Οταν στις 10 Σεπτεμβρίου η Chevron κατέθεσε επίσημη προσφορά για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στα «οικόπεδα» νότια της Κρήτης, ολοκληρωνόταν ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής ενεργειακής στρατηγικής που σχεδιάστηκε πριν από τουλάχιστον 15 χρόνια. Αυτό από μόνο του συνιστά επιτυχία, ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί τελικά, δηλαδή από το αν

οι ενδείξεις που υπάρχουν για εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα επιβεβαιωθούν. Το δεδομένο πλέον ενδιαφέρον του αμερικανικού ενεργειακού κολοσσού μπορεί να είναι «gamechanger» μεσοπρόθεσμα.

Η οικονομική διάσταση είναι προφανής σε όλες και όλους που έχουν στοιχειώδη εξοικείωση με τη διεθνή πολιτική της ενέργειας. Πέρα από το τι μπορεί να σηματοδοτήσει μακροπρόθεσμα για την εθνική οικονομία η ανακάλυψη και εκμετάλλευση φυσικού αερίου –άλλωστε ήδη από το 2023 υπάρχει το Εθνικό Ταμείο Αλληλεγγύης Γενεών με σαφή προσανατολισμό για τα τυχόν έσοδα–, η κίνηση της κοινοπραξίας είναι χωρίς αμφιβολία κρίσιμη.

Η προοπτική η χώρα να αποκτήσει δικούς της ενεργειακούς πόρους συνιστά από μόνη της εξέλιξη που «αποσταθεροποιεί» τις θέσεις και προσδοκίες άσπονδων φίλων και των κηδεμονευομένων τους στην περιοχή και μπορεί υπό προϋποθέσεις είτε να δημιουργήσει συνθήκες παρατεταμένης έντασης και κρίσης είτε να θέσει σε κίνηση διαδικασίες διαπραγμάτευσης με στόχο την επίλυση των διαφορών οριοθέτησης που υπάρχουν στην Ανατολική Μεσόγειο.

Από τον χειμώνα του 2019 όταν και ανακοινώθηκε το τουρκολιβυκό μνημόνιο, η Αθήνα δεν είχε άλλη επιλογή από το να εγκαταλείψει την παλιά στρατηγική λογική της σχετικής ακινησίας. Οριοθέτησε με όρους επείγοντος με Ιταλία και Αίγυπτο, ανέπτυξε συνεργασίες με στρατηγικό βάθος με Γαλλία, Ισραήλ, Αίγυπτο και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, προσέγγισε αναδυόμενες δυνάμεις όπως η Ινδία και πάνω απ’ όλα αναβάθμισε τις σχέσεις με τις ΗΠΑ. 

Γενικά, η Αθήνα προσπάθησε και προσπαθεί να εφαρμόσει μια πραγματικά περιφερειακή στρατηγική σχετικής ανάσχεσης και εξισορρόπησης της τουρκικής παρουσίας. Κάτι εξαιρετικά δύσκολο δεδομένου του πολύ μεγαλύτερου ειδικού βάρους της Τουρκίας, η οποία δραστηριοποιείται από τον Καύκασο ως την Σομαλία και από την Λιβύη ως τον Κόλπο με οικονομική και στρατιωτική παρουσία – άμεση ή έμμεση– στο έδαφος. Αυτό είναι κάτι που η Ελλάδα δεν μπορεί και σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να προσπαθήσει να ανταγωνιστεί.

Τους τελευταίους μήνες οι κινήσεις στην ελληνοτουρκική σκακιέρα έχουν αποκτήσει άλλη ταχύτητα. Η ανακοίνωση του Θαλάσσιου Εθνικού Χωροταξικού Σχεδιασμού, η χωροθέτηση των πρώτων Θαλασσίων Πάρκων και, βεβαίως, η επίσημη έλευση της Chevron, θέτουν το σκηνικό μιας μελλοντικής διαπραγμάτευσης. Το πώς θα επιλέξει να κινηθεί η Τουρκία δεν είναι δεδομένο. Θα επιλέξει την ένταση και τη δημιουργία συνθηκών κρίσης ή θα περιοριστεί σε όξυνση της ρητορικής της;

Πιθανότατα θα προσπαθήσει να αντιδράσει, σε πρώτη φάση, φλερτάροντας ακόμη πιο έντονα με τη Βεγγάζη, με στόχο την επικύρωση του τουρκολιβυκού μνημονίου από το λιβυκό Κοινοβούλιο. Το δίλημμα για την Αγκυρα είναι ότι οι κινήσεις της Αθήνας δεν είναι κινήσεις κλιμάκωσης. Δεν δημιουργούν «τετελεσμένα» ούτε στο Αιγαίο ούτε στην Ανατολική Μεσόγειο. Επιβεβαιώνουν τις ελληνικές θέσεις αλλά δεν δικαιολογούν κλιμάκωση από την άλλη πλευρά, τουλάχιστον σε επίπεδο ρήξης.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι επόμενες ημέρες και εβδομάδες θα είναι άκρως ενδιαφέρουσες. Η συνάντηση του Πρωθυπουργού με τον τούρκο πρόεδρο στις 23/9 στη Νέα Υόρκη αποκτά ιδιαίτερη σημασία λόγω της συγκυρίας.

 

* Ο Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρόεδρος του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ)

*Από Protagon.gr

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr