Σε βαθιά κρίση οδεύει η αγορά καυσίμων της Ρωσίας εξαιτίας των συνεχιζόμενων επιθέσεων της Ουκρανίας στον τομέα downstream. Σύμφωνα με υπολογισμούς, 16 από τα 38 ρωσικά διυλιστήρια έχουν πληγεί από τον Αύγουστο, με τους αναλυτές να εκτιμούν πως η ρωσική βιομηχανία επεξεργάστηκε 7% χαμηλότερες ποσότητες καυσίμων. Παραδοσιακά, οι μονάδες διύλισης τροφοδοτούνταν με 5,4 εκατομμύρια βαρέλια αργού σε ημερήσια βάση τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο, ενώ η φετινή τροφοδοσία έχει πέσει κάτω από τα 5 εκατομμύρια bpd. Ως εκ τούτου, τα ρωσικά διυλιστήρια έχουν μειώσει την παραγωγή τους.
Ο τομέας του ντίζελ παραμένει ισχυρός, καθώς η Ρωσία παράγει 50% περισσότερο ντίζελ από εκείνο που καταναλώνει. Το πλεονέκτημα αυτό θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό διότι το ντίζελ είναι το καύσιμο επιλογής όχι μόνο για την αγροτική παραγωγή, αλλά και τις στρατιωτικές δυνάμεις. Συνεπώς, μία έλλειψη ντίζελ θα σηματοδοτούσε ουσιαστικές δυσκολίες στη συντήρηση του μετώπου στην Ουκρανία. Μολονότι δεν καταγράφονται ελλείψεις στο ντίζελ, το Κρεμλίνο εξετάζει την πιθανότητα απαγόρευσης εξαγωγών του καυσίμου. Τα μέτρα αυτά θα εφαρμόζονταν πρώτα κατά των μεταπωλητών, δηλαδή των εκείνων που αγοράζουν ντίζελ εντός Ρωσίας και το εξάγουν.
Οι μεγάλες ελλείψεις καταγράφονται στον τομέα της βενζίνης. Η ρωσική κυβέρνηση έχει ήδη επιβάλει απαγορεύσεις στις εξαγωγές καυσίμων, οι οποίες θα συνεχίζουν να ισχύουν πιθανότατα μέχρι το τέλος του πολέμου. Εντούτοις, αυτή η κίνηση δεν έχει αμβλύνει το πρόβλημα για τους εγχώριους καταναλωτές. Η κρίση ξεκίνησε από τα δύο άκρα της ρωσικής επικράτειας, την κατεχόμενη Κριμαία στα δυτικά και την Άπω Ανατολή στα ανατολικά. Στη συνέχεια επεκτάθηκε σε περιφέρειες όπως η περιοχή του Βόλγα, η κεντρική, και η νότια Ρωσία. Τα ανεξάρτητα πρατήρια, τα οποία συνιστούν το 40% της εγχώριας αγοράς, είναι εκείνα που βιώνουν τις εντονότερες διακοπές στην τροφοδοσία, καθώς οι καθετοποιημένοι πετρελαϊκοί όμιλοι δίνουν προτεραιότητα στις δικές του αλυσίδες. Οι τύποι βενζίνης Ai 92 και Ai 95 είναι οι πιο σπάνιοι επί του παρόντος.
Όμως, η κρίση αυτή προσφέρει και μία ευκαιρία για τη Μόσχα. Μπορεί οι εξαγωγές πετρελαιοειδών να έχουν μειωθεί λόγω των περιορισμών στη διύλιση, όμως οι εξαγωγές αργού έχουν φτάσει σε υψηλά 16μήνου τις τελευταίες εβδομάδες. Οι ουκρανικές επιθέσεις συμπίπτουν με την απόφαση του OPEC+ να αυξήσει την ημερήσια παραγωγή. Με αυτά τα δεδομένα, η Ρωσία έχει πολύ μεγαλύτερες ποσότητες ακατέργαστου πετρελαίου που μπορεί να εξάγει. Σε συνδυασμό με τις χαμηλές τιμές— οι ποιότητες Urals έπεσαν στα 59 δολάρια/βαρέλι την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου και πλέον κινούνται λίγο πιο πάνω από τα 61 δολάρια/βαρέλι— οι μεγάλοι πελάτες του Κρεμλίνου ενισχύουν τα αποθέματά τους.

Οι εβδομαδιαίες εξαγωγές ρωσικού αργού ανά προορισμό. Πηγή: Bloomberg.
Αξίζει να σημειωθεί πως η Ουκρανία έχει επιτεθεί και σε μονάδες παραγωγής, αποθήκευσης, μεταφοράς, και εξαγωγής πετρελαίου. Αλλά αυτές οι επιθέσεις δεν φαίνονται να επηρεάζουν το θαλάσσιο εμπόριο της χώρας. Αντιθέτως, οι Ρώσοι εξαγωγείς έχουν μεταφέρει τα φορτία τους σε άλλα λιμάνια, ώστε να αποφύγουν τις διακοπές που έχουν σημειωθεί σε κόμβους όπως το Πριμόρσκ.
Παρόλα αυτά, αρκετοί αναλυτές τονίζουν τη σημασία των ουκρανικών επιθέσεων κατά της ενεργειακής βιομηχανίας της Ρωσίας. Οι ρωσικές δυνάμεις είχαν στοχοποιήσει τις ουκρανικές ενεργειακές υποδομές από την αρχή της σύγκρουσης το 2022, προσπαθώντας αφενός να υπονομεύσουν το ηθικό των Ουκρανών, και αφετέρου να πλήξουν την οικονομία της χώρας. Η ικανότητα των ουκρανικών δυνάμεων να πλήξουν στόχους εντός της ρωσικής επικράτειας χωρίς ουσιαστικές απώλειες προσωπικού συνιστά μία από τις λίγες πραγματικές επιτυχίες της στρατηγικής του Κιέβου.