στους FT : «Αν η εταιρική δαπάνη για νέα projects και εγκαταστάσεις δεν αυξηθεί, οι χώρες δεν θα μπορέσουν να διατηρήσουν την ανάπτυξη». Η μέση καθαρή επένδυση εντός των χωρών του ΟΟΣΑ έχει μειωθεί από 2,5% του ΑΕΠ προ της κρίσεως του 2008 σε 1,6% μετά την κρίση, και μετά την πανδημία του 2020 παρατηρείται περαιτέρω μείωση, σύμφωνα με τις μετρήσεις που κάνουν οι επιστήμονες του ΟΟΣΑ.
Περιμένει κανείς να δει πού αποδίδει ο κύριος Pereira αυτήν την επενδυτική αδράνεια των ιδιωτικών επιχειρήσεων, οι οποίες προτιμούν να ξοδεύουν τα κέρδη τους είτε σε αγορές ιδίων μετοχών (κάτι που αποδεικνύει την έλλειψη κερδοφόρων επενδυτικών ευκαιριών), είτε σε καταστροφικές εξαγορές άλλων εταιρειών (που κανονικά θα έπρεπε να μπλοκάρονται από σοβαρές επιτροπές ανταγωνισμού), είτε σε χρηματιστηριακές «επενδύσεις» που συντηρούν το χρηματιστηριακό rally. Ο κύριος Pereira μας λέει ότι υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτήν την «στάση επενδύσεων», αλλά ο σημαντικότερος κατ’ αυτόν είναι η εκτεταμένη αβεβαιότητα που υπάρχει στο ρυθμιστικό περιβάλλον εντός του οποίου δρουν οι επιχειρήσεις. Αναφέρει τους παντός είδους (και ύψους) δασμούς που επιβάλλει ο πρόεδρος των ΗΠΑ κάθε λίγο και λιγάκι, για να τους αναιρέσει ή μεταβάλει λίγες εβδομάδες μετά.
Επίσης το υψηλόβαθμο στέλεχος του ΟΟΣΑ μας ενημερώνει ότι, ενώ υπάρχει ισχυρή ανάπτυξη στην ψηφιακή και στην «βασισμένη στη γνώση» (knowledge-based) επένδυση, αυτή δεν υποκαθιστά την επένδυση σε «φυσικά» περιουσιακά στοιχεία, η οποία φέρνει περαιτέρω μείωση της καθαρής επένδυσης προϊόντος του χρόνου. Εδώ ο κύριος Pereira μάλλον συγχέει το ξόδεμα χρημάτων με την επένδυση: για να χαρακτηρισθεί μια δαπάνη ως επένδυση πρέπει να υπάρχει βάσιμη, τεκμηριωμένη αναμονή επιστροφής της δαπάνης (αυξημένης κατά ένα ποσοστό κέρδους) εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Είναι εξαιρετικά συζητήσιμο εάν η σπατάλη δισεκατομμυρίων δολαρίων σε δημιουργία μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης δικαιολογεί το χαρακτηρισμό «επένδυση». Αυτό που γίνεται είναι μάλλον καταστροφή υπεραξίας που παράγεται από την μειωτικά αποκαλούμενη «παλιά» οικονομία και σπαταλάται σε εγχειρήματα αβέβαιης, αναπόδεικτης χρησιμότητας που δεν παράγουν καμία αξία.
Αλλά και να έλειπε η ρυθμιστική αβεβαιότητα που τόσο ενοχλεί τον κύριο Pereira, πάλι οι επιχειρήσεις δεν θα επένδυαν σε νέο εξοπλισμό. Για να το κάνουν αυτό πρέπει να προσδοκούν βάσιμα ότι αυτό που θα παράξουν θα καταναλωθεί. Άρα προϋπόθεση της ανάληψης επενδύσεων είναι μια ανθηρή οικονομία (είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό), κοινωνία δημογραφικά ανθεκτική, εργαζόμενοι με ισχυρή αγοραστική δύναμη. Μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων υπήρξε μεταπολεμικά, τις δεκαετίες 1945-1975. Την 30ετία αυτή υπήρχε μια διαρκής βελτίωση του βιοτικού επιπέδου συντηρούμενη από αυξανόμενα ιδιωτικά εισοδήματα και κρατικά προγράμματα υποστήριξης της κοινωνικής ευημερίας. Η φορολογία χρηματοδοτούσε κοινωνικές δαπάνες. Θυμίζω τα προγράμματα εξηλεκτρισμού και υδροδότησης που έφτασαν στο τελευταίο χωριό, την εξάλειψη του αναλφαβητισμού, την καταπολέμηση της παιδικής θνησιμότητας. Το κράτος, και οι λειτουργοί του (περιλαμβάνω εδώ όχι μόνο τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα αλλά και τους πολιτικούς) είχαν για τον εαυτό τους ένα αίσθημα υψηλής αποστολής. Οι επενδύσεις της (ιδιωτικής) επιχειρηματικότητας ανταποκρίνονταν στις ανάγκες της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου τεράστιων κοινωνικών στρωμάτων (upward mobility).
Οι σημερινές συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές. Το βιοτικό επίπεδο σε όλη την Δύση είναι στάσιμο στα επίπεδα προ του 2009. Οι κυβερνήσεις στον Δυτικό κόσμο έχουν εγκαταλείψει κάθε αίσθηση κοινωνικής αποστολής και μοναδική έννοια έχουν τον έλεγχο της ογκούμενης κοινωνικής απόγνωσης. Για να είμαστε ακριβείς, έχουν στραφεί εναντίον των πληθυσμών τους.
Θέλω να το ξαναπώ αυτό γιατί δεν είναι σχήμα λόγου, είναι κυριολεξία: έχουν στραφεί εναντίον των πληθυσμών τους. Η νομιμοποίηση των κυβερνήσεων που κάποτε υπήρχε τώρα δεν υπάρχει πλέον. Αυτή η απονομιμοποίηση έχει επιτευχθεί με διάφορους τρόπους:
- Την απομάκρυνση μεγάλων τμημάτων των πληθυσμών από την πολιτική δραστηριότητα, ιδίως των στερημένων τμημάτων. Η συμμετοχή στην πολιτική είτε είναι κληρονομικό προνόμιο κάποιων οικογενειών (σε καθυστερημένες κοινωνίες όπως η Ελληνική) είτε απαιτεί πρόσβαση σε μηχανισμούς που μόνο κάποιες ελίτ έχουν.
- Την καθιέρωση εκλογικών συστημάτων που δυσκολεύουν την ανάδειξη κυβερνήσεων που εκφράζουν το πραγματικό λαϊκό φρόνημα.
- Την δαιμονοποίηση κομματικών σχηματισμών που αντιστρατεύονται την κυρίαρχη κατάσταση των πραγμάτων (υπάρχουν άπειρα παραδείγματα, αναφέρω εδώ μόνο το γερμανικό AfD).
- Την απόλυτη ισχύ που έχουν αποκτήσει μη αιρετοί θεσμοί για την χάραξη πολιτικής, όπως οι Κεντρικές Τράπεζες και οι Οργανισμοί Απόδοσης Πιστοληπτικής Ικανότητας (όπως ο S&P, η Moody’s και άλλοι) οι οποίοι με το πρόσχημα κάποιας διάτρητης τεχνικής γνώσης ασκούν ασφυκτικό έλεγχο στις εθνικές κυβερνήσεις.
Η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των δυτικών πληθυσμών, η εκούσια εγκατάλειψη μιας ανερχόμενης αγοράς όπως η Ρωσική (στα πλαίσια των κυρώσεων) μαζί με την ορμητική και ισάξια είσοδο της κινεζικής βιομηχανίας στο χώρο των τεχνολογικών αγαθών (βλέπε ηλεκτρικά αυτοκίνητα, μοντέλα AI όπως το Deep Seek) έχουν αναδιανείμει τη διεθνή αγορά εις βάρος των δυτικών επιχειρήσεων. Αυτές αντιλαμβάνονται ότι ενδεχόμενες νέες επενδύσεις δεν θα μετατραπούν σε κέρδος, συνεπώς ορθολογικά πράττουσες απέχουν. Άρα δεν δημιουργείται νέα αξία (στη Δύση), η οποία θα μπορούσε να συντηρήσει μια (έστω μικρή) ανάπτυξη.
Αυτός είναι ο πραγματικός λόγος της στάσης επενδύσεων και όχι οι δασμοί του Trump (οι οποίοι απλώς επιτείνουν την κατάσταση). Και επειδή οι επιχειρηματίες στη Δύση θέλουν βεβαίως να συνεχίσουν να πλουτίζουν χωρίς να παράγουν, στρέφονται σε δύο μεθόδους: είτε στην υποκατάσταση του κράτους στην παροχή υπηρεσιών που έχουν ανελαστική ζήτηση (όπως κατεξοχήν η στέγαση, η περίθαλψη, δευτερευόντως η εκπαίδευση) είτε στην παρασιτική προσκόλληση σε ο,τιδήποτε επιδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης και συναφή προγράμματα. Και έτσι βλέπουμε να θάλλουν δραστηριότητες για όσο καιρό επιδοτούνται.
*Από την ΕΣΤΙΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ