Στην Ευρώπη, ως χαρακτηριστικά παραδείγματα αναφέρονται το Βέλγιο, η Ισπανία και η Ελλάδα, όπου οι δείκτες έντασης του υδατικού στρες συχνά αγγίζουν επίπεδα από 80 έως 100, πολύ πάνω από το όριο του 40 που θεωρείται επικίνδυνο.
Τα κέντρα δεδομένων που χρησιμοποιούν ψύξη με βάση το νερό καταναλώνουν σημαντικές ποσότητες υδάτων. Καθώς οι εταιρείες κατασκευάζουν data centers για να καλύψουν την αυξανόμενη ζήτηση για τεχνητή νοημοσύνη, η έλλειψη νερού αποτελεί έναν όλο και πιο σημαντικό παράγοντα κατά την επιλογή της τοποθεσίας των εγκαταστάσεων αυτών.
Η μέση έκθεση της βιομηχανίας των data centers σε έλλειψη νερού προβλέπεται να είναι υψηλή τη δεκαετία του 2020, αν και αυτό ποικίλλει σημαντικά ανά περιοχή. Οι χώρες της Μέσης Ανατολής, το Βέλγιο, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Χιλή, το Περού και το Μεξικό είναι μεταξύ των τοποθεσιών που προβλέπεται να αντιμετωπίσουν τη μεγαλύτερη έλλειψη νερού. Οι περιοχές με υψηλό υδατικό στρες χαρακτηρίζονται από υψηλό ανταγωνισμό για τους υδάτινους πόρους αλλά χαμηλή διαθεσιμότητα.
Μέχρι τη δεκαετία του 2050, περίπου το 45% των 9.055 κέντρων δεδομένων που εξέτασε στην ανάλυσή της η S&P Global προβλέπεται ότι θα έχουν υψηλή έκθεση σε υδατικό στρες, από 43% τη δεκαετία του 2020.
Παρόλο που οι κίνδυνοι λειψυδρίας αυξάνονται, η έκθεση εκτιμά ότι η οικονομική τους σημασία θα περιοριστεί βραχυπρόθεσμα, καθώς το κόστος προμήθειας νερού αντιπροσωπεύει ένα μικρό ποσοστό του συνολικού λειτουργικού κόστους του κλάδου. Κι αυτό γιατί οι αναπτυσσόμενες εταιρείες μπορούν να διαχειριστούν την έκθεση σε υδατικό στρες μέσω επενδύσεων προσαρμογής και ανθεκτικότητας, όπως η χρήση επεξεργασμένων λυμάτων για ψύξη αντί για πόσιμο νερό. Ωστόσο, η S&P Global αξιολογεί το υδατικό στρες ως μια αναδυόμενη μακροπρόθεσμη επιχειρηματική παράμετρο, ειδικά καθώς η προσοχή στη χρήση νερού σε περιοχές που αντιμετωπίζουν υδατικό στρες αυξάνεται στο πλαίσιο των εξελισσόμενων πολιτικών διαχείρισης των υδάτων.

Το υδατικό στρες (με σκούρο πράσινο χρώμα) και τα data centers στην Ευρώπη το 2050 (πηγή: S&P Global)
Μάλιστα, εκτιμάται ότι η εικόνα αναμένεται να επιδεινωθεί ήδη μεσοπρόθεσμα, καθώς έως το 2050 περίπου το 45% των κέντρων δεδομένων θα λειτουργεί σε περιοχές με υψηλό υδατικό στρες. Κι αυτό γιατί το 2% των εγκαταστάσεων (285 data centers) που σήμερα βρίσκονται σε περιοχές με χαμηλό στρες, θα βρεθούν αντιμέτωπες με τις συνέπειες της επιδείνωσης της υγείας και λειτουργίας των φυσικών οικοσυστημάτων.
Εξάλλου, ήδη ορισμένες περιοχές με σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης για τα data centers αντιμετωπίζουν ήδη υψηλό υδατικό στρες. Στην Ινδία και την Αυστραλία, για παράδειγμα, το 60% έως 80% των λειτουργικών αναπτυσσόμενων περιοχών προβλέπεται να αντιμετωπίσουν υψηλή υδατική πίεση αυτή τη δεκαετία. Ο μέσος δείκτης υδατικού στρες όσον αφορά τα κέντρα δεδομένων για αυτές τις χώρες είναι 62 και 66, αντίστοιχα. Παρά την εγκατεστημένη ισχύ τους παρόμοια με την Ιταλία (έως 500 MW, σύμφωνα με την έρευνα 451 της S&P Global), τα βραζιλιάνικα περιουσιακά στοιχεία έχουν χαμηλότερη έκθεση σε υδατική πίεση, με μόνο το 8% των data centers στη χώρα να βρίσκονται σε περιοχές υψηλού υδατικού στρες ή με μέσο δείκτη υδατικού στρες για τα data centers 26 τη δεκαετία του 2020. Αυτό συμβαίνει επειδή τα πιο πολλά κέντρα δεδομένων της Βραζιλίας βρίσκονται σε περιοχές με χαμηλό ανταγωνισμό σε νερό και λογική διαθεσιμότητα. Η έκθεση επισημαίνει ότι τα δεδομένα σε επίπεδο χώρας συχνά αποκρύπτουν σημαντικές διακυμάνσεις εντός της κάθε χώρας στην αντιστοίχιση της τοποθεσίας των data centers και της διαθεσιμότητας νερού, κάτι που θα μπορούσε να είναι σημαντικό, καθώς τα αποθέματα νερού είναι σε μεγάλο βαθμό τοπικά.
Συμπερασματικά, όπως υπογραμμίζουν οι αναλυτές της S&P, η διαχείριση του νερού θα αναδειχθεί σε παράγοντα στρατηγικής σημασίας για τη βιομηχανία των data centers τις επόμενες δεκαετίες, μεταξύ άλλων υπαγορεύοντας την κατεύθυνση της γεωγραφικής επέκτασης αυτών των δραστηριοτήτων.