πρόσφατη κίνηση του Λευκού Οίκου κατά οποιασδήποτε πράσινης πολιτικής. Μπορεί τα διεθνή μίντια να ασχολούνται με τη στάση του Ντόναλντ Τραμπ έναντι της Ρωσίας, τις απόψεις του για την ελευθερία του λόγου, ή τη σχέση του με τον Ταγίπ Ερντογάν, όμως ο Αμερικανός Πρόεδρος ασχολείται με πολλά ζητήματα που συχνά δεν προσελκύουν τα φώτα της δημοσιότητας. Ένα από αυτά είναι η συνεχιζόμενη “σταυροφορία” της κυβέρνησής του, αλλά και του Ρεπουμπλικανικού κόμματος ευρύτερα εναντίον των πράσινων τεχνολογιών και υπέρ των ορυκτών καυσίμων. Πιο πρόσφατα, το επιτελείο Τραμπ φαίνεται να έχει στρέψει την προσοχή του προς την Παγκόσμια Τράπεζα, έναν οργανισμό-κλειδί για τη χρηματοδότηση έργων στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Το βασικό αίτημα της αμερικανικής ηγεσίας είναι η συμπερίληψη των επενδύσεων σε υδρογονάνθρακες στα χρηματοδοτικά προγράμματα της Παγκόσμιας Τράπεζας, με έμφαση στο φυσικό αέριο. Ο Τραμπ αποτελεί έναν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές των ορυκτών καυσίμων και πολέμιους της καθαρής ενέργειας. Εντούτοις, η προσέγγιση αυτή δεν περιορίζεται μόνο επί αμερικανικού εδάφους, ούτε μόνο στις δυνητικές ενεργειακές εξαγωγές των ΗΠΑ. Αντιθέτως, ο ένοικος του Λευκού Οίκου επιδιώκει να επαναφέρει την εξόρυξη υδρογονανθράκων στις χώρες όπου είχε περιοριστεί, αλλά και να την αναπτύξει σε μέχρι σήμερα ανεκμετάλλευτές περιοχές του πλανήτη. Ως εκ τούτου, η εμμονή του Τραμπ δεν είναι τόσο η «αμερικανική παγκόσμια κυριαρχία στην ενέργεια», όσο η υπονόμευση της πράσινης μετάβασης σε διεθνές επίπεδο.
Εντούτοις, η προσωπική ατζέντα του Τραμπ συγκρούεται με την πρόσφατα παγιωμένη πολιτική της Παγκόσμιας Τράπεζας. Ο οργανισμός είχε αποφασίσει τον τερματισμό της χρηματοδότησης όλων των επενδύσεων που σχετίζονται με τα ορυκτά καύσιμα το 2018, με την απαγόρευση να ξεκινά το 2019. Το 2023, η Παγκόσμιας Τράπεζα είχε δηλώσει πως επιθυμεί να αξιοποιήσει το 45% τουλάχιστον της συνολικής χρηματοδότησης που προσφέρει σε έργα που σχετίζονται με το κλίμα εντός του 2025. Τον Ιούνιο, το Διοικητικό Συμβούλιο ενέκρινε την έναρξη χρηματοδότησης έργων πυρηνικής ενέργειας, ανατρέποντας μία πολιτική δεκαετιών, με τη δικαιολογία πως αυτή είναι μία εναλλακτική προς τους μηδενικούς ρύπους. Τότε, η συζήτηση για την πιθανότητα δανεισμού προς έργα φυσικού αερίου είχε αναβληθεί.
Η άσκηση πιέσεων κατά πάσα πιθανότητα θα αναγκάσει τη διοίκηση του οργανισμού να επανεξετάσει το θέμα. Θεωρητικά, ο Τραμπ έχει την εξουσία να επηρεάσει τη δομή του Διοικητικού Συμβουλίου, καθώς αφενός οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος και χρηματοδότης, ενώ αφετέρου ο Αμερικανός Πρόεδρος εθιμοτυπικά προτείνει τον επόμενο Πρόεδρο της Παγκόσμιας Τράπεζας. Ωστόσο, οι ΗΠΑ δεν είναι η μόνη χώρα που έχει δικαίωμα ψήφου και διορισμού μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. Ως εκ τούτου, μία προσπάθεια επιβολής των αμερικανικών θέσεων σε βάρος των άλλων μελών δεν είναι τόσο εύκολη.
Ταυτόχρονα, η Παγκόσμια Τράπεζα δεν είναι ο μόνος διεθνής οργανισμός που έχει μπει στο στόχαστρο της Ουάσιγκτον μετά την επιστροφή του Τραμπ. Πέρα από τον ΟΗΕ και όλους τους σχετικούς οργανισμούς, ο Τραμπ έχει επίσης προσπαθήσει να πιέσει τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας σχετικά με το ζήτημα των ορυκτών καυσίμων. Μάλιστα, οι Ρεπουμπλικάνοι στο Κογκρέσο έχουν απειλήσει τον ΙΕΑ με παύση χρηματοδότησης. Αρκετοί αναλυτές προειδοποιούν πως η συμπεριφορά των ΗΠΑ, ειδικά όταν καταλήγει σε απόσυρση από τους διεθνείς οργανισμούς ωφελεί μόνο τα κράτη που επιθυμούν να ανατρέψουν την αμερικανική ηγεμονία, όπως η Κίνα. Αν και θα ήταν δύσκολο για τα υπόλοιπα μέλη να καλύψουν το κενό που θα άφηνε η Ουάσιγκτον στην Παγκόσμια Τράπεζα, η εξέλιξη αυτή θα επέτρεπε στο Πεκίνο να ελέγξει έναν από τους κρισιμότερους μηχανισμούς δανεισμού, ενισχύοντας το πλεονέκτημα που έχει εξασφαλίσει μέσω των προγραμμάτων περιφερειακής ανάπτυξης όπως η Belt & Road Initiative.