Αντίρροπες τάσεις και συνεχής κινητικότητα παρατηρούνται στη διεθνή αγορά ΥΦΑ. Σύμφωνα με δύο πρόσφατες έρευνες, μία σειρά “κρίσεων” οδηγούν σε διαρκείς αλλαγές τις παγκόσμιες αγοραπωλησίες LNG, με μόνο σταθερό παρονομαστή την αύξηση του στόλου υγραεριοφόρων. Η Ασία παραμένει ο μεγαλύτερος εισαγωγέας ΥΦΑ, με τους τρεις βιομηχανικούς γίγαντες, Κίνα, Νότια Κορέα, και Ιαπωνία, να κυριαρχούν

Τα τρία κράτη εισήγαγαν πάνω από το 44% του συνολικού εμπορίου LNG για το 2023.

Αυτό παρά το γεγονός ότι σε σχέση με το 2021 καταγράφηκε μείωση του μεριδίου εισαγωγών για το 2022 και το 2023, από 53% σε 44,1%. Ωστόσο, το πρώτο τρίμηνο του 2024 παρατηρήθηκε αύξηση άνω του 4% συγκριτικά με την ίδια περίοδο του 2023.

Η Κίνα διατήρησε την πρωτοκαθεδρία, αυξάνοντας τις εισαγωγές ΥΦΑ περισσότερο από 23% τους πρώτους μήνες του 2024. Η αύξηση αυτή συνδέεται με την ανάκαμψη της βιομηχανικής παραγωγής της Κίνας, η οποία καθυστέρησε πολύ να επανέλθει σε μία κανονικότητα μετά την πανδημία. Η γενικότερη στροφή του Πεκίνου προς το LNG που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια συνδέεται με τους φιλόδοξους κλιματικούς στόχους που έχει θέσει η κυβέρνηση του Σι Ζινπίνγκ, παρά το γεγονός ότι η Κίνα συνεχίζει να προσθέτει και ενεργειακή ισχύ μέσω μονάδων παραγωγής άνθρακα. Ένα βασικό πρόβλημα για το Πεκίνο είναι η σημερινή αδυναμία της κινεζικής αγοράς να εξορύξει η ίδια φυσικό αέριο, αν και διαθέτει σημαντικά αποθέματα σχιστολιθικού αερίου. Ως εκ τούτου, η Κίνα παραμένει αναγκαστικά εισαγωγέας.

Ένα άλλο ασιατικό κράτος με σημαντικές εισαγωγές ΥΦΑ είναι η Ινδία, με αύξηση εισαγωγών που ξεπέρασαν το 44% το πρώτο τρίμηνο του 2024. Ακολούθησαν κράτη της Νοτιοανατολικής Ασίας, όπως η Ταϊλάνδη, και η Ταϊβάν. Τα κράτη αυτά αναμένονται να αυξήσουν τις εισαγωγές LNG, αφενός για λόγους που σχετίζονται με την προσφορά, όπως η αυξημένη διαθεσιμότητα ρωσικού φυσικού αερίου, και αφετέρου για λόγους που σχετίζονται με το περιβάλλον, όπως η πολύ υψηλή μόλυνση στα αστικά κέντρα και η προσπάθεια για μείωση του αποτυπώματος άνθρακα.

Από την άλλη πλευρά, η Ευρώπη εμφανίζει αυξητικές τάσεις μακροπρόθεσμα, έχοντας όμως μία βραχυπρόθεσμη τάση μείωσης. Πιο συγκεκριμένα, η ρήξη με το Κρεμλίνο μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, σηματοδότησε τη στροφή της ΕΕ προς άλλους ενεργειακούς προμηθευτές. Αυτό σήμανε και μία αναγκαία μεταστροφή από τη μεταφορά φυσικού αερίου μέσω αγωγών στην εισαγωγή LNG μέσω υγραεριοφόρων πλοίων. Οι ΗΠΑ αποτελούν τον μεγαλύτερο πάροχο ΥΦΑ της ΕΕ, με κράτη όπως το Κατάρ, η Αλγερία, και η Νιγηρία να ακολουθούν. Αξίζει, όμως, να σημειωθεί ότι η Ευρώπη γενικά δυσκολεύεται να απαγκιστρωθεί από το ρωσικό φυσικό αέριο, το οποίο πλέον εισάγεται ως LNG. Για το πρώτο τρίμηνο του 2024, οι εισαγωγές ΥΦΑ στην Ευρώπη ήταν μειωμένες κατά 14,8%, μία εξέλιξη που ενδεχομένως συνδέεται με τον σχετικά ήπιο χειμώνα που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της Γηραιάς Ηπείρου, αλλά και τη συνεχώς μειούμενη βιομηχανική παραγωγή.

Η μόνη σταθερή τάση στον χώρο του LNG φαίνεται να είναι η αύξηση της ζήτησης υγραεριοφόρων πλοίων. Τους τρεις πρώτους μήνες του 2024, παραδόθηκαν συνολικά 12 νέα πλοία, ενώ παραγγέλθηκαν 29. Οι αριθμοί αυτοί είναι αυξημένοι συγκριτικά με το 2023, όταν καταγράφηκαν 9 παραδόσεις και 19 παραγγελίες. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, ο διεθνής στόλος αποτελείται πλέον από 719 υγραεριοφόρα, με συνολική χωρητικότητα 107,6 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων. Η ζήτηση για νέα πλοία αναδεικνύει τόσο το αυξημένο ενδιαφέρον για τη μεταφορά ΥΦΑ, όσο και την αξιοπιστία των νέων πλοίων, τα οποία έχουν πολύ μεγαλύτερη διάρκεια ζωής.

Τέλος, μεταβολές παρατηρούνται και στη διαδικασία μεταφοράς. Για το πρώτο τρίμηνο του 2024, τα χαμηλά επίπεδα νερού στη Διώρυγα του Παναμά και οι επιθέσεις των Χούθι κοντά στη Διώρυγα του Σουέζ οδήγησαν στην αλλαγή της διαδρομής πολλών υγραεριοφόρων. Ευρύτερα, η αλλαγή των γεωπολιτικών ισορροπιών μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία έχει ανοίξει νέους “δρόμους” μεταφοράς LNG, κυρίως από τις ΗΠΑ και το Κατάρ προς την Ασία και την Ευρώπη. Εντούτοις, αυτό το σκηνικό θα μπορούσε να αλλάξει σύντομα: Μία σειρά πολιτικών και αναλυτών στις ΗΠΑ πιέζουν την κυβέρνηση Μπάιντεν να απαγορεύσει τις εξαγωγές LNG προς την Κίνα. Μία τέτοια κίνηση δεν θα προκαλούσε απλώς αλυσιδωτές αντιδράσεις στην κινεζική παραγωγή, αλλά θα είχε και απρόβλεπτες συνέπειες στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα.