (Moody’s, Standard & Poor’s, κ.λπ.) να βαθμολογήσουν τον κίνδυνο που θα αντιμετωπίσει ο γενναίος επενδυτής. Αν κάποιοι, εγχωρίως, συμπεριφέρονται ως να ξεχνούν τις ευθύνες τους, οι επαγγελματίες επενδυτές γνωρίζουν ότι από την Ελλάδα κέρδισαν καλά πριν από το 2009, έχασαν όμως σοβαρά ποσά με το «κούρεμα» του 2012. Επιπλέον, κανείς δεν ξεχνά τις τρομακτικές διαρθρωτικές αδυναμίες, τις παλινωδίες και τους τραμπουκισμούς της πολιτικής τάξης. Στα γραφεία των επενδυτών αξιολογούν τον κίνδυνο στο γεγονός ότι τα μισά νοικοκυριά δεν πληρώνουν τα χρέη τους, πάρα πολλά από αυτά έχοντας πολιτικά κίνητρα ή απλώς δολιότητα.
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα πρέπει, μετά το προσεχές καλοκαίρι, να επιστρέψει στις αγορές, αφού είναι σίγουρο ότι οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι θα αρνηθούν ένα νέο δανεισμό. Οσο χειρότερα προετοιμασμένοι είμαστε, τόσο ακριβότερα θα μας κοστίσει. Ετσι, αυτήν τη στιγμή το κόστος δανεισμού εκτιμάται σε 6% (ΔΝΤ) μέχρι 5,2% (επενδυτικοί οίκοι Λονδίνου) και όχι κάτω απ’ αυτό. Αν βεβαίως είχαμε κλείσει τη δεύτερη και τρίτη και τέταρτη αξιολόγηση και η κυβέρνηση Τσίπρα δεν σπαταλούσε χρόνο και ευκαιρίες, θα είχαμε πάρει το QE και θα βγαίναμε στις αγορές στο 3,5% με 4,5%. Η βλάβη από την επιλογή των πολιτών τον Σεπτέμβριο του 2015 συνεχίζεται.
Η σωτηρία της χώρας πρέπει να περάσει στα χέρια του καπιταλιστικά υγιούς ιδιωτικού τομέα και όχι των χειροκροτητών του υπουργικού συμβουλίου.
(του Μπάμπη Παπαδημητρίου από την «Καθημερινή»)