Τα Φωτοβολταϊκά Αίρουν τις Αμαρτίες μιας Άφρονης Πολιτικής στις ΑΠΕ

Τα Φωτοβολταϊκά Αίρουν τις Αμαρτίες μιας Άφρονης Πολιτικής στις ΑΠΕ
Από τον Γιάννη Χατζηβασιλειάδη, Μηχανολόγο-Ηλεκτρολόγο Μηχανικό, Γενικό Γραμματέα του ΙΕΝΕ
Πεμ, 6 Ιουνίου 2013 - 10:02
Οι προσπάθειες για την ανάπτυξη των φωτοβολταϊκών για πάνω από τρεις και πλέον δεκαετίες στρέφονται στην μείωση του κόστους εστιάζοντας το μεγάλο ενδιαφέρον στις Φ/Β εφαρμογές που συνδέονται στο δίκτυο. Λόγω του υψηλού κόστους παραγωγής σε σχέση με την τιμή που παρέχει το ηλεκτρικό δίκτυο χρειάσθηκαν νέες ιδέες και κίνητρα και στο ξεκίνημα σαν πιο πρόσφορη ιδέα προέκυψε το πρόγραμμα των Φ/Β στεγών, έχοντας μηδενικό κόστος επιφάνειας εγκατάστασης, διαδικασιών σύνδεσης στο δίκτυο

Οι προσπάθειες για την ανάπτυξη των φωτοβολταϊκών για πάνω από τρεις και πλέον δεκαετίες στρέφονται στην μείωση του κόστους εστιάζοντας το μεγάλο ενδιαφέρον στις Φ/Β εφαρμογές που συνδέονται στο δίκτυο. Λόγω του υψηλού κόστους παραγωγής σε σχέση με την τιμή που παρέχει το ηλεκτρικό δίκτυο χρειάσθηκαν νέες ιδέες και κίνητρα και στο ξεκίνημα σαν πιο πρόσφορη ιδέα προέκυψε το πρόγραμμα των Φ/Β στεγών, έχοντας μηδενικό κόστος επιφάνειας εγκατάστασης, διαδικασιών σύνδεσης στο δίκτυο.

Η πορεία των Φ/Β στην Ευρώπη

Το πρώτο πρόγραμμα των χιλίων Φ/Β στεγών στη Γερμανία είχε επιδότηση επένδυσης και αγορά της παραγόμενης ενέργειας σε λογική τιμή συνδεδεμένη με το οικιακό τιμολόγιο, όπως και για τις άλλες ΑΠΕ, χωρίς επιβάρυνση των καταναλωτών. Το μήνυμα που δόθηκε στόχευε κυρίως στην περιβαλλοντική ευαισθησία των επενδυτών και όχι τόσο σε οικονομικά συμφέρουσα επένδυση. Οι πολύτιμες εμπειρίες από τη διαχείριση του προγράμματος και τη σύνδεση στο δίκτυο αξιοποιήθηκαν στα επόμενα προγράμματα που ακολούθησαν.

Αποφασιστικό βήμα για τις Φ/Β εφαρμογές και γενικά για τις ΑΠΕ στη Γερμανία και εν συνεχεία στην Ευρώπη, αποτέλεσε ο καθορισμός τιμών αγοράς της παραγόμενης ενέργειας, το λεγόμενο “feed-in tariff” και για συγκεκριμένη χρονική διάρκεια. Είναι ένας καλά σχεδιασμένος υποστηρικτικός μηχανισμός χωρίς δημόσιο χρήμα για ένα αποδοτικό πρόγραμμα εφαρμογών που μεγιστοποιεί τα κοινωνικά και οικονομικά οφέλη, καταμερίζοντας τις επιπλέον επιβαρύνσεις σε όλους τους καταναλωτές. Αυτά τα μέτρα απογείωσαν τις Φ/Β και την Ευρωπαϊκή βιομηχανία, όπως και για τις άλλες ΑΠΕ, μειώνοντας ραγδαία το κόστος και δημιουργώντας νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες και πολλές νέες θέσεις εργασίας.

Στόχος του μηχανισμού feed-in tariff είναι να οδηγήσει τις ΑΠΕ στην ανταγωνιστική αγορά με συχνές αναθεωρήσεις τιμών προς τα κάτω, σύμφωνα με την εξέλιξη της τεχνολογίας και την ωρίμανση της αγοράς, διατηρώντας βέβαια μηδενικό κόστος διαδικασιών και σύνδεσης στο δίκτυο. Υπάρχει συνεχής παρακολούθηση των εφαρμογών με εκτιμήσεις της συνολικής επιβάρυνσης των καταναλωτών και της οικονομίας για τα επόμενα χρόνια επιδιώκοντας να διατηρούνται σε ανεκτά όρια.

Το παράδειγμα της Γερμανίας ακολούθησαν και άλλες χώρες εντός και εκτός Ευρώπης έτσι ώστε να αναπτυχθούν γρήγορα οι Φ/Β εφαρμογές και γενικά οι ΑΠΕ. Σε μερικές περιπτώσεις έγιναν και λάθη ή παραλείψεις που επέδρασαν αρνητικά στον ηλεκτρικό τομέα και στην οικονομία (πχ Ισπανία, Τσεχία).

Ένα ερώτημα που ίσως εύλογα προβάλλει είναι γιατί να υποστηρίζονται ενεργειακές εφαρμογές με υψηλότερο κόστος σε σύγκριση με άλλες τεχνολογίες, επιβαρύνοντας καταναλωτές και οικονομία. Αποτελεί κοινή πρακτική τα νέα προϊόντα να βγαίνουν στην αγορά για να υποστηρίζεται η έρευνα και η βιομηχανία με σκοπό τη ραγδαία

πτώση του κόστους και των τιμών. Ειδικότερα, οι τεχνολογίες των φωτοβολταϊκών παρουσιάζουν μεγάλο δυναμικό αύξησης του βαθμού απόδοσης και μείωσης του κόστους, οπότε οι προσπάθειες είναι συνεχιζόμενες θέτοντας νέους στόχους στον ανταγωνισμό.

Μια δεύτερη βασική παράμετρος μείωσης του κόστους είναι η οικονομία κλίμακας, αφού μεγάλες βιομηχανικές μονάδες επιτυγχάνουν χαμηλότερο κόστος παραγωγής του εξοπλισμού, επιμερίζοντας και το κόστος της έρευνας.

Μια τρίτη παράμετρος είναι η ανάπτυξη και λειτουργία της αγοράς στις Φ/Β εφαρμογές, όπου μπορεί να μειωθεί σημαντικά το κόστος των έργων, μεγάλων και μικρών. Όσο μειώνεται το κόστος του κύριου εξοπλισμού με την έρευνα και τη βιομηχανία καθίσταται επιτακτική η ανάγκη μεγάλης μείωσης του κόστους των άλλων εξαρτημάτων και της εγκατάστασης (BoS, Balance of System), όπως στηρίγματα, θεμελιώσεις, καλώδια κλπ, τα οποία αποτελούν σημαντική παράμετρο κόστους των εφαρμογών. Αυτός ο στόχος επιδιώκεται κατά την ανάπτυξη των εφαρμογών, οδηγώντας σε πολύτιμη τεχνογνωσία με εφαρμογή απλών και οικονομικών λύσεων, καθώς και σε αύξηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας.

Όπως φάνηκε στην πορεία, η μείωση του κόστους των Φ/Β εφαρμογών και κατά συνέπεια του κόστους της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, επιτυγχάνεται ταχύτερα και επωφελέστερα με παράλληλες δράσεις στην τεχνολογική έρευνα, στην βιομηχανική παραγωγή και στην ανάπτυξη μιας βιώσιμης αγοράς με εφαρμογές, μηδενίζοντας τυχόν επιβαρύνσεις σε διαδικασίες και σύνδεση στο δίκτυο.

Ο μηχανισμός feed-in tariff σχεδιάζεται με λογικά κίνητρα κέρδους στον επενδυτή περιορίζοντας την επιβάρυνση των καταναλωτών, ενώ το πρόγραμμα εφαρμογών στοχεύει στην μεγιστοποίηση του οικονομικού και κοινωνικού οφέλους. Αυτό φαίνεται από το μεγάλο πλήθος των Φ/Β εφαρμογών μικρής ισχύος στη Γερμανία με πολλές νέες θέσεις εργασίας, όπου το κίνητρο είναι κυρίως η περιβαλλοντική συνείδηση για καθαρή ηλεκτρική ενέργεια.

Παρόλα αυτά, θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι θα ήταν προτιμότερο να περιμένει έως ότου το κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας των Φ/Β εφαρμογών εξισωθεί με την τιμή του δικτύου (grid parity). Αυτή όμως η παθητική αναμονή και αδράνεια δεν συμβάλλει στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης και της εγχώριας προστιθέμενης αξίας, οπότε συνιστάται η έγκαιρη συμμετοχή με κατάλληλα σχεδιασμένο πρόγραμμα.

Οι νότιες χώρες της Ευρώπης με την υψηλή ηλιακή ακτινοβολία βρίσκονται στο κατώφλι του grid parity και ιδιαίτερα η Κύπρος άρχισε ήδη να αξιοποιεί την Φ/Β τεχνολογία προς όφελος των καταναλωτών και της οικονομίας. Η ανάπτυξη των Φ/Β εφαρμογών αλλά και των άλλων ΑΠΕ με σύνεση και κατάλληλο πρόγραμμα συνοδευόμενο από ένα καλά δομημένο θεσμικό πλαίσιο μπορεί να οδηγήσει σε μια βιώσιμη αγορά με μεγάλα κοινωνικά και οικονομικά οφέλη, εκτός από τα ενεργειακά, οδηγώντας στο μέλλον.

Η πορεία των Φ/Β στην Ελλάδα

Η ανάπτυξη των Φ/Β και γενικά των ΑΠΕ για ηλεκτροπαραγωγή στην Ελλάδα ακολούθησε μια άλλη πορεία, μοναχική, μακριά από την Ευρωπαϊκή και διεθνή

πρακτική. Λείπει το όραμα, η πολιτική και η κατάλληλη σχεδίαση για μακροπρόθεσμα οφέλη που θα οδηγήσουν τις ΑΠΕ στην ανταγωνιστική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας με προσιτές τιμές στους καταναλωτές. Ένα ανώριμο και πρόχειρο θεσμικό πλαίσιο με επαναλαμβανόμενα λάθη και παραλείψεις χωρίς πρόγραμμα εφαρμογών οδήγησε τις επενδύσεις των ΑΠΕ σε υψηλό κόστος με εμπορία αδειών και σε υψηλότερες εγγυημένες τιμές (feed-in tariff) παραβλέποντας τον αναπτυξιακό χαρακτήρα των εφαρμογών. Έτσι, οι ΑΠΕ προβάλλονται από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία του υπουργείου ως ελκυστικές επενδυτικές ευκαιρίες για μεγάλα κέρδη και μόνο, με συνέπεια τις επί μακρόν υψηλές επιβαρύνσεις στον ηλεκτρικό τομέα, στην οικονομία και στους καταναλωτές. Αυτό το εγχώριο επιχειρηματικό μοντέλο προσπάθησε επίμονα η πολιτική ηγεσία του υπουργείου με το «Σχέδιο Ήλιος» να εξαγάγει στη Γερμανία με σχετική αναφορά στο μνημόνιο για τα μεγάλα κέρδη και δεν βρέθηκε κάποιος μέσα ή έξω από την κυβέρνηση αλλά ούτε και η βουλή να σταματήσει τον διασυρμό και τη διασπάθιση δημοσίου χρήματος.

Πλήθος νόμων και υπουργικών αποφάσεων μέσα σε έναν γραφειοκρατικό λαβύρινθο περιόρισε τον ρυθμό των εφαρμογών χωρίς τη δημιουργία μιας βιώσιμης αγοράς ΑΠΕ, αφού για κάθε έργο χρειάζονταν δύο υπουργικές υπογραφές. Κάθε νέος νόμος στηρίχθηκε στον προηγούμενο αποτυχημένο νόμο τροποποιώντας κάποια άρθρα και διατηρώντας την ίδια συνταγή με τις στρεβλώσεις στην αγορά και τη γραφειοκρατία για να ακολουθήσουν και οι απαραίτητες υπουργικές αποφάσεις. Ένας μεγάλος δύσχρηστος τόμος συγκεντρώνει νόμους και αποφάσεις που συνθέτουν το προβληματικό θεσμικό πλαίσιο των ΑΠΕ και δείχνει την προχειρότητα και την ανευθυνότητα στην εξέλιξη αυτού του νέου εγχώριου ενεργειακού τομέα.

Ο νόμος 3468/2006 απογείωσε τις εγγυημένες τιμές (feed-in tariff) των φωτοβολταϊκών και μαζί με τη δημόσια επιδότηση αναστάτωσε την αγορά δημιουργώντας στο πανελλήνιο μεγάλες προσδοκίες για κέρδη. Ακολούθησε ο νόμος 3851/2010 που έδωσε ακόμη υψηλότερες τιμές στις ΑΠΕ μαζί με τα αγροτικά φωτοβολταϊκά για την επίτευξη των υπερβολικών στόχων του 2020, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι συνέπειες.

Τόσο ο νόμος του 2006 όσο και του 2010 για τις ΑΠΕ μαζί με τις κατά καιρούς τροποποιήσεις υπονόμευσαν την πορεία της χώρας προς καθαρή ηλεκτρική ενέργεια και μαζί με άλλους παράγοντες επιδείνωσαν τον άλλοτε εύρωστο ηλεκτρικό τομέα και την ανταγωνιστικότητά του.

Είναι προφανές ότι το θεσμικό πλαίσιο για τις ΑΠΕ απέτυχε, όντας μακράν της αγοράς, ανεβάζοντας ψηλά το κόστος των επενδύσεων και επιβαρύνοντας την οικονομία και τους καταναλωτές για μακρά περίοδο. Είναι σε λάθος δρόμο περιλαμβάνοντας όχι λίγες αυθαιρεσίες και στρεβλώσεις σε διαδικασίες, τεχνολογίες και μηχανισμούς υποστήριξης, οι οποίες αναιρούν τις καλές προοπτικές των ΑΠΕ στη χώρα. Ανήκει σε ένα παρελθόν με τις αδυναμίες, τα λάθη και τις σκοπιμότητες που δεν οδηγεί στο μέλλον.

Παρόλα αυτά, στην Ελλάδα της κρίσης σήμερα δεν φαίνεται να αλλάζει κάτι στην πολιτική του υπουργείου. Ακολουθεί την παλιά τακτική, που δείχνει ότι δεν αντιλαμβάνεται τα σοβαρά προβλήματα των ΑΠΕ και του ηλεκτρικού τομέα με τις

αρνητικές συνέπειες στην οικονομία και την κοινωνία. Πρόσφατα και σε διάστημα μερικών μηνών έγιναν τέσσερεις αλλεπάλληλες άστοχες παρεμβάσεις στην αγορά των Φ/Β με νόμους και αποφάσεις πλήττοντας βίαια την αγορά και εισάγοντας την προκρούστεια πολιτική επιβολής ειδικών εισφορών που υπονομεύουν όποιο επενδυτικό ενδιαφέρον υπάρχει. Αυτά βέβαια δεν στοχεύουν στην εξυγίανση και σωστή ανάπτυξη των ΑΠΕ με τα αναμενόμενα οφέλη μακροπρόθεσμα, αλλά και δεν οδηγούν στην άμεση αντιμετώπιση του διογκούμενου ελλείμματος. Με τέτοιες αποφάσεις που πλήττουν και την απασχόληση, συνεχίζεται η άφρων πολιτική του υπουργείου στις ΑΠΕ χωρίς να προσφέρονται οι ενδεδειγμένες λύσεις και υπηρεσίες και χωρίς να ωφελείται η οικονομία και οι καταναλωτές από το ανταγωνιστικό κόστος που έχουν σήμερα οι ΑΠΕ.

Η επιμονή του υπουργείου στην επανάληψη προηγούμενων λαθών, όπως η σταθερή ρύθμιση των εγγυημένων τιμών ανά εξάμηνο στα φωτοβολταϊκά ακόμη και μέχρι το 2019 και πέρα δημιουργεί εύλογες απορίες. Η ιδέα είναι μοναδική στον κόσμο και δείχνει τον παραλογισμό και την σύγχυση που επικρατεί στη σχετική νομοθεσία, αφού τόσο η έρευνα όσο και η δυναμική των αγορών διεθνώς με τον ανταγωνισμό ανατρέπουν συχνά καταστάσεις στα φωτοβολταϊκά και γενικά στον ενεργειακό τομέα. Δείχνει ακόμη να υπονομεύει τη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας αφού αρνείται να οδηγήσει τις ΑΠΕ στην αγορά, επιβαρύνοντας τον ηλεκτρικό τομέα και τους καταναλωτές επί μακρόν.

Η ρύθμιση αυτή βασίζεται σε προηγούμενο νόμο (Ν3734/2009) που είχε εισαγάγει αυτή τη μοναδική ιδέα με ρυθμίσεις τότε μέχρι το 2015 και πέραν τούτου, σαν μια χειρονομία περιορισμού των υψηλών τιμών που ίσχυαν από το 2006 (Ν3468/2006). Πριν ψηφισθεί αυτός ο νόμος το 2009 είχα την ευκαιρία να εκφράσω τις αντιρρήσεις μου στον αρμόδιο υπουργό ο οποίος επιμένοντας στις θέσεις του μου εξήγησε και πώς οδηγήθηκε σε αυτό. Χωρίς να αμφιβάλλω για την ειλικρίνειά του στο τέλος σχημάτισα την εντύπωση ότι προωθείται μια ακόμη πρωτότυπη ελληνική ιδέα για να εξυπηρετήσει άλλες σκοπιμότητες με πρόσχημα τη μείωση των εγγυημένων τιμών.

Τα αποτελέσματα είναι γνωστά στη συνέχεια όταν ακολούθησε η ραγδαία πτώση των τιμών του εξοπλισμού φωτοβολταϊκών καθώς το υπουργείο όχι μόνο επέμενε στις υψηλές τιμές ανά εξάμηνο που είχε επινοήσει, αλλά συχνά με παρεμβάσεις του παραβίαζε ακόμη και αυτές τις ρυθμίσεις υπέρ των επενδυτών, ενώ με αποφάσεις κλείδωνε τις υψηλές τιμές για περίοδο μέχρι και 36 μήνες. Οι πρόσφατες ρυθμίσεις αποτελούν τη συνέχεια παρατείνοντας τη διάρκεια των υψηλών τιμών κατά το δοκούν, προβάλλοντας όμως τις νέες χαμηλές τιμές για το απώτερο μέλλον. Έτσι, δεν είναι τυχαία η κερδοφόρα εμπορία αδειών και η επινόηση του “fast track” με την εγκατάσταση άνω των δύο χιλιάδων MW φωτοβολταϊκών στα τρία τελευταία χρόνια που συνεχίζεται με τις υψηλές τιμές, περιορίζοντας τις άλλες εφαρμογές των ΑΠΕ, με όλες τις δυσμενείς συνέπειες.

Προτάσεις

Η ανάπτυξη των ΑΠΕ για ηλεκτρικές και μη ηλεκτρικές χρήσεις στη χώρα, καθώς και για βιοκαύσιμα, πρέπει να γίνει με πρόγραμμα και με κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο σε μια βιώσιμη αγορά με τους κανόνες της αγοράς δημιουργώντας φιλικό επενδυτικό περιβάλλον, ώστε να οδηγήσουν τις ΑΠΕ στο μέλλον αίροντας τα εμπόδια και μειώνοντας το κόστος των επενδύσεων.

Στα πλαίσια μιας εθνικής στρατηγικής με στόχους για τις ΑΠΕ και την ενεργειακή αποδοτικότητα πρέπει να εκπονηθούν προγράμματα εφαρμογών, καθώς και ξεχωριστό, απλό και αυτοτελές θεσμικό πλαίσιο για κάθε μορφή ΑΠΕ και τεχνολογία χρησιμοποιώντας την καλύτερη διεθνή πρακτική, που θα οδηγήσουν στο μέλλον με σημαντική μείωση του κόστους των επενδύσεων, παρακάμπτοντας τις σημερινές γραφειοκρατικές διαδικασίες και την εμπορία των αδειών. Ο εξορθολογισμός του κόστους πρόσβασης και σύνδεσης στο δίκτυο για τις ηλεκτρικές εφαρμογές των ΑΠΕ, καθώς και του χρόνου σύνδεσης, θα μειώσει το κόστος της επένδυσης και θα βελτιώσει την απόδοση των εφαρμογών. Οι διαχειριστές των δικτύων θα πρέπει να ακολουθήσουν τις πρακτικές που εφαρμόζονται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και να σχεδιάσουν την ανάπτυξη των δικτύων για το μέλλον.

Η ευρεία χρήση του Internet σε όλες αυτές τις διαδικασίες θα συμβάλλει σημαντικά στην μείωση του κόστους σε αμφότερες τις πλευρές και στην επιτάχυνση των εφαρμογών με κοινωνικά και οικονομικά οφέλη, ιδιαίτερα με τις εφαρμογές στα νησιά και σε αγροτικές περιοχές.

Το πρόγραμμα με τα αγροτικά φωτοβολταϊκά αποτελεί μέγα λάθος και ο άμεσος τερματισμός του είναι απολύτως αναγκαίος. Χρειάζεται μια διαφορετική πολιτική για τη συμβολή του αγροτικού τομέα στην ενέργεια αυξάνοντας τα έσοδα, κυρίως με την παραγωγή και αξιοποίηση της βιομάζας, καθώς επίσης και με την ορθολογική χρήση της ενέργειας στη γεωργία. Η παραγωγή βιοκαυσίμων για τις μεταφορές μπορεί να υποστηριχθεί με εγχώρια γεωργική παραγωγή αυξάνοντας τα οφέλη.

Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στις μη ηλεκτρικές εφαρμογές των ΑΠΕ (ηλιακή ενέργεια, γεωθερμία, βιομάζα) αφού προσφέρονται πολύ ελκυστικά για εφαρμογές στη χώρα με μικρές σχετικά επενδύσεις, γρήγορες εφαρμογές με άμεσα οφέλη και μεγάλη εγχώρια προστιθέμενη αξία.

Στις ηλεκτρικές εφαρμογές ο μηχανισμός feed-in tariff είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για να οδηγήσει τις ΑΠΕ σύντομα στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά χρειάζεται σύνεση στη σχεδίαση και εφαρμογή για τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Από τις καθιερωμένες τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής των ΑΠΕ άλλες είναι στην αγορά και άλλες στο κατώφλι της αγοράς για εφαρμογές σε κατάλληλες θέσεις και περιοχές, εφόσον δεν επιβαρύνονται με κόστος εμπορίας αδειών και επεκτάσεις δικτύων. Έτσι, δημιουργούνται συνθήκες για τον περιορισμό του μηχανισμού feed-in tariff σε ειδικές περιπτώσεις, όπου είναι αναγκαίο και για περιορισμένο χρόνο. Παράλληλα, προτείνεται η ανάπτυξη εφαρμογών στο αστικό περιβάλλον χρησιμοποιώντας τον μηχανισμό “net metering”, καθώς και μεγάλων μονάδων ΑΠΕ αξιοποιώντας την οικονομία κλίμακας.

Για την επιτυχή εφαρμογή του μηχανισμού “net metering” που εκτείνεται σε μακρό χρονικό ορίζοντα, κυρίως με φωτοβολταϊκά, χρειάζεται εμπεριστατωμένη μελέτη χρησιμοποιώντας την ευρωπαϊκή και διεθνή εμπειρία καθώς εμπλέκεται ο διαχειριστής του ηλεκτρικού δικτύου διανομής και το υπουργείο οικονομικών (ΦΠΑ, φορολογία κλπ). Ο διαχειριστής που καρπούται τα οφέλη από τις εφαρμογές πρέπει

να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της αγοράς, χωρίς την συνήθη δικαιολογία του κορεσμένου δικτύου, αλλά με παρεμβάσεις στο δίκτυο, έξυπνες μετρήσεις και συστήματα διαχείρισης. Το επόμενο βήμα μελλοντικά που συμπληρώνει το “net metering” είναι ο συνδυασμός με σύστημα αποθήκευσης για αμοιβαία οφέλη αφού θα συμβάλει και στη διαχείριση του δικτύου.

Οι μεγάλες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με ΑΠΕ, όπου συμπεριλαμβάνονται και τα μεγάλα υδροηλεκτρικά ιδιαίτερα τα πολλαπλού σκοπού και με αντλησιοταμίευση, χρειάζονται ένα ελκυστικό θεσμικό πλαίσιο και σωστή λειτουργία με διαφάνεια της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Για ένα καλό ξεκίνημα θα ήταν σκόπιμο να δοθούν κίνητρα, όπως πχ φορολογικά κίνητρα.

Όλα αυτά απαιτούν συστηματική δουλειά από ειδικούς για να συμπεριληφθούν σε ένα θεσμικό πλαίσιο στέλνοντας το σωστό μήνυμα στην αγορά και στην κοινωνία, για να οδηγήσουν στην ανάπτυξη και να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα του ενεργειακού τομέα στοχεύοντας στο μέλλον, αρκεί να υπάρξει ισχυρή πολιτική βούληση. Χρειάζεται ένα όραμα αφού οι ΑΠΕ αναμένεται να έχουν λαμπρό μέλλον στη χώρα όντας ανταγωνιστικές έναντι των ορυκτών καυσίμων και ειδικότερα στην ηλεκτροπαραγωγή με πρόσβαση στην ενιαία Ευρωπαϊκή αγορά, οπότε οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις ενισχύουν το ελληνικό σύστημα και συμβάλλουν στις εξαγωγές.

Πλην των άλλων, τα οφέλη αυτού του πλαισίου ανάπτυξης των ΑΠΕ είναι οι πολλές νέες θέσεις εργασίας ιδιαίτερα για νέους επιστήμονες αφού υπεισέρχονται καινοτόμες τεχνολογίες και νέες ιδέες στην ανάπτυξη του ενεργειακού τομέα με οφέλη στην οικονομία, την κοινωνία και το περιβάλλον, που θα οδηγήσουν τον ενεργειακό τομέα της χώρας στον 21ο αιώνα.