Ακριβό το Τίμημα της Πράσινης Μετάβασης

Ακριβό το Τίμημα της Πράσινης Μετάβασης
του Βασίλη Κωστούλα
Δευ, 24 Νοεμβρίου 2025 - 15:47

Το τίμημα της μετάβασης επιβραδύνει τη δυναμική ανάδειξης του πράσινου υποδείγματος, βάζοντας σε πρώτο πλάνο τις κοινωνικοοικονομικές παραμέτρους στη χάραξη των πολιτικών για το κλίμα. Σύμφωνα με έρευνα που διενήργησε το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, σε συνεργασία με τη McKinsey, «στα μισά της δεκαετίας για την παράδοση αποτελεσμάτων, η πράσινη μετάβαση χρειάζεται ένα νέο αφήγημα»

 

Τα στελέχη επιχειρήσεων που συμμετείχαν από όλο τον κόσμο δεν αμφισβήτησαν την ανάγκη αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Υπογράμμισαν όμως την ανάγκη να ληφθούν υπόψη πιο δραστικά οι παράγοντες που απειλούν την ίδια την επιτυχία της ενεργειακής μετάβασης και οι οποίοι εκτείνονται από τον κίνδυνο αναζωπύρωσης του πληθωρισμού μέχρι το πολιτικό ρίσκο στο εσωτερικό των χωρών.

Στην Ελλάδα, η οποία τοποθετείται στην κατηγορία «Αναδυόμενες πράσινες οικονομίες», τα μεγαλύτερα εμπόδια που εντοπίζουν τα στελέχη επιχειρήσεων κατά την πράσινη μετάβαση διαμορφώνονται σαφώς πάνω από τους αντίστοιχους μέσους όρους της έρευνας:

  • Υψηλότερο κόστος ενέργειας και βασικών προϊόντων, 52% στην Ελλάδα (έναντι 37% στον κόσμο).
  • Ρυθμιστική αβεβαιότητα και βάρος συμμόρφωσης, 47% (έναντι 36%).
  • Αργή επιστροφή της επένδυσης, 34% (έναντι 32%).
  • Οργανωτική κουλτούρα και αντίσταση στην αλλαγή, 30% (έναντι 22%).

Τα ευρήματα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ διακρίνουν φαινόμενα άνισης κατανομής της πρόσβασης σε κεφάλαια και χρηματοδότηση για την πράσινη μετάβαση, τόσο μεταξύ των χωρών όσο και στο εσωτερικό τους. Κυρίως όμως καταγράφουν πιέσεις κόστους, ιδίως στους τομείς της ενέργειας και της γεωργίας, οι οποίες εγείρουν ανησυχίες ως προς τους στόχους της ανταγωνιστικότητας και των προσιτών τιμών. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνα αναμένουν κατά 51% αύξηση των τιμών λόγω της πράσινης μετάβασης σε τουλάχιστον έναν βασικό κλάδο της χώρας τους. Ο αντίκτυπος του υψηλότερου κόστους ενέργειας στην ανταγωνιστικότητα εμφανίζεται ενισχυμένος σε χώρες όπου ο πληθυσμός είναι πιο διασκορπισμένος και οι αγροτικές περιοχές έχουν μεγαλύτερο κοινωνικοοικονομικό αποτύπωμα. «Καθώς το κόστος του άνθρακα αυξάνεται και ορισμένες λύσεις έντασης άνθρακα απαγορεύονται εντελώς», τα αγαθά και οι υπηρεσίες ενδέχεται να γίνουν λιγότερο προσιτά ή προσβάσιμα για ορισμένα τμήματα του πληθυσμού.

«Σε πολλές χώρες έχει ενισχυθεί η ανισότητα στο εσωτερικό τους, γεγονός που περιορίζει τις οικονομικές ευκαιρίες και συμβάλλει σε πολιτικά χάσματα γύρω από βασικά ζητήματα. Η εγχώρια ανισότητα εισοδήματος διευρύνεται, αντιπροσωπεύοντας ένα αυξανόμενο μερίδιο της παγκόσμιας ανισότητας από τη δεκαετία του 1980 και άλλωστε αναγνωρίζεται από τον 10ο Στόχο Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ. Στις περιπτώσεις όπου η αυξανόμενη ανισότητα συνδυάζεται με επίμονα υψηλό πληθωρισμό –πάνω από τον ρυθμό αύξησης του εισοδήματος όσων βρίσκονται χαμηλότερα στην κατανομή– μπορεί να οδηγήσει σε μια σειρά κοινωνικοοικονομικών προκλήσεων, ιδίως όσον αφορά την πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες για ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες. Καθώς οι οικονομικές ευκαιρίες για τα νοικοκυριά αποκλίνουν, η αύξηση της ανισότητας μπορεί να συμβάλει σε μια ευρύτερη διάβρωση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς, εάν οι άνθρωποι πιστεύουν ότι τα συμφέροντά τους δεν εξυπηρετούνται, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη», αναφέρεται στην έκθεση που συνοδεύει την έρευνα.

Τα ζητήματα που προκύπτουν από την άνοδο των τιμών λόγω της ενεργειακής μετάβασης συμπίπτουν με ένα ευρύτερα απαιτητικό μακροοικονομικό περιβάλλον. Σύμφωνα με τα ευρήματα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, «μετά το μεγαλύτερο πληθωριστικό επεισόδιο των τελευταίων 50 ετών, η παγκόσμια οικονομία ενδέχεται να οδεύει προς έναν νέο κύκλο υψηλότερου πληθωρισμού και κόστους κεφαλαίου. Το 2022, ο παγκόσμιος πληθωρισμός κορυφώθηκε στο 8,6%, με την παραγωγή και την κατανάλωση να διαταράσσονται από την πανδημία, την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την αύξηση των κρατικών επενδύσεων σε πολλές οικονομίες, συν τοις άλλοις, λόγω της αύξησης των αμυντικών δαπανών. Ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει από τότε και αναμένεται να διαμορφωθεί στο 4,2% παγκοσμίως το 2025, εξακολουθώντας να είναι υψηλότερος από ό,τι στο μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 2010. Η παγκόσμια νομισματική πολιτική τα τελευταία χρόνια γενικά έχει ακολουθήσει την πορεία της σύσφιγξης, καθώς οι κεντρικές τράπεζες αντιμετωπίζουν πληθωρισμό που οφείλεται σε θεμελιώδεις παγκόσμιες τάσεις, συμπεριλαμβανομένων των διαταραχών του εμπορίου και της αλυσίδας εφοδιασμού. Αυτό, με τη σειρά του, μπορεί να επηρεάσει τον δημοσιονομικό χώρο και τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, καθώς και να αυξήσει το κόστος επενδύσεων για τον ιδιωτικό τομέα, επηρεάζοντας την οικονομική βιωσιμότητα έργων και επιχειρήσεων».

Στο τέλος της ημέρας, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ και η McKinsey συμπεραίνουν ότι η δράση για το κλίμα θα πρέπει να θέσει στο επίκεντρο τους ίδιους τους ανθρώπους, ενσωματώνοντας κοινωνικοοικονομικές παραμέτρους στον σχεδιασμό της πράσινης μετάβασης: «Για να πετύχει η δράση για το κλίμα, τα σχέδια του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα πρέπει να λειτουργούν για τους ανθρώπους και την οικονομία».

Σε ό,τι αφορά την αγορά εργασίας, ο συνδυασμένος αντίκτυπος των πολιτικών προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή και της ανάπτυξης τεχνολογιών πράσινης ενέργειας εκτιμάται ότι θα διαταράξει 14,4 εκατομμύρια θέσεις εργασίας παγκοσμίως έως το 2030. Ωστόσο, ο συνολικός αντίκτυπος στην απασχόληση φαίνεται πως θα είναι θετικός, δημιουργώντας 9,6 εκατομμύρια θέσεις εργασίας – στον αντίποδα, εκτιμάται ότι θα χαθούν 2,4 εκατομμύρια θέσεις εργασίας.

(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr