και θα έχει τη δυνατότητα δημιουργίας επιτροπών και πρόσκλησης εκπροσώπων από επιστημονικούς, κοινωνικούς και ιδιωτικούς φορείς. Στόχος είναι η ενίσχυση του στρατηγικού συντονισμού στον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό της χώρας με υποστήριξη από επιστημονικούς φορείς.
Η σύγκριση ως προς την αντίστοιχη οργάνωση στην Ελλάδα είναι συντριπτική. Και αυτό δεδομένου και του γεγονότος ότι η γειτονική χώρα έχει ήδη καταθέσει θαλάσσια χωροταξικά σχέδια (που περιλαμβάνουν χωροθέτηση συγκεκριμένων θαλάσσιων χρήσεων) στην IOC-UNESCO, ενώ η ελληνική κυβέρνηση στην πλειονότητά της αποκαλεί «Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό» τον χάρτη με τις 4 θαλάσσιες περιοχές που προτάθηκαν από Ελληνικό Πανεπιστήμιο με βάση δυσκόλως κατανοούμενα κριτήρια. Παράλληλα το ΥΠΕΞ εμπλούτισε αυτό τον σχηματικό χάρτη με υπομνήματα τα οποία αναφέρονται σε θαλάσσιες ζώνες δικαιοδοσίας (χωρικά ύδατα, ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα). Φυσικά η Ελλάδα έχει ήδη εγκρίνει ‒έστω με καθυστέρηση‒ την Εθνική Χωρική Στρατηγική για τον θαλάσσιο χώρο» (EΧΣΘΧ) που αποτελεί ένα μέρος του πλαισίου θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού και είναι εν πολλοίς μία μη δεσμευτική και ενδεικτική στρατηγική με λίγες αναφορές κανονιστικού χαρακτήρα προκειμένου να προασπίσει τον υπάρχοντα τομεακό χερσαίο σχεδιασμό έναντι του «ανταγωνιστικού» ‒κατά την οπτική της‒ θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού. H ΕΧΣΘΧ είναι λοιπόν ένα κείμενο βασικών αρχών περί οργάνωσης των θαλάσσιων δραστηριοτήτων στην θάλασσα. Δεν αποτελεί ωστόσο κανονιστικά θαλάσσια χωροταξικά σχέδια τα οποία αναμένονται και από την ΕΕ για την χώρα μας.
Ως εκ τούτου, είναι κατανοητό ακόμα και από την σύγκριση της Ελληνικής στρατηγικής και του χάρτη των ενοτήτων (ΠΧΕ1-4) με τον Τουρκικό ΘΧΣ ότι η Ελλάδα υπολείπεται στην εκπόνηση θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων με συγκεκριμένη χωρική αναφορά, περιφερειακή, υποπεριφερειακή ή διαπεριφερειακή, όπως ορίζει ο σχετικός νόμος που εισήγαγε την Οδηγία για τον ΘΧΣ (του 2014) στην ελληνική έννομη τάξη. Φυσικά ο τουρκικός χάρτης τοποθετεί τα Θαλάσσια Χωροταξικά Σχέδια σε εθνικό επίπεδο, με μόνη διάκριση ως προς τις ευρύτερες θαλάσσιες λεκάνες (Μαύρη Θάλασσα, Αιγαίο και Ανατ. Μεσόγειο).
Μήπως λοιπόν επείγει μία καλύτερη οργάνωση του συστήματος εκπόνησης και κυρίως υλοποίησης του θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού στην Ελλάδα; Όχι μόνο μέσω προγραμμάτων, δεδομένου ότι αποτελέσματα σχετικών προγραμμάτων, δεν εισακούονται κατά κανόνα από την ελληνική πολιτεία.
Στο σημείο αυτό, ας μου επιτραπεί να αναφερθώ σε απόσπασμα από το βιβλίο «ΘΑΛΑΣΙΑ ΧΩΡΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ: θαλάσσια διάσταση της εδαφικής συνοχής, θαλάσσια Χωροταξία, βιώσιμη Γαλάζια ανάπτυξη», Στ. Κυβέλου (επ.), Εκδόσεις «Κριτική» (2016), που ήταν το πρώτο πόνημα περί θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, ύστερα από την Οδηγία περί ΘΧΣ του 2014.
«Για τη θαλάσσια χωροταξική πολιτική απαιτούνται κατ’ αρχήν:
- Ισχυρή πολιτική βούληση και διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής (η τελευταία έχει ήδη εκδοθεί.)
- Ενσωμάτωση στο εθνικό σύστημα σχεδιασμού αρχών και κατευθύνσεων για την θάλασσα και τον παράκτιο χώρο (όπως για παράδειγμα η διάδραση γης-θάλασσας). Εδώ βεβαίως θα πρέπει να εξετασθεί αν ο ΘΧΣ θα συνδεθεί με τον ήδη υπάρχοντα χερσαίο σχεδιασμό, που, όπως είναι γνωστό, χαρακτηρίζεται από πλήθος παθογενειών και ελλειμμάτων εφαρμογής. Η περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου που εισήγαγε διακριτό σύστημα ΘΧΣ θα πρέπει, κατά την άποψή μας, να εξετασθεί και για τη χώρα μας. Ο ΘΧΣ αποτελεί μια πραγματική ευκαιρία να αξιοποιηθούν τα αρνητικά διδάγματα από τον χερσαίο χωροταξικό σχεδιασμό, και δεδομένου του διαφορετικού ιδιοκτησιακού καθεστώτος, να προβεί η χώρα σε έναν στρατηγικό ολοκληρωμένο σχεδιασμό απαλλαγμένο από τις πελατειακές λογικές, τη διακριτική εκμετάλλευση της γεωπροσόδου και λοιπές παθογένειες του υφιστάμενου χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, που πέραν όλων των άλλων θα μπορούσαν να συμβάλλουν ουσιαστικά στην επίλυση καίριων προβλημάτων των παράκτιων (ηπειρωτικών και νησιωτικών) χωρικών ενοτήτων, όπως είναι λ.χ. ενεργειακά ζητήματα και έλλειψη πόσιμου νερού που θα μπορούσαν να καλυφθούν μέσω της υπεράκτιας παραγωγής ενέργειας.
- Ισχυρός οριζόντιος διατομεακός συντονισμός και κάθετος μεταξύ των βαθμίδων διακυβέρνησης, αντλώντας διδάγματα από τις συντονιστικές και διακυβερνητικές παθογένειες του μέχρι σήμερα χωροβόρου και άναρχου χερσαίου σχεδιασμού που είχε κατά κανόνα τομεακό προσανατολισμό και αναπροσανατολισμός προς μια καθαρά στρατηγική θαλάσσια χωροταξία που θα ενισχύσει και την τοποκεντρική οικοσυστημική προσέγγιση, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ιδιαιτερότητες του θαλάσσιου χώρου.
- Εγκαθίδρυση ουσιαστικής διυπουργικής (και ενδοϋπουργικής) συνεργασίας, ενδεχομένως με τη σύσταση διυπουργικού οργάνου που μπορεί να υπάγεται στο γραφείο πρωθυπουργού (στον βαθμό που τα ζητήματα αυτά εμπλέκουν ζητήματα γεωπολιτικής σημασίας.) (Βλ. Kassinis 2014 και Kyvelou κ.α. 2014), ασφάλειας και εθνικής άμυνας.
- Ανάληψη του εγχειρήματος από Οργανισμό με ικανότητα άσκησης στρατηγικού χωρικού σχεδιασμού που συμπεριλαμβάνει ευρύτατες συμμετοχικές διαδικασίες και διαβούλευση, αλλά και άσκησης οριζόντιων πολιτικών που θα εμπλέκουν πολλούς διαφορετικούς συμμετόχους (stakeholders), συμπεριλαμβανομένου του ιδιωτικού τομέα. Τα σημερινά υπουργεία που ασκούν κατακερματισμένες αρμοδιότητες ως προς τον χωρικό και οικονομικό/αναπτυξιακό σχεδιασμό (υπουργείο Περιβάλλοντος και Ανάπτυξης, αντίστοιχα) δεν μπορούν, κατά την άποψή μας, να συνεχίσουν να λειτουργούν κατ’ αυτόν τον τρόπο και ως προς τη θαλάσσια χωροταξία. Είναι βέβαιο ότι η απόκλιση έως σύγκρουση που εκφράζεται μεταξύ ΟΘΠ (Ολοκληρωμένης Θαλάσσιας Πολιτικής) και ΟΠΘΣ (Οδηγίας πλαίσιο για την θαλάσσια στρατηγική) θα μεταφερθεί και στο επίπεδο αυτό με αποτέλεσμα την αναποτελεσματικότητα στην εφαρμογή οιουδήποτε επενδυτικού σχεδίου στη θάλασσα.
- Συγκέντρωση από επί μέρους φορείς, ευρωπαικούς και εθνικούς, της απαραίτητης χωρικής πληροφορίας και δημιουργίας νέας. Γενικώτερα απαιτείται μια «evidence-based policy» εναρμονισμένη με τα ευρωπαικά δεδομένα. Στο θέμα αυτό η γνώση που έχει παραχθεί από το Πρόγραμμα ESPON (και όχι μόνο) μπορεί να είναι εξαιρετικά χρήσιμη.»
Ήδη λοιπόν από το 2016 προτείνεται ο άμεσος διυπουργικός και επιστημονικός συντονισμός στην Ελλάδα, με ευθύνη του Πρωθυπουργού, εισάγοντας την αναγκαία ώσμωση επιστήμης και πολιτικής. Υπάρχει άρά γε ακόμη χρόνος για την Ελλάδα να καλύψει το χαμένο έδαφος; Αν ναί, είναι βέβαιο ότι μόνο έτσι η χώρα θα καταστεί δυνατή ως προς την αντιμετώπιση «προσβολών» και διεκδικήσεων από κάθε κακόβουλο γείτονα, με τρόπο τεκμηριωμένο επιστημονικά και ισχυρό πολιτικά.
*Καθηγήτρια, Εμπειρογνώμων Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού
(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ")