Την ώρα που η χώρα καταγράφει κορυφαία ποσοστά στην παραγωγή ηλιακής ενέργειας, αρχίζουν να εμφανίζονται σοβαρά λειτουργικά και οικονομικά ζητήματα με τα φωτοβολταϊκά πάρκα να βγαίνουν χωρίς σταματημό στο σφυρί. Η μαζική αλλαγή ιδιοκτησίας φωτοβολταϊκών πάρκων που καταγράφεται τους τελευταίους μήνες στην Ελλάδα δεν αποτελεί μεμονωμένο φαινόμενο αλλά είναι το αποτέλεσμα συγκεκριμένων, δομικών αδυναμιών του ηλεκτρικού συστήματος και του ρυθμιστικού πλαισίου, οι οποίες πλήττουν πρωτίστως τους μικρούς και μεσαίους παραγωγούς ΑΠΕ.
Στο μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Ένωση μέσα από το πρόγραμμα REPowerEU επιδιώκει την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης και την εγκατάσταση νέων φωτοβολταϊκών μονάδων, με στόχο την επίτευξη ενεργειακής αυτονομίας. Η Ελλάδα έχει θέσει τον δικό της φιλόδοξο στόχο για περισσότερα από 13 GW εγκατεστημένης ισχύος από φωτοβολταϊκά έως το 2030, σχεδόν διπλασιάζοντας τις σημερινές υποδομές.
Η εικόνα που διαμορφώνεται για τα επόμενα χρόνια είναι αντιφατική, καθώς από τη μία, η ηλιακή ενέργεια εδραιώνεται ως ηγέτης στην παραγωγή, με εντυπωσιακή αποδοχή από την κοινωνία και ώριμη τεχνολογική υποδομή. Από την άλλη, τα διαρθρωτικά προβλήματα του δικτύου και η αργή πρόοδος στην αποθήκευση απειλούν την ομαλή ενσωμάτωσή της στο ενεργειακό σύστημα.
Όπως τονίζεται από παράγοντες της αγοράς,το εγχώριο σύστημα σχεδιάστηκε χωρίς τις απαραίτητες δικλείδες στήριξης για τους μικρούς και μεσαίους παραγωγούς. Ο βασικός λόγος είναι η έλλειψη υποδομών αποθήκευσης, κυρίως μπαταριών, οι οποίες θα επέτρεπαν την αξιοποίηση της πλεονάζουσας πράσινης ενέργειας τις ώρες αιχμής. Μέχρι τη νέα χρονιά, το σύστημα παραμένει ουσιαστικά «γυμνό» από αποθήκευση, με αποτέλεσμα η παραγωγή από ΑΠΕ να χάνεται και η αγορά να συνεχίζει να εξαρτάται από ακριβότερες μορφές ενέργειας.
Η αγορά αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό τις πρώτες μονάδες αποθήκευσης που αναμένεται να μπουν στο σύστημα από το 2025, χαρακτηρίζοντάς τες «σταγόνα στον ωκεανό» σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες. Παράλληλα, εκφράζονται έντονες ανησυχίες για καθυστερήσεις και ενστάσεις στη χορήγηση όρων σύνδεσης, γεγονός που ενδέχεται να μεταθέσει χρονικά την ουσιαστική συμβολή των μπαταριών στη σταθεροποίηση της αγοράς. Η αδυναμία του συστήματος να απορροφήσει την παραγόμενη ενέργεια οδηγεί σε συχνές αποσυνδέσεις πάρκων, ιδίως τις ώρες υψηλής ηλιοφάνειας και χαμηλής ζήτησης. Το αποτέλεσμα είναι διπλά αρνητικό: από τη μία χάνονται καθαρές κιλοβατώρες που θα μπορούσαν να μειώσουν το κόστος ηλεκτρισμού και από την άλλη υπονομεύεται η οικονομική βιωσιμότητα χιλιάδων επενδύσεων.
Ιδιαίτερα ευάλωτα εμφανίζονται τα μικρά και μεσαία φωτοβολταϊκά πάρκα, τα οποία δεν διαθέτουν ούτε την οικονομική ευχέρεια ούτε την τεχνογνωσία για να απορροφήσουν τις απώλειες. Ήδη καταγράφονται δεκάδες πωλήσεις τέτοιων έργων, με παραγωγούς να επιλέγουν την έξοδο από την αγορά, καθώς τα έσοδα δεν επαρκούν πλέον για την κάλυψη δανειακών υποχρεώσεων και λειτουργικών εξόδων. Τα πάρκα αυτά περνούν σταδιακά στα χέρια καθετοποιημένων ενεργειακών ομίλων, οι οποίοι διαθέτουν μεγαλύτερη αντοχή στις διακυμάνσεις, πρόσβαση σε χρηματοδότηση και δυνατότητα συμψηφισμού ζημιών και κερδών σε όλο το φάσμα δραστηριοτήτων τους.
Οι αιτίες του προβλήματος
Οι λόγοι πίσω από αυτό το κύμα πωλήσεων είναι πολυπαραγοντικοί. Πρώτον, οι αυξημένες περικοπές μειώνουν απευθείας τα έσοδα των παραγωγών. Δεύτερον, η αβεβαιότητα γύρω από το πότε και με ποιους όρους θα ενσωματωθούν οι μονάδες αποθήκευσης στο σύστημα καθιστά εξαιρετικά δύσκολο τον μακροπρόθεσμο προγραμματισμό. Τρίτον, οι στρεβλώσεις στην αδειοδοτική διαδικασία δημιουργούν άνισους όρους ανταγωνισμού, ευνοώντας όσους έχουν μεγαλύτερη ισχύ και πρόσβαση στα κέντρα λήψης αποφάσεων.
Σε αυτό το ήδη επιβαρυμένο περιβάλλον, ιδιαίτερη σημασία αποκτά η καταγγελία που απέστειλαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή 229 Έλληνες παραγωγοί φωτοβολταϊκών. Οι καταγγέλλοντες κάνουν λόγο για σοβαρές αποκλίσεις από το ευρωπαϊκό πλαίσιο της πράσινης μετάβασης, επισημαίνοντας στρεβλώσεις στη διαδικασία αδειοδότησης έργων αποθήκευσης και άνιση μεταχείριση μεταξύ παραγωγών και επενδυτών. Σύμφωνα με τους ίδιους, το ισχύον καθεστώς ενισχύει τη συγκέντρωση της αγοράς, υπονομεύοντας τη βιωσιμότητα των μικρομεσαίων παραγωγών και, τελικά, την ίδια την ανταγωνιστικότητα του κλάδου των ΑΠΕ.
Οι παραγωγοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής της εξέλιξης. Η συρρίκνωση της βάσης των μικρών επενδυτών δεν αφορά μόνο τους ίδιους, αλλά και τη συνολική αρχιτεκτονική της ενεργειακής μετάβασης. Ένα σύστημα που στηρίζεται αποκλειστικά σε λίγους μεγάλους παίκτες είναι πιο ευάλωτο σε στρεβλώσεις, λιγότερο ευέλικτο και ενδεχομένως πιο ακριβό για τον τελικό καταναλωτή.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα για φωτοβολταϊκό πάρκο ισχύος 500 kW, εγκατεστημένο το 2018 σε αγροτική περιοχή της Θεσσαλίας, χρηματοδοτημένο κατά 60% με τραπεζικό δανεισμό.
Το έργο βασίστηκε σε προβλέψεις σταθερής παραγωγής και περιορισμένων περικοπών. Από το 2023 και μετά, όμως, οι περικοπές αυξήθηκαν σημαντικά, κυρίως την άνοιξη και το φθινόπωρο.
Ο ιδιοκτήτης διαπίστωσε ότι:οι ετήσιες απώλειες ξεπερνούν το 15% της παραγωγής,τα έσοδα δεν επαρκούν πλέον για άνετη εξυπηρέτηση του δανείου,δεν υπάρχει δυνατότητα εγκατάστασης μπαταρίας λόγω κόστους και όρων σύνδεσης 2024 πούλησε το πάρκο σε καθετοποιημένο ενεργειακό όμιλο, σε τίμημα χαμηλότερο από την αρχική αποτίμηση, προκειμένου να «κλειδώσει» την έξοδό του χωρίς περαιτέρω ρίσκο.
Αβεβαιότητα για το μέλλον
Το ερώτημα που τίθεται είναι τι προβλέπεται να γίνει από εδώ και πέρα. Βραχυπρόθεσμα, η εικόνα δεν αναμένεται να αλλάξει δραστικά. Οι πρώτες μπαταρίες που θα εγκατασταθούν το επόμενο έτος θα προσφέρουν ανακούφιση, αλλά δεν θα επαρκούν για να περιορίσουν ουσιαστικά τις περικοπές ή να εξομαλύνουν τις τιμές. Μεσοπρόθεσμα, η αγορά προσδοκά επιτάχυνση των επενδύσεων στην αποθήκευση, απλοποίηση των αδειοδοτικών διαδικασιών και σαφέστερους κανόνες πρόσβασης στο δίκτυο.
Η Ελλάδα αδειοδότησε μέσα σε λίγα χρόνια τεράστιο όγκο φωτοβολταϊκών, χωρίς αντίστοιχη ενίσχυση των δικτύων μεταφοράς και διανομής,της αποθήκευσης ενέργειας, των εργαλείων διαχείρισης ζήτησης.
Το αποτέλεσμα είναι εκτεταμένες περικοπές παραγωγής, κυρίως σε ώρες υψηλής ηλιοφάνειας και χαμηλής κατανάλωσης. Το 2024 οι περικοπές ξεπέρασαν τις 1.800 GWh, με τα φωτοβολταϊκά να υφίστανται τη μεγαλύτερη ζημιά. Για έναν μικρό παραγωγό στην ελληνική περιφέρεια, αυτό μεταφράζεται σε απώλεια εσόδων που δεν είχε προβλεφθεί στο επιχειρηματικό του σχέδιο.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η πίεση προς τα κράτη-μέλη για ενίσχυση της αποθήκευσης και προστασία του ανταγωνισμού αναμένεται να ενταθεί. Αν οι ελληνικές αρχές δεν προχωρήσουν σε διορθωτικές κινήσεις, δεν αποκλείεται να υπάρξουν παρεμβάσεις ή συστάσεις από την Κομισιόν. Το ζητούμενο είναι να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο που θα επιτρέπει στις ΑΠΕ να λειτουργήσουν πραγματικά ως μέρος της λύσης για το ενεργειακό κόστος, χωρίς να οδηγεί σε περαιτέρω συγκέντρωση της αγοράς και έξοδο των μικρών παραγωγών.
(από την εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ»)