Συνολικά 68 συμφωνίες αξίας τουλάχιστον 10 δις δολ. η καθεμία αναδιαμόρφωσαν μία σειρά τομείς από τα μέσα ενημέρωσης έως τη βιομηχανία, καθώς οι εταιρείες εκμεταλλεύτηκαν τις ακμάζουσες αγορές, την άμεσα διαθέσιμη χρηματοδότηση και την ελαστικοποίηση της αυστηρής, ως τότε, αμερικανικής νομοθεσίας, με αποτέλεσμα να επιχειρήσουν στρατηγικές συναλλαγές που δεν θα ήταν δυνατές υπό άλλες συνθήκες.
Οι συγχωνεύσεις και εξαγορές αυξήθηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο κατά σχεδόν 50% σε σχέση με το 2024, φτάνοντας τα 4,5 τρις δολ., σύμφωνα με στοιχεία του London Stock Exchange Group. Πρόκειται για το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο εδώ και πάνω από 40 χρόνια ρεκόρ, την οποία ξεπερνούσε μόνο η φρενίτιδα σύναψης συμφωνιών που σημειώθηκε την περίοδο της πανδημίας το 2021.
«Δεν έχω δει τέτοιες συγχωνεύσεις και εξαγορές μεγάλης κλίμακας εδώ και μια δεκαετία... Αυτές είναι συμφωνίες που πραγματικά μεταμορφώνουν τις βιομηχανίες», δήλωσε ο Tony Kim, συμπρόεδρος της επενδυτικής τράπεζας Centerview Partners. «Οι μεγάλης κλίμακας συγχωνεύσεις και εξαγορές απαιτούν πολλά σημαντικά συστατικά για να επιτύχουν, και φαίνεται ότι έχουμε όλα αυτά τα στοιχεία σήμερα».
Η αύξηση των συναλλαγών συνέβαλε στο να αυξηθούν οι χρεώσεις επενδυτικής τραπεζικής σε περίπου 135 δις δολ., σύμφωνα με τα στοιχεία, σημειώνοντας αύξηση 9% σε σχέση με πέρυσι. Περισσότεροι από τις μισές από αυτές προήλθαν από τις ΗΠΑ, με 2,3 τρις δολ. σε συμφωνίες που είχαν ως αντικείμενο αμερικανικές εταιρείες - το υψηλότερο ποσοστό από το 1998. «Η διάθεση για ρίσκο είναι σήμερα ισχυρή, καθώς επικρατεί ένα υποστηρικτικό χρηματοοικονομικό και αντιμονοπωλιακό περιβάλλον», δήλωσε ο Mark McMaster, επικεφαλής του παγκόσμιου τομέα συγχωνεύσεων και εξαγορών στη Lazard. «Ως αποτέλεσμα, βλέπουμε μια δυναμική που κάνει ‘όλα τα συστήματα να είναι σε λειτουργία’ όσον αφορά την ολοκλήρωση των περισσότερων συμφωνιών».
Οι δύο μεγαλύτερες συμφωνίες της χρονιάς είναι η μάχη μεταξύ Netflix και Paramount για την Warner Bros Discovery, και η μεγάλη συγχώνευση στον κλάδο των σιδηροδρόμων μεταξύ Union Pacific και Norfolk Southern με αντικείμενο τη δημιουργία ενός διηπειρωτικού μεγαθήριου ύψους 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η κατάσταση θυμίζει το 2021, το μόνο έτος κατά το οποίο η σύναψη συμφωνιών ξεπέρασε σε αξία το 2025. Δύο από τις μεγαλύτερες συμφωνίες τότε ήταν η συγχώνευση της WarnerMedia με την ανταγωνίστριά της Discovery και η εξαγορά της ανταγωνίστριας Kansas City Southern από την Canadian Pacific Railway έναντι 31 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Οι κορυφαίοι διαπραγματευτές δήλωσαν ότι η πίεση της κυβέρνησης Τραμπ για χαλάρωση του ρυθμιστικού πλαισίου ενθάρρυνε τις εταιρείες να διερευνήσουν συνεργασίες που διαφορετικά θα δίσταζαν να επιδιώξουν. «Αυτό που βλέπουμε με τους εταιρικούς πελάτες είναι μια προθυμία ανάληψης ρυθμιστικού κινδύνου για συναλλαγές που είναι στρατηγικού χαρακτήρα», δήλωσε ο Andrew Nussbaum, συμπρόεδρος της εκτελεστικής επιτροπής της δικηγορικής εταιρείας Wachtell, Lipton, Rosen & Katz. «Βλέπουν μια προθυμία των ρυθμιστικών αρχών να συμμετάσχουν σε εποικοδομητικό διάλογο», πρόσθεσε ο Nussbaum.
Παρόλο που όσοι ασχολούνται με τον κλάδο των συμφωνιών στις ΗΠΑ είχαν προβλέψει την αναβίωση της δραστηριότητας υπό τη δεύτερη προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ, οι σαρωτικοί δασμοί της «ημέρας της απελευθέρωσης» που ανακοινώθηκαν στις αρχές Απριλίου σταμάτησαν για λίγο την αρχική δυναμική. Ωστόσο, η σύναψη συμφωνιών ανέκαμψε τις επόμενες εβδομάδες, με συνέπεια το 2025 να κλείνει με διαδοχικά τρίμηνα να εμφανίζουν συγχωνεύσεις και εξαγορές αξίας άνω του 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων για πρώτη φορά μετά από τέσσερα χρόνια.
«Η δυναμική μας ενισχύθηκε μετά την ανάκαμψη που ακολούθησε την ‘ημέρα της απελευθέρωσης’ και απλώς συνέχισε να ενισχύεται έκτοτε. Υπάρχει μεγάλο συσσωρευμένο ενδιαφέρον για συγχωνεύσεις και εξαγορές», δήλωσε ο Daniel Mendelow, συν-επικεφαλής επενδυτικής τραπεζικής στις ΗΠΑ στην Evercore.
Πάντως, η αύξηση του αριθμού των μεγάλων συμφωνιών έρχεται σε αντίθεση με μια ευρύτερη πτώση στις μικρότερες συναλλαγές, με τον συνολικό αριθμό συμφωνιών να μειώνεται κατά 7% φέτος, αγγίζοντας τα χαμηλότερα επίπεδα από το 2016. Η σύναψη συμφωνιών ιδιωτικών κεφαλαίων έχει μείνει πίσω σε σχέση με την ευρύτερη ανάκαμψη, με αύξηση λίγο πάνω από 25% στα 889 δις δολ.
Οι όμιλοι εξαγορών, γνωστοί και ως χρηματοοικονομικοί χορηγοί, εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν προκλήσεις στην πώληση περιουσιακών στοιχείων, αν και υπήρξαν ορισμένες εμβληματικές συμφωνίες ιδιωτικοποίησης που αφορούσαν τον τομέα αυτό. Μεταξύ αυτών, η μεγαλύτερη ήταν η συμφωνία ύψους 55 δις δολ. για τον κατασκευαστή βιντεοπαιχνιδιών Electronic Arts, με επικεφαλής το Δημόσιο Επενδυτικό Ταμείο της Σαουδικής Αραβίας, συναλλαγή που είχε την υποστήριξη του επενδυτή ιδιωτικών κεφαλαίων Silver Lake και του γαμπρού του Τραμπ, Jared Kushner.
«Το γενικό αφήγημα είναι ότι οι χορηγοί δεν είναι ενεργοί, αλλά υπήρξαν ορισμένες μεγάλες συναλλαγές ιδιωτικοποίησης», δήλωσε ο Anu Aiyengar, παγκόσμιος επικεφαλής συμβουλευτικών υπηρεσιών και συγχωνεύσεων και εξαγορών στην JPMorgan Chase. «Παρά το γεγονός ότι οι χρηματιστηριακές αγορές έφτασαν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, εξακολουθούν να υπάρχουν ευκαιρίες που δεν έχουν τιμολογηθεί σωστά και η κλίμακα αυτών των ευκαιριών καθίσταται δυνατή με τη χρηματοδότηση που προέρχεται από μια πληθώρα πηγών».
Οι προοπτικές για τα ιδιωτικά κεφάλαια ενισχύθηκαν από την αύξηση των μεγάλων αρχικών δημόσιων προσφορών, όπως στην περίπτωση του ομίλου ιατρικών προμηθειών Medline και της εταιρείας υπηρεσιών ασφαλείας Verisure, ανοίγοντας μια εναλλακτική οδό για την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων. «Τα επόμενα δύο χρόνια υπάρχει περιθώριο για περισσότερη δραστηριότητα και σίγουρα πιστεύουμε ότι ειδικότερα το κύμα χορηγών μόλις αποκτά δυναμική», δήλωσε ο Andre Kelleners, συν-επικεφαλής του ευρωπαϊκού επενδυτικού τραπεζικού τομέα στην Goldman Sachs.