Η μεγαλύτερη -χονδρεμπορική- αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, η ενιαία αγορά Γερμανίας - Αυστρίας που λειτουργεί από το 2002 και στην οποία πέρυσι ο τζίρος ξεπέρασε τα 200 δισ. ευρώ, ετοιμάζεται να διαχωριστεί σε δύο ανεξάρτητες αγορές, καθώς η υψηλή διείσδυση των ΑΠΕ σε συνδυασμό με τις ανεπαρκείς ηλεκτρικές διασυνδέσεις και τα σοβαρά προβλήματα ευστάθειας στις γειτονικές χώρες έχει μετατρέψει το πάλαι ποτέ υπόδειγμα σε παράδειγμα προς αποφυγή
Η μεγαλύτερη -χονδρεμπορική- αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, η ενιαία αγορά Γερμανίας - Αυστρίας που λειτουργεί από το 2002 και στην οποία πέρυσι ο τζίρος ξεπέρασε τα 200 δισ. ευρώ, ετοιμάζεται να διαχωριστεί σε δύο ανεξάρτητες αγορές, καθώς η υψηλή διείσδυση των ΑΠΕ σε συνδυασμό με τις ανεπαρκείς ηλεκτρικές διασυνδέσεις και τα σοβαρά προβλήματα ευστάθειας στις γειτονικές χώρες έχει μετατρέψει το πάλαι ποτέ υπόδειγμα σε παράδειγμα προς αποφυγή.

Πρόκειται για μία εξέλιξη που θα αποτελέσει σημαντικό πλήγμα -έστω σε επίπεδο γοήτρου- στα σχέδια για την ενοποίηση των ευρωπαϊκών αγορών ηλεκτρισμού, καθώς αποδεικνύει ότι από τις -μεγαλόστομες πολλές φορές- φραστικές διακηρύξεις ως την σκληρή πραγματικότητα υπάρχει αν μη τι άλλο μεγάλη απόσταση.  Επιπλέον, καθώς το ευρωπαϊκό σύστημα είναι αντιμέτωπο με πρωτόγνωρες προκλήσεις, όπως κυρίως η αυξανόμενη διείσδυση της διεσπαρμένης και διαλείπουσας παραγωγής των ΑΠΕ, είναι σαφές ότι χρειάζεται καλύτερος σχεδιασμός για τη μετάβαση στο νέο μοντέλο αγοράς, προκειμένου αυτό να μην κινδυνεύσει να μείνει στο ...σκοτάδι.

Η γερμανική και η αυστριακή αγορά έχουν ενοποιηθεί εδώ και 14 χρόνια, το οποίο σημαίνει ότι ο όγκος της ηλεκτρικής ενέργειας δεν περιορίζεται από την μεταφορική ικανότητα των διασυνδέσεων μεταξύ των δύο χωρών, όπως συμβαίνει σε όλες τις άλλες διασυνοριακές αγορές.  

Η αυξημένη παραγωγή ΑΠΕ και ο κίνδυνος συμφόρησης

Ποιο είναι το πρόβλημα; Όταν υπάρχει υψηλή αιολική παραγωγή στον γερμανικό βορρά οι χονδρικές τιμές υποχωρούν ραγδαία και υπάρχει ισχυρή ζήτηση από την αυστριακή αγορά τόσο για εγχώρια κατανάλωση όσο και για εξαγωγές προς άλλες χώρες όπως κυρίως προς την Ιταλία, εν μέρει μέσω της Ελβετίας και της Σλοβενίας. Καθώς η μεταφορική ικανότητα της διασύνδεσης της Γερμανίας με την Αυστρίας (όπως άλλωστε ακόμα και στο εσωτερικό της χώρας μεταξύ βορρά και νότου) είναι αρκετά μικρότερη από τον όγκο της διαθέσιμης ηλεκτρικής ενέργειας, το ρεύμα διοχετεύεται στην Αυστρία μέσω γειτονικών χωρών όπως κυρίως η Πολωνία και η Τσεχία. 

Πρόκειται για ρεύμα που οι συγκεκριμένες χώρες δεν χρειάζονται, δηλαδή δεν έχουν όφελος απ' αυτό και επιπλέον, καθώς πρόκειται για μεγάλες ποσότητες, για ρεύμα που προκαλεί σοβαρά προβλήματα συμφόρησης στο δίκτυο τους, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος για την ασφάλεια τροφοδότησης. Επιπλέον, η ανάγκη εξισορρόπησης του συστήματος αναγκάζει ακόμα και την ... Ιταλία να διατηρεί σε λειτουργία ευέλικτες εφεδρικές μονάδες, ανεβάζοντας σημαντικά τα κόστη.

Αυτό το φαινόμενο (loop flows) έχει δημιουργήσει μεγάλη ένταση στις σχέσεις της Πολωνίας, της Τσεχίας. της Ουγγαρίας και της Σλοβενίας με τη Γερμανία, με αποτέλεσμα να μπλοκάρουν και με ειδικές συσκευές το ρεύμα που έρχεται από τον γερμανικό βορρά προκειμένου να αποφύγουν το ενδεχόμενο ενός μπλακ άουτ. Έτσι λοιπόν, ήδη από το 2014 η πολωνική ρυθμιστική αρχή ενέργειας (URE) είχε ζητήσει από τον Οργανισμό για τη Συνεργασία των ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών (ACER) σχετική γνωμοδότηση. Αυτή η μη δεσμευτική γνωμοδότηση δημοσιοποιήθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο και ουσιαστικά ο ACER συνέστησε τον διαχωρισμό της ενιαίας αγοράς, τουλάχιστον τις περιόδους εκείνες κατά τις οποίες η μεγάλη προσφορά ενέργειας από τη Γερμανία μπορεί να προκαλέσει προβλήματα συμφόρησης στα δίκτυα των γειτονικών χωρών.

Στα ύψη ο λογαριασμός για την εξισορρόπηση

Αυτό το πρόβλημα αναγνωρίσθηκε και από τη γερμανική Ομοσπονδιακή Αρχή Δικτύων (Bundesnetzagentur), η οποία σε έκθεση της, πέρυσι, είχε αναφέρει ότι η διαθέσιμη εφεδρική ισχύς (η οποία χρειάζεται κυρίως για την ισορροπία της γερμανοαυστριακής αγοράς) θα υποχωρήσει σε 1,6 GW ως το 2019/2020, από περίπου 7 GW τώρα. Αυτή η πρόβλεψη έγινε με την υπόθεση ότι οι δύο αγορές θα έχουν μέχρι τότε καταστεί δύο ξεχωριστές, ανεξάρτητες αγορές. 

Έκτοτε έγιναν πολλά βήματα, καθώς και για τη Γερμανία τα κόστη είναι αρκετά υψηλά. Σε έκθεση της που δημοσιοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα, η Bundesnetzagentur ανέφερε ότι εφόσον το διασυνοριακό εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών τεθεί υπό έλεγχο ως το 2018, τότε οι διαχειριστές του συστήματος μεταφοράς θα χρειάζονται μόνο περί τα 2/3 των 7 GW σε εφεδρικές μονάδες προκειμένου να επιτύχουν την ασφάλεια του δικτύου. Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομίας της χώρας, το συνολικό κόστος για την ασφάλεια δικτύου ίσως ξεπεράσει το 1,5 δισ. ευρώ τα επόμενα χρόνια. 



Ο διαχωρισμός της ενιαίας γερμανοαυστριακής αγοράς κρίνεται πλέον αναγκαίος. Η μόνη πλευρά που προβάλει ακόμα έντονες αντιρρήσεις είναι η Αυστρία, καθώς υπολογίζεται ότι το κόστος για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας θα αυξηθεί ως 300 εκατ. ευρώ ετησίως. Έτσι, οι διαβουλεύσεις που γίνονται μεταξύ των δύο χωρών, της Πολωνίας και της Τσεχίας δεν έχουν ακόμα καταλήξει σε συμφωνία, αν και έχουν γίνει αρκετά βήματα προόδου.

Δύο ζώνες τιμών εντός της Γερμανίας;

Σημειώνεται επίσης ότι πρόσφατα εξέφρασαν την ανησυχία τους για το πρόβλημα των ανεπαρκών διασυνδέσεων του γερμανικού ηλεκτρικού συστήματος και χώρες όπως η Δανία, η Νορβηγία και η Σουηδία. Μία λύση η οποία θεωρείται δύσκολο να υιοθετηθεί από το Βερολίνο, αν και μπορεί να καταστεί αναπόφευκτη, είναι, επιπλέον, ο διαχωρισμός της γερμανικής εθνικής αγοράς σε δύο ζώνες (price zones), βορρά και νότου. Το -πολιτικό- πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι ο βορράς θα έχει χαμηλότερες τιμές, λόγω της μεγάλης διείσδυσης των ΑΠΕ, ενώ ο βιομηχανικός νότος υψηλότερες, με αποτέλεσμα οι καταναλωτές του νότου να επιδοτούν και τις υποδομές του βορρά. Η μόνη εθνική -χονδρεμπορική- αγορά στην Ευρώπη που είναι χωρισμένη σε ζώνες είναι η ιταλική με τέσσερις μεγάλες ζώνες.

Η άλλη λύση, βεβαίως, είναι η ενίσχυση των ηλεκτρικών διασυνδέσεων στο εσωτερικό της χώρας, για την οποία όμως υπάρχουν σφοδρές αντιδράσεις στο νότο, καθώς και των διασυνοριακών διασυνδέσεων, επιλογή η οποία είναι στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής. Ωστόσο, η ενίσχυση των διασυνδέσεων είναι μία μακροχρόνια διαδικασία που απαιτεί τη δέσμευση μεγάλων κεφαλαίων και δεν μπορεί, σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα τουλάχιστον, να προσφέρει μία ικανοποιητική λύση.

Όπως αποδεικνύεται και από την περίπτωση της γερμανοαυστριακής αγοράς, η επίτευξη του στόχου της ενοποίησης των ευρωπαϊκών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας θα συναντήσει αρκετά εμπόδια. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει μεγάλα βήματα στην κατεύθυνση της σύζευξης των αγορών, ωστόσο υπάρχουν ακόμα σοβαρές προκλήσεις που θα μπορούσαν όχι μόνο να καθυστερήσουν αλλά ακόμα και να αντιστρέψουν αυτή τη διαδικασία.