Με την ψήφιση των προαπαιτουμένων έκλεισε ο πρώτος κύκλος διαπραγμάτευσης με τους δανειστές. Ας επιχειρήσουμε, λοιπόν, έναν πρώτο απολογισμό σχετικά με τον τρόπο που αποπειραθήκαμε να συμπεριλάβουμε τη Ρωσία στους σχεδιασμούς μας

Με την ψήφιση των προαπαιτουμένων έκλεισε ο πρώτος κύκλος διαπραγμάτευσης με τους δανειστές. Ας επιχειρήσουμε, λοιπόν, έναν πρώτο απολογισμό σχετικά με τον τρόπο που αποπειραθήκαμε να συμπεριλάβουμε τη Ρωσία στους σχεδιασμούς μας.

Οι πρώτες μέρες της κυβέρνησης έστειλαν ενθαρρυντικά μηνύματα για την πρόθεσή της να «ανοίξει» το διπλωματικό παιχνίδι με τη Μόσχα, διαφοροποιούμενη εν ανάγκη και από την ευρωπαϊκή γραμμή. Επίσης, οι θερμές δηλώσεις αξιωματούχων δημιούργησαν κλίμα ευφορίας, αντιστρόφως ανάλογο με το αντίστοιχο με ορισμένους εκ των Ευρωπαίων, οι οποίοι προτάσσουν τον ρόλο του πιστωτή αντί του εταίρου. Κάπου εκεί, ωστόσο, καλλιεργήθηκε η άτοπη προσδοκία για τη διεύρυνση των διαπραγματευτικών μας ελιγμών στις εν εξελίξει διαβουλεύσεις με τούς θεσμούς αν στέλναμε ένα μήνυμα σχετικής ανυπακοής ταυτόχρονα με μία μετατόπιση προς τη φίλη Ρωσία. Το πρόβλημα στη συγκεκριμένη επιλογή ήταν διττό: ο χρόνος κυλούσε σε βάρος μας και ασφαλώς δεν επαρκούσε για να δοκιμάσουμε επί του πεδίου το νέο κλίμα που διαμορφωνόταν στις σχέσεις μας με τη Μόσχα, ενώ επέφερε εύλογη σύγχυση για τις προτεραιότητές μας. Ακόμη χειρότερα, συγκεκριμένοι υπουργοί έσυραν την κυβέρνηση σε επιλογές με αμφίβολη προοπτική (Turkish Stream) ή με μεγάλο βαθμό επικινδυνότητας (ευαίσθητα αμυντικά ζητήματα), με το τελευταίο να αποσοβείται χάρη στο υπουργείο Εξωτερικών. Σημειώνεται, πάντως, πως καμία από τις εξαγγελίες διαρροές (αποστασιοποίηση από κυρώσεις, προκαταβολή 5 δισ., άρση ρωσικού εμπάργκο) δεν έχει προσώρας ευοδωθεί. Το πλέον ανησυχητικό άγνωστο αν ποτέ ετέθη επίσημα και εν γνώσει του πρωθυπουργού είναι το σενάριο προσφυγής στο Κρεμλίνο για τη χρηματοδοτική μας κάλυψη προκειμένου να θέταμε σε εφαρμογή το εναλλακτικό σχέδιο επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, το οποίο για κάποιους αποτελούσε εξαρχής σχέδιο Α. Σε κάθε περίπτωση αυτό αρνήθηκε να εμπλακεί σε ένα κατ' εξοχήν «ευρωπαϊκό πρόβλημα», σύμφωνα και με τις δηλώσεις του εκπροσώπου Τύπου του Πούτιν. Βάσιμα, η Μόσχα προσδίδει μεγαλύτερη σημασία στις σχέσεις της με χώρες ειδικού πολιτικού βάρους εντός της Ε.Ε., όπως και με τις ΗΠΑ, καθότι αφενός, ως πρώην υπερδύναμη έχει συνηθίσει να συνομιλεί με κράτη του δικού της βεληνεκούς (ψευδαίσθηση του ισότιμου), αφετέρου κρίνει πως οι θέσεις της, ειδικότερα σε περίοδο επιδείνωσης των οικονομικών δεικτών, θα εξυπηρετηθούν καλύτερα αν δεν προκύψει νέα κλιμάκωση πέραν της Ουκρανίας. Συνειδητοποιεί, συνεπώς, πως δεν είχε λόγο να χρεωθεί μέρος της ευθύνης τυχόν ασυμφωνίας Ελλάδας πιστωτών γιατί έτσι θα κατηγορούνταν ότι επεμβαίνει στις ευρωπαϊκές υποθέσεις.

Ενδεχομένως μεν η Ρωσία να αναπτύσσει διαύλους επικοινωνίας με εθνικιστικούς σχηματισμούς που αντιτίθενται στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ίσως και να επιχαίρει για το ότι το ευρωπαϊκό μοντέλο αμφισβητείται εκ των έσω, βρίσκοντας πιθανόν μικρότερη απήχηση σε κράτη εκτός Ε.Ε. που «διεκδικεί» εξίσου. Το να εμφανιζόταν, όμως, να υποδαυλίζει την ενότητα της νομισματικής ένωσης, και πολύ περισσότερο να το επιτύγχανε με την αποκόλληση της Ελλάδας, θα τη στοχοποιούσε ως μία αναθεωρητικό δύναμη, της οποίας οι βλέψεις υπερβαίνουν τον στενό γεωγραφικό χώρο της πρώην ΕΣΣΔ, στον οποίο της αναγνωρίζεται μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων.

Ακόμη, λοιπόν, και αν υπήρξαν ορισμένοι φαντασιόπληκτοι στην ελληνικό πλευρά που προσέβλεπαν στη ρωσικό στήριξη προκείμενου να επιστρέφαμε ομαλότερα στο εθνικό νόμισμα, η Μόσχα, σταθμίζοντας ορθά τα δεδομένα, δεν θέλησε να χρησιμοποιήσει άσκοπα μέρος του συρρικνούμενου διπλωματικού της κεφαλαίου. Άλλωστε, ποια θα ήταν τα κατάλληλα ανταλλάγματα που θα την έπειθαν να διευκολύνει εμμέσως τη διάσπαση της Ευρωζώνης ώστε να εξυπηρετήσει τα εναλλακτικό σχέδια της Αθήνας, κόντρα στις επιθυμίες ορισμένων ευρωπαϊκών δυνάμεων και της Ουάσιγκτον; Θα ήμασταν δε σε θέση να της τα προσφέρουμε; Θα επιθυμούσε, άραγε, να επενδύσει οικονομικό και πολιτικά στην Ελλάδα; Για πόσα χρονικό διάστημα και πόσα απερίσπαστη θα παρέμενε αν οι δυτικοί μας εταίροι πρότειναν κάποιου είδους ανταλλαγή με κάτι ζωτικότερο για τα συμφέροντά της;

Αναμφίβολα οι σχέσεις μας με τη Ρωσία χρειάζονται επανεκκίνηση πάνω σε στέρεες βάσεις και αναζήτηση ρεαλιστικών συμπράξεων, που θα εμπεδώσουν πνεύμα εμπιστοσύνης. Αυτό απαιτεί σταθερό βηματισμό, χρόνο, εξομάλυνση της κατάστασης σε διάφορα επίπεδα (Ουκρανία, ρωσική οικονομία) και αποκατάσταση της πολιτικοοικονομικής σταθερότητας στην Ελλάδα. Οι υφιστάμενες συμμαχίες μας ανεπιφύλακτα χρήζουν συμπλήρωσης εφόσον δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα, εντούτοις οι πιθανότητες επιτυχίας εκμηδενίζονται αν τις προσεγγίζουμε αντιπαραθετικά, αναμένοντας από τη ρωσική πλευρά δεσμεύσεις, που για αντικειμενικούς λόγους δεν μπορεί επιθυμεί να αναλάβει.

* Ο δρ Κων. Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών ίου Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ).

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr