Στην Αλάσκα, μέσα στον Δεκαπενταύγουστο, Ντόναλντ Τραμπ και Βλαντιμίρ Πούτιν αντάλλαξαν την πρώτη τους χειραψία έπειτα από έξι χρόνια. Το σκηνικό είχε όλα τα στοιχεία πολιτικής όπερας: κόκκινα χαλιά, μαχητικά στον ουρανό, φανφάρες και μεγάλα λόγια. Πίσω όμως από τις κάμερες, το γνώριμο άγχος: Μήπως το μέλλον της Ευρώπης ξαναγράφεται ερήμην της;

Η εικόνα όπου οι «μεγάλοι» κλείνονται σε αίθουσες για να μοιράσουν χάρτες, ενώ οι «μικροί» ενημερώνονται κατόπιν εορτής, επιστρέφει σαν κακόγουστο déjà vu.

Ενώ Ηνωμένες Πολιτείες και Ρωσία φάνηκε να διαπραγματεύονται το μέλλον της Ουκρανίας πίσω από κλειστές πόρτες, ανασύρθηκε αρχικά η σύγκριση με τη Συμφωνία του Μονάχου του 1938, όταν η Βρετανία και η Γαλλία, χωρίς τη συμμετοχή της Τσεχοσλοβακίας, προσέφεραν στον Χίτλερ τη Σουδητία. Παρότι, όμως, το Μόναχο έγινε συνώνυμο του κατευνασμού, σήμερα δεν είναι σαφές αν υπάρχει διάθεση «παραχωρήσεων» στη Ρωσία εν είδει appeasement. Ακόμη πιο έντονα επανέρχεται το φάντασμα της Διάσκεψης της Γιάλτας που έφερε γύρω από το ίδιο τραπέζι Ρούζβελτ, Στάλιν και Τσώρτσιλ τον Φεβρουάριο του 1945 με σκοπό να χαραχθεί ο μεταπολεμικός κόσμος ενόψει της ήττας των Γερμανών και των συμμάχων τους. Υπάρχει πάντως και η διάσταση του τραύματος: για την Ανατολική Ευρώπη η Γιάλτα σήμαινε την παραίτηση από την αυτοδιάθεση και το σημείο όπου οι «μεγάλοι» όρισαν τις ζωές των «μικρών». Για τους λαούς αυτούς που παραδόθηκαν στη σοβιετική σφαίρα επιρροής (παρά τον απατηλό όρο των ελεύθερων εκλογών), η Γιάλτα συμβολίζει τη θυσία της ελευθερίας τους στον βωμό του «παγκόσμιου συμφέροντος».

Σήμερα, η ρημαγμένη από έναν άγριο, επεκτατικό πόλεμο τρεισήμισι χρόνων Ουκρανία κινδυνεύει να καταλήξει πιόνι σε ένα παγκόσμιο παζάρι. Στην περίπτωσή της, το αφήγημα της αυτοδιάθεσης μιας χώρας που επέλεξε να ενταχθεί στη δυτική σφαίρα, σε Ε.Ε. και ΝΑΤΟ, έρχεται σε αντίθεση με τα γεωπολιτικά αντανακλαστικά της παρούσας συγκυρίας: ενός επιθετικού και αδίστακτου Πούτιν και ενός απρόβλεπτου και συχνά αλλοπρόσαλλου Τραμπ. Το επιχείρημα πως «υπάρχει ένας τρίτος αντίπαλος» –τότε η Γερμανία, τώρα η Κίνα– καθιστά υποτίθεται αναγκαίες τις μεγάλες συνεννοήσεις. Οπως τότε, έτσι και σήμερα, το τίμημα πληρώνει ο πιο αδύναμος.

Αξίζει να αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό λειτουργεί ή όχι η συγκεκριμένη ιστορική αναλογία. Η Γιάλτα προέκυψε μετά έναν παγκόσμιο πόλεμο, ανάμεσα σε νικητές. Είχε στόχο, όσο κι αν απέτυχε, τη θεσμική ανοικοδόμηση. Οι «σύμμαχοι» είχαν μόλις βγει από έναν πολυετή καταστροφικό πόλεμο με έναν κοινό εχθρό –τον φασισμό– και από τις συζητήσεις τους προέκυψαν τουλάχιστον ένας ΟΗΕ και μια κάποια υπόσχεση –έστω αθετημένη– δημοκρατικής ανασυγκρότησης. Σήμερα, δεν υπάρχει ούτε παγκόσμιος πόλεμος ούτε κοινό σχέδιο ειρήνης. Αντιθέτως, βρισκόμαστε σε έναν διεθνή ανταγωνισμό πολυπολικού τύπου, χωρίς σταθερές και με χαλαρές δεσμεύσεις. Αντί για συμμαχία έχουμε μια σκακιέρα ευκαιριακών συμμαχιών, όπου το δόγμα δεν είναι η «παγκόσμια ειρήνη» αλλά η γεωπολιτική συναλλαγή.

Ωστόσο, η διαρκής προσφυγή στις απαρχές ή στα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ίσως και να περιορίζει τη φαντασία μας. Ισως χρειάζεται να κοιτάξουμε λίγο πιο πίσω: στο 1907, όταν η Βρετανία και η Ρωσία έβαλαν τέλος στο περίφημο «μεγάλο παιχνίδι» της Κεντρικής Ασίας με μια συμφωνία που μοίρασε το Ιράν σε ζώνες επιρροής. Ο Νότος στους Αγγλους, ο Βορράς στους Ρώσους, το κέντρο ουδέτερο – και όλα αυτά πίσω από την πλάτη των ίδιων των Ιρανών. Η νεαρή ιρανική συνταγματική επανάσταση θάφτηκε κάτω από τις γεωπολιτικές σκοπιμότητες. Οι μεγάλες δυνάμεις είχαν άλλες προτεραιότητες: να φρενάρουν τη γερμανική διείσδυση και να προετοιμάσουν μια μελλοντική Αντάντ. Μας θυμίζει κάτι;

Οι ισχυροί χαράζουν χάρτες, οι αδύναμοι πληρώνουν. Η Ουκρανία είναι το πρώτο μεγάλο τεστ μιας εποχής όπου η ισχύς ξαναπαίρνει το πάνω χέρι απέναντι σε θεσμούς και κανόνες.

Ισως λοιπόν να ζούμε μια επιστροφή σε κάτι πιο παλιό και πιο απροκάλυπτο: στην εποχή όπου η ισχύς όριζε το δίκαιο, όπου οι αυτοκρατορίες μοιράζονταν περιοχές πάνω σε χάρτες, όπου οι λαοί ενημερώνονταν εκ των υστέρων για τις αποφάσεις που θα σφράγιζαν το μέλλον τους. Αν η Γιάλτα υπήρξε τραύμα, το 1907 ήταν ο απόλυτος κυνισμός: σφαίρες επιρροής χωρίς πόλεμο, δίχως ιδεολογικό μανδύα, με απλή λογική ισχύος. Και αυτό μοιάζει επικίνδυνα οικείο σήμερα. Μια επιστροφή στη φράση του Θουκυδίδη «οι ισχυροί κάνουν ό,τι μπορούν, οι αδύναμοι υποφέρουν ό,τι πρέπει».

Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, κάποιοι πίστεψαν ότι οι αυτοκρατορικές λογικές είχαν ξεπεραστεί· ότι οι θεσμοί, οι αλληλεξαρτήσεις και οι κανόνες θα εξουδετέρωναν την ωμή ισχύ. Και όμως, σήμερα, οι μεγάλες δυνάμεις –ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα– χάραξαν ξανά «τροχιές», ορίζοντας ζώνες προτεραιότητας. Οι μικρότεροι καλούνται απλώς να προσαρμοστούν. Ποιοι θεσμοί, ποιες κοινωνίες και ποιες φωνές θα τολμήσουν να αμφισβητήσουν αυτή την πορεία; Ο ρόλος της Ευρώπης εδώ παραμένει για μία ακόμη φορά θολός: έχει το ηθικό και θεσμικό βάρος για να επέμβει; Θεωρητικά ναι. Ενώ, όμως, στηρίζει τον Ζελένσκι, μοιάζει ανίκανη να επιβάλει τους όρους, τις αρχές ή το όραμά της. Η φωνή της είναι υποτονική σε σχέση με το μέγεθός της: είτε απουσιάζει εντελώς από το τραπέζι είτε αναλαμβάνει, προσώρας, ρόλο κομπάρσου.

Η Ουκρανία είναι το πρώτο μεγάλο τεστ μιας εποχής όπου η ισχύς ξαναπαίρνει το πάνω χέρι απέναντι σε θεσμούς και κανόνες. Θα αναγνωριστεί ως κράτος με δικαίωμα αυτοδιάθεσης ή θα αντιμετωπιστεί ως πιόνι σε μια σκακιέρα ισορροπιών; Η απάντηση δεν αφορά μόνο το Κίεβο, αλλά θα καθορίσει και τα όρια της ίδιας της Ευρώπης. Η Ιστορία πάντως μάς προειδοποιεί: Κάθε φορά που οι ισχυροί κλείνουν συμφωνίες ερήμην των αδυνάμων, το τίμημα επιστρέφει αργά ή γρήγορα και στους ίδιους.

*Ο κ. Κωστής Κορνέτης είναι επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, σύμβουλος της ισπανικής κυβέρνησης σε θέματα ιστορικής μνήμης.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr