Παρ’ όλα αυτά, οι αντιδράσεις στις αγορές και στην οικονομική δραστηριότητα ανά τον κόσμο ήταν απροσδόκητα συγκρατημένες: η διεθνής οικονομία αναπτύσσεται, οι μετοχές εκτινάχθηκαν και οι ανησυχίες για άνοδο του πληθωρισμού κατευνάστηκαν.
Εξακολουθούν να υπάρχουν, βέβαια, φόβοι για επιδείνωση της κατάστασης, αλλά πρόκειται για πολύ ηπιότερες προσδοκίες σε σύγκριση με τις χείριστες προβλέψεις που ακούστηκαν στην αρχή της θητείας του Τραμπ, όταν τα στοιχήματα για ύφεση αυξήθηκαν, οι αγορές έκαναν βουτιά και γινόταν λόγος για μια χαμένη χριστουγεννιάτικη περίοδο λόγω της κατάρρευσης του παγκόσμιου εμπορίου.
«Η παγκόσμια οικονομία συνεχίζει να επιδεικνύει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα εν μέσω αυξημένης αβεβαιότητας στο ρυθμιστικό περιβάλλον και στην πολιτική σκηνή», έγραψαν πρόσφατα οικονομολόγοι της BNP Paribas, λέγοντας ότι μεταξύ άλλων υπάρχουν «υποστηρικτικές χρηματοοικονομικές συνθήκες, ισχυροί ισολογισμοί νοικοκυριών και επιχειρήσεων, η υπόσχεση μιας τόνωσης της παραγωγικότητας μέσω της τεχνητής νοημοσύνης και χαμηλότερες τιμές ενέργειας».
Πιθανώς ο σημαντικότερος παράγοντας είναι ότι o χειρότερος από τους φόβους που εκφράστηκαν στην αρχή του έτους, δηλαδή ένας παγκόσμιος εμπορικός πόλεμος με συνεχώς αυξανόμενους δασμούς που θα παρέλυε τις παγκόσμιες αποστολές προϊόντων, δεν έχει μέχρι στιγμής υλοποιηθεί.
Οι ΗΠΑ έχουν συνάψει συμφωνίες με άλλες εξαγωγικές χώρες στην Ευρώπη και στην Ασία, αν και ατελείς. Και παρότι επικρατεί αβεβαιότητα, οι τελικοί δασμοί είναι χαμηλότεροι από αυτούς που αναμένονταν αρχικά και διαμορφώνονται σε ένα επίπεδο, το οποίο κρίνεται διαχειρίσιμο.
Επίσης, ενώ ο Τραμπ έχει επιχειρήσει να αποπέμψει τον επικεφαλής της Fed και να απολύσει έναν από τους αξιωματούχους της, οι αγορές φαίνεται πως αποφάσισαν να αγνοήσουν το ενδεχόμενο μεγαλύτερης πολιτικής επιρροής στη νομισματική πολιτική, μέχρι πράγματι να συμβεί.
Αυτή η ασταθής νηνεμία έχει δώσει ένα περιθώριο για ανάσες στην υπόλοιπη διεθνή οικονομία. Παρά την επιβράδυνση, η κεντρική τράπεζα της Κίνας άφησε αμετάβλητα τα επιτόκια δανεισμού αυτή την εβδομάδα. Οι αναλυτές έκριναν ότι οι ανθεκτικές εξαγωγές και το ράλι των μετοχών επέτρεψαν στους αξιωματούχους να αποφύγουν νέα μέτρα στήριξης.
Επίσης, η Ευρωζώνη εμφανίζει καλύτερες επιδόσεις από το προσδοκώμενο. Η ΕΚΤ ανέβασε την περασμένη εβδομάδα τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη στο 1,2% φέτος από 0,9% πέρυσι. Η Ιταλία «συγυρίζει» τα δημόσια οικονομικά της. Η ισπανική ανάπτυξη δεν φαίνεται να σταματά: η κεντρική τράπεζα ανέβασε την πρόβλεψη για την ανάπτυξη στο 2,6% φέτος, καθώς ο τουρισμός και άλλοι τομείς στηρίζουν την εγχώρια ζήτηση. Η μεγαλύτερη οικονομία του μπλοκ, η γερμανική, αναμένεται να ξεπεράσει τη στασιμότητα αυτού του έτους, καθώς κατευθύνεται προς ανάπτυξη 1,5%-2% το 2026 και το 2027, εφαρμόζοντας φοροαπαλλαγές και ένα τεράστιο πακέτο δαπανών σε υποδομές και άμυνα.
Στο μεταξύ, οι αξιωματούχοι της Ιαπωνίας προσπαθούν να εξηγήσουν το εύθυμο κλίμα της βιομηχανίας, το οποίο ανέρχεται σε υψηλό τουλάχιστον τριών ετών. Τέλος, οι αναδυόμενες οικονομίες διατηρούνται σε καλά επίπεδα χάρη στην εξασθένηση του δολαρίου. Η αίσθηση αυτής της ηρεμίας ωστόσο δεν βασίζεται στα πιο σταθερά θεμέλια, ενώ από την Ιαπωνία μέχρι τη Γερμανία έχουν αρχίσει να εμφανίζονται ενδείξεις επιβάρυνσης στους εξαγωγείς, αν και ηπιότερες απ’ όσο φοβούνταν αρχικά.
«Η πιο εύλογη εξήγηση είναι ότι ο αντίκτυπος των δασμών χρειάζεται κάποιον χρόνο για να φανεί», είπε αυτό τον μήνα ο αντιπρόεδρος της κεντρικής τράπεζας της Ιαπωνίας, Ριόζο Χιμίνο, προειδοποιώντας ότι «η αμερικανική κυβέρνηση μπορεί να εφαρμόσει πολιτικές που δεν έχουμε προβλέψει».
Αλλοι εντοπίζουν μια έλλειψη ρεαλισμού στους επενδυτές για την πραγματική υγεία της αμερικανικής οικονομίας. Ο επικεφαλής της Fed, Τζερόμ Πάουελ, αναγνώρισε ότι υπάρχει συγκέντρωση της αμερικανικής ανάπτυξης στις επενδύσεις που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη και τις δαπάνες από υψηλόμισθους καταναλωτές. Στο μεταξύ, η αγορά κατοικιών είναι ασθενής, οι προσλήψεις σε χαμηλά επίπεδα και ορισμένα αποτελέσματα από τις διάφορες πολιτικές του Τραμπ αναμένεται να φανούν σε βάθος χρόνου, όπως η πίεση που άσκησε προς τα πανεπιστήμια, η μείωση των επενδύσεων στην έρευνα και η απόκτηση μεριδίων σε επιχειρήσεις από την αμερικανική κυβέρνηση.
(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)