Η παρέμβαση έχει τρία σκέλη, μείωση συντελεστών στη φορολογία εισοδήματος και επιπλέον λόγω παιδιών, άλλες αναπροσαρμογές για συνταξιούχους και νέους εργαζομένους, καθώς και πρόθεση μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων στην εκπαίδευση, στην υγεία, στις πολεοδομίες και στην ενέργεια.
Εκτός από τις άμεσες επιδράσεις που αναμένονται, το πιο ενδιαφέρον ερώτημα είναι η σηματοδότηση του πώς θα εξελιχθεί η οικονομική πολιτική στη συνέχεια. Ο λόγος είναι απλός. Το ερώτημα πώς μπορεί να βρεθεί η οικονομία μας σε μονοπάτι υψηλής ανάπτυξης παραμένει ανοικτό και γίνεται ακόμη πιο επίμονο σε ένα διεθνές περιβάλλον με εντεινόμενους κινδύνους.
Κέντρο των πρόσφατων εξαγγελιών του πρωθυπουργού είναι η μείωση των συντελεστών στη φορολογία εργαζομένων και συνταξιούχων. Αυτή η παρέμβαση, εκτός από κοινωνικά δίκαιη, αναμένεται να επιδράσει συνολικά θετικά στην οικονομία. Η επιβάρυνση των εισοδημάτων, ιδίως των εργαζομένων μετά τα χαμηλά κλιμάκια, ήταν υπέρμετρη και αυξανόταν απότομα, ιδίως όταν συνυπολογιστούν οι ασφαλιστικές εισφορές.
Η χώρα μας φορολογεί τα εισοδήματα εργασίας, από τα μεσαία και πάνω, σημαντικά υψηλότερα από τις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δημιουργώντας αντικίνητρα για συστηματική εργασία και τη δημιουργία υψηλής αξίας. Αυτό το κομβικό πρόβλημα στην οικονομία μας επιδεινώθηκε πρόσφατα με τον πληθωρισμό των ονομαστικών εισοδημάτων. Οι μειώσεις των φορολογικών συντελεστών που ανακοινώθηκαν, ενώ δεν παραβιάζουν τις δημοσιονομικές δυνατότητες, αμβλύνουν το πρόβλημα στην πραγματική οικονομία. Εφόσον υπάρξει συνέχεια σε αυτή την κατεύθυνση, μπορεί να ανατραπούν τα στρεβλά κίνητρα που ωθούν σε χαμηλή συμμετοχή στην αγορά εργασίας, ιδίως για νέους, γυναίκες και όσους επιλέγουν νωρίς τη συνταξιοδότηση, ή σε άτυπη εργασία, ακόμη και σε μετανάστευση στο εξωτερικό. Σε σύγκριση με προηγούμενες πολιτικές επιδομάτων που είχαν ακολουθηθεί, τόσο η επίδραση στα νοικοκυριά όσο και ευρύτερα στην οικονομία θα είναι θετικότερη.
Η στόχευση της επιπλέον μείωσης των συντελεστών σε νέους φορολογουμένους και οικογένειες με παιδιά είναι επίσης θετική, σε μια χώρα που πρέπει να υποστηρίξει πολλαπλά τη νέα γενιά. Για άλλες επιμέρους παρεμβάσεις θα ήταν, όμως, χρήσιμο να δει κανείς τις επιδράσεις σε σχέση με τη μεγάλη εικόνα. Η περαιτέρω μείωση φορολογικών συντελεστών στην εργασία, που θα ήταν ευπρόσδεκτη, συναρτάται με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Συνεπώς πρέπει να ενταθούν και όχι να εξασθενήσουν τα κριτήρια που εξαρτούν απαλλαγή φόρων με προϋποθέσεις καταγραφής δαπανών από όπου υπάρχει μεγάλη παραοικονομία.
Η περαιτέρω μείωση φορολογικών συντελεστών στην εργασία, που θα ήταν ευπρόσδεκτη, συναρτάται με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Συναφώς, η μείωση των τεκμηρίων που ανακοινώθηκε δεν θα πρέπει να συνεπάγεται αναστολή της προσπάθειας αναζήτησης δίκαιων φόρων για όσους συνεχίζουν συστηματικά να τους αποφεύγουν. Το ζητούμενο για μια απλούστερη και σταθερότερη κλίμακα φορολογίας παραμένει, ιδίως με ενσωμάτωση εισοδημάτων από το κατά το δυνατόν περισσότερες πηγές, και περαιτέρω βήματα προς αυτό θα ήταν ευεργετικά. Στην άλλη πλευρά, η κατάργηση της λεγόμενης προσωπικής διαφοράς των παλαιών συνταξιούχων τους καθιστά ευνοημένους σε σχέση με τους πιο πρόσφατους.
Ο εκτροχιασμός του ασφαλιστικού συστήματος είχε μεγάλο μερίδιο στην πρόσφατη χρεοκοπία της χώρας μας και η οποιαδήποτε υπόνοια για μελλοντική επιστροφή σε δυσανάλογες συντάξεις σε σχέση με τα εισοδήματα της εργασίας θα πρέπει έγκαιρα να απορρίπτεται.
Με τις πρόσφατες παρεμβάσεις να κινούνται συνολικά στη σωστή κατεύθυνση, αλλά και περιθώριο περαιτέρω διορθώσεων, επανέρχεται το ζήτημα της συστηματικής ενίσχυσης της παραγωγικής δομής. Προς αυτό, τομές που μπορεί να ξεβολεύουν όσους, εργαζομένους ή επιχειρηματίες, ευνοούνται από αναποτελεσματικότητες του Δημοσίου ή από κλειστές αγορές, αλλά απελευθερώνουν πραγματικές δυνάμεις ανάπτυξης, είναι το στοίχημα της επόμενης μέρας. Η οικονομία μας έχει την ανάγκη αλλά και την ευκαιρία να κινηθεί έντονα ανοδικά, εφόσον απλουστευθούν διαδικασίες ώστε να υπάρχει συστηματικά διαφάνεια στο κράτος, ανάλογα με το αν θα υποστηριχθούν νέες επενδύσεις που αυξάνουν την παραγωγικότητα και τον ανταγωνισμό και στο μέτρο που θα υποστηριχθούν ουσιαστικά η έρευνα και η καινοτομία.
*Ο κ. Νίκος Βέττας είναι γενικός διευθυντής ΙΟΒΕ και καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")