Έπειτα από δύο χρόνια πολέμου και μία δεκαετία ένοπλων συγκρούσεων, η Ρωσία αλλάζει τακτική στην Ουκρανία, στοχοποιώντας τις ενεργειακές υποδομές. Παρόλο που τις πρώτες ημέρες της εισβολής, οι ρωσικές δυνάμεις είχαν πλήξει αντίστοιχους στόχους, η προσέγγισή τους άλλαξε γρήγορα καθώς η καταστροφή των όποιων υποδομών θα σήμαινε και την ανάγκη ανοικοδόμησής τους σε περίπτωση κατάκτησης εκείνων των εδαφών. Όμως, καθώς 

η σύγκρουση μοιάζει να βρίσκεται σε μία κρίσιμη καμπή, αλλά και τη νέα ώθηση που προσέφερε η αιματηρή επίθεση στη Μόσχα, το Κρεμλίνο βάζει εκ νέου στο στόχαστρο τις ενεργειακές υποδομές της Ουκρανίας.

Για τους γεωπολιτικούς αναλυτές, η ενέργεια βρισκόταν πάντα στο επίκεντρο. Εξάλλου, υπάρχουν περισσότερες ένοπλες συγκρούσεις που ξεκίνησαν για ενεργειακά αποθέματα— ειδικά το πετρέλαιο— απ’ όσες μπορούμε να μετρήσουμε στα δάχτυλα και των δύο χεριών. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, όμως, καθιστά σαφή και μία άλλη γεωπολιτική διάσταση της ενέργειας: την ενεργειακή ασφάλεια. Η πτυχή αυτή καθίσταται όλο και πιο επιτακτική τις τελευταίες εβδομάδες, δεδομένης της ανανεωμένης επιθετικής δυναμικής των Ρώσων.

Αλλαγή τακτικής και μέσων από τους Ρώσους

Η βασική διαφορά με τις προηγούμενες επιθέσεις στις ενεργειακές υποδομές της Ουκρανίας είναι η φαινομενική επιθυμία των ρωσικών δυνάμεων να τις καταστρέψουν ολοκληρωτικά. Αυτό συνεπάγεται ότι οι υποδομές αυτές θα χρειάζονταν πολύμηνες προσπάθειες, πολυπληθές ανθρώπινο δυναμικό, και εκατομμύρια δολάρια για να ανοικοδομηθούν. Ως εκ τούτου, γίνεται κατανοητό ότι το Κρεμλίνο δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το τι θα συμβεί σε περίπτωση που καταφέρει να κατακτήσει αυτά τα εδάφη. Παράλληλα, η χρήση ακριβών βαλλιστικών πυραύλων και δεκάδων drones τελευταίας τεχνολογίας για αυτά τα χτυπήματα καταδεικνύει πως το ρωσικό επιτελείο είναι πρόθυμο να χρησιμοποιήσει τα πιο αποτελεσματικά μέσα που διαθέτει σε αυτές τις επιθέσεις. Με άλλα λόγια, οι ενεργειακές υποδομές της Ουκρανίας αποτελούν πλέον προτεραιότητα για το Κρεμλίνο.

Αξίζει να σημειωθεί πως μέχρι στιγμής, οι στόχοι βρίσκονται εκτός Κιέβου, και άρα δεν προστατεύονται εξίσου καλά από τα αντιπυραυλικά συστήματα. Στο διάστημα 22-29 Μαρτίου, επλήγησαν επτά θερμοηλεκτρικά εργοστάσια και δύο υδροηλεκτρικοί σταθμοί. Οι επιθέσεις στόχευσαν επίσης και τα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Ο Υπουργός Ενέργειας της Ουκρανίας, German Galushchenko, ανάφερε ότι έχει πληγεί το 80% της θερμικής παραγωγής, περισσότερο από το 50% της υδροηλεκτρικής παραγωγής, καθώς και ένας μεγάλος αριθμός τοπικών υποσταθμών. Ο Υπουργός τόνισε, επίσης, ότι αυτή είναι η μεγαλύτερη επίθεση κατά του ενεργειακού τομέα από την αρχή του πολέμου.

Υπολογίζεται ότι η DTEK, που κατέχει το μεγαλύτερο κομμάτι της αγοράς, έχασε το 80% της ικανότητας παραγωγής ενέργειάς της και αναγκάστηκε να σταματήσει τη λειτουργία πέντε θερμοηλεκτρικών μονάδων της. Ο Maksym Timchenko, CEO της DTEK δήλωσε ότι η εταιρεία θα προσπαθήσει να ανοικοδομήσει τις μονάδες παραγωγής ώστε να επαναλειτουργήσει τουλάχιστον στο ήμισυ των δυνατοτήτων της μέσα σε δύο- τρεις μήνες, με απώτερο στόχο τη βέλτιστη επαναλειτουργία τον Οκτώβριο. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, οι επιθέσεις αυτές άφησαν σχεδόν δύο εκατομμύρια Ουκρανούς χωρίς ηλεκτρισμό.

Η ηλεκτρική παραγωγή πριν και μετά τον πόλεμο

Ένα ζήτημα που συχνά δεν αναφέρεται είναι ότι οι συγκρούσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας είχαν ξεκινήσει πολύ πριν από την εισβολή του 2022, με τον πόλεμο του Ντονμπάς το 2014. Το 2013, η συνολική εγκατεστημένη ισχύς ήταν 56 GW με το 64% να προέρχεται από θερμική παραγωγή (φυσικό αέριο και άνθρακα), το 25% από πυρηνική παραγωγή, και 10% από υδροηλεκτρική παραγωγή. Επιπροσθέτως, η χώρα διέθετε ένα δίκτυο μεταφοράς που ξεπερνούσε τα 22.000 χλμ και αποτελούταν από καλώδια τάσης 220 kV και 750 kV. Με την προσάρτηση της Κριμαίας και τις συγκρούσεις στα ανατολικά της χώρας, η Ουκρανική ηγεσία οδηγήθηκε στο να αλλάξει την ενεργειακή στρατηγική της, διαφοροποιώντας το ενεργειακό μείγμα.

Το 2022, πριν τη ρωσική εισβολή, η συνολική εγκατεστημένη ισχύς της χώρας είχε φτάσει τα 60 GW, καθιστώντας την Ουκρανία έναν από τους μεγαλύτερους παραγωγούς στην Ευρώπη. Κατά τη διάρκεια του 2021, το ηλεκτροπαραγωγικό μείγμα περιλάμβανε 55,5% προερχόμενο από πυρηνική παραγωγή, 23,8% από θερμική παραγωγή, το 5,8% από υδροηλεκτρική παραγωγή, και το 8,2% από ΑΠΕ. Συμπτωματικά, στις 24 Φεβρουαρίου 2022 το ουκρανικό σύστημα σχεδίαζε να αποσυνδεθεί από το ρωσικό— με το οποίο συνδεόταν για δεκαετίες— για 72 ώρες ώστε να δοκιμαστούν οι ικανότητες του δικτύου στο πλαίσιο της μελλοντικής σύνδεσής του με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό. Οι ρωσικές δυνάμεις εισέβαλαν λίγες ώρες αργότερα και οι διαχειριστές του ουκρανικού δικτύου αναγκάστηκαν να αποσυνδεθούν μόνιμα από τη Ρωσία. Εντέλει, ο συγχρονισμός μεταξύ Ουκρανίας και Ευρώπης που αρχικά προγραμματιζόταν για το 2023 επετεύχθη τον Μάρτιο του 2022, σε μία εξέλιξη που προσέλκυσε τον θαυμασμό των ειδικών.

Ωστόσο, οι όποιες θετικές εξελίξεις δεν αλλάζουν τη δύσκολη πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι Ουκρανοί όσον αφορά στην ενεργειακή ασφάλεια. Σύμφωνα με την τελευταία σχετική έκθεση του International Energy Charter πριν το πρόσφατο μπαράζ επιθέσεων, η Ρωσία είχε κατακτήσει ή καταστρέψει το 50% των ενεργειακών υποδομών της Ουκρανίας, με συνολικό κόστος μεταξύ 9,5-10,6 δις δολάρια. Από τις εγκατεστημένες παραγωγικές μονάδες, το 43% της πυρηνικής παραγωγής και το 75% της θερμικής είχαν πληγεί. Εκ των πραγμάτων, οι Ουκρανοί πολίτες έχουν μειώσει την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου κατά τα 30-35% σε σχέση με το 2021.

Η σημερινή εικόνα

Όπως παραδέχονται οι Ουκρανοί αξιωματούχοι, το εναπομείναν ηλεκτρικό δίκτυο ουσιαστικά λειτουργεί μέσω των εισαγωγών από την υπόλοιπη Ευρώπη και την παραγωγή ηλιακής ενέργειας από φωτοβολταϊκά. Οι ευρωπαϊκές εξαγωγές προς την Ουκρανία έφτασαν το ρεκόρ των 18.700 MWh τον Μάρτιο, δηλαδή όσο η παραγωγή από δύο μεγάλες θερμικές μονάδες. Οι Ευρωπαίοι θα βοηθήσουν και με την ανακατασκευή του δικτύου, με τη Λιθουανία να στέλνει σοβιετικά ανταλλακτικά που δεν χρησιμοποιούνται. Από την άλλη, η αυξανόμενη ηλιοφάνεια λόγω της άνοιξης επιτρέπει στις ηλιακές μονάδες της Ουκρανίας να παράγουν ως και το 25% της απαιτούμενης ενέργειας. Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις στην Ουκρανία καταδεικνύουν την ανάγκη, αφενός για διεθνείς διασυνδέσεις που να εξασφαλίζουν διαφοροποίηση των εισαγωγών, και αφετέρου για ΑΠΕ που να διασφαλίζουν τη γεωγραφική αποκέντρωση της εγχώριας παραγωγής.