Αυτό που συμβαίνει στην ελληνική αμυντική πολιτική είναι για πολλούς και πολλές μια επανάσταση κατά κυριολεξία. Μπορεί να διατυπώνονται ενστάσεις, άλλες λιγότερο ή περισσότερο αξιοπρόσεκτες, αλλά δεν μπορεί εύκολα να αμφισβητηθεί ότι μετά από δεκαετίες μετασχηματίζεται με ριζοσπαστικό τρόπο η άμυνα της χώρας.

Για κάποιους ρέκτες της ελληνικής στρατιωτικής ιστορίας, ίσως είναι η πιο ουσιαστική ανασυγκρότηση των Ενόπλων Δυνάμεων μετά την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ.

Και, βεβαίως, υπακούει στη διεθνή συγκυρία, στις ανάγκες που γεννά ένα παγκόσμιο στρατηγικό τοπίο σε βίαιη μετάβαση. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 υπήρξε σταθμός για τη συζήτηση περί άμυνας και πολέμου σε μια εποχή σύγκρουσης αναθεωρητισμών. Η κλίμακα της εισβολής με στόχο την εξαφάνιση της ουκρανικής κρατικής υπόστασης ήταν τεράστια. Τα συμπεράσματα σε τακτικό, επιχειρησιακό και προφανώς σε στρατηγικό επίπεδο, ήδη θεωρούνται όχι απλώς πολύτιμα, αλλά κρίσιμα για το μέλλον.

Ενα μέλλον που έχει ήδη ξεκινήσει. Αρκεί να δει κανείς τον ρυθμό με τον οποίο αυξάνονται οι αμυντικές δαπάνες διεθνώς και κυρίως το πόσο ραγδαία μεταλλάσσεται το φαινόμενο της ένοπλης σύγκρουσης με τη σχεδόν οργουελική εξέλιξη της τεχνολογίας.

Οι μεταρρυθμίσεις στην ελληνική περίπτωση έρχονται κατά κύματα και πλέον φαίνεται να αγγίζουν κάθε πτυχή της εθνικής άμυνας. Μακροπρόθεσμος προγραμματισμός προμηθειών, σύγκρουση με ζητήματα ταμπού στην εξέλιξη των στελεχών, συστηματικότερη προσπάθεια ενίσχυσης της εγχώριας καινοτομίας και παραγωγής, ένταξη νέων τεχνολογιών, εκπαίδευση, μέριμνα, αξιολόγηση, ανασυγκρότηση της εφεδρείας, μισθολογική μεταρρύθμιση και βούληση αντιμετώπισης δομικών προβλημάτων της καθημερινότητας στις Ενοπλες Δυνάμεις, κ.λπ. Επιπλέον, στρατηγική συνεργασία με χώρες όπως το Ισραήλ, που μπορεί να επιταχύνει θεαματικά τη μετάβαση στη νέα εποχή και πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού. 

Η αφετηρία παραμένει σταθερή. Η απόλυτη προτεραιότητα είναι η αξιόπιστη αποτροπή διαχρονικών απειλών, αλλά και νέων κινδύνων. Η Ελλάδα επιχειρεί με συστηματικό τρόπο –και αυτό πρέπει να αντιμετωπίζεται από όσους και όσες συμμερίζονται τις διεθνείς και περιφερειακές προκλήσεις– να αποκαταστήσει την ισορροπία στη θάλασσα και να διατηρήσει για κάποιο διάστημα τουλάχιστον ένα ουσιαστικό πλεονέκτημα στον αέρα, με δυνατότητες προβολής ισχύος στην Κύπρο.

Τίποτε δεν είναι εύκολο, τίποτε δεν είναι αυτονόητο σε μια χώρα όπου για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας όλοι έχουν ισχυρή άποψη και είναι έτοιμοι και έτοιμες να απαξιώσουν μια συζήτηση που είναι συνυφασμένη με το μέλλον της χώρας, της ασφάλειας και της ευημερίας της. Και αυτός είναι ο μεγάλος κίνδυνος… Η συζήτηση που έχει ήδη ανοίξει έχει έναν στόχο: την επίτευξη μιας στρατηγικής, δηλαδή μακροπρόθεσμης συναίνεσης, τουλάχιστον γύρω από τα βασικά.

Η δημόσια διαβούλευση είναι απολύτως κρίσιμη διαδικασία. Χωρίς ευρεία συναίνεση, ο κίνδυνος απαξίωσης και υπονόμευσης της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας είναι βέβαιος. Υπάρχουν πεδία πολιτικής που χωρίς συμφωνία στα θεμελιώδη τίποτε δεν προχωρά. Ακόμη και εκεί που καταγράφεται συναίνεση, τίποτε δεν είναι εξασφαλισμένο στην Ελλάδα. Ο «νόμος Διαμαντοπούλου» είναι και θα παραμείνει μια εμβληματική περίπτωση, όταν οι κυβερνήσεις μετά το 2015 τον κατήργησαν σε μία στιγμή – και ήταν ο μόνος που εκείνες οι κυβερνήσεις «σκότωσαν», μαζί και τη σημασία της συναίνεσης.

Αρα, τίποτε δεν είναι αυτονόητο. Η συνέχεια είναι το στρατηγικό ζητούμενο. Η ειλικρινής διαβούλευση είναι ζωτικής σημασίας για να διορθωθούν τυχόν αστοχίες και να θωρακιστεί όσο είναι πολιτικά εφικτό μια τέτοια βαθιά τομή. Και, βεβαίως, ο διάβολος κρύβεται στην εφαρμογή και στις πολιτικές αντιστάσεις απέναντι στις αντιδράσεις όσων θεωρούν ότι θίγονται.

 

*Ο Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και πρόεδρος του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων 

Από το Protagon.gr

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr