Το μοντέλο αυτό βασίζεται στην επιθετικότητα, στην απειλή και στην πρόκληση σοκ ως διαπραγματευτικά εργαλεία, με απώτερο σκοπό την επίτευξη συμφωνιών μέσω της επιβολής πίεσης, τόσο ψυχολογικής όσο και πολιτικής, στους διεθνείς συνομιλητές του. Συνοπτικά περιλαμβάνει τις φάσεις: Απαίτηση, διαπραγμάτευση, εναλλαγή επαίνων και απειλών κατά τη διαπραγμάτευση, συμφωνία ή τιμωρία.
Πρώτα εκφράζει σκληρές και ασυνήθιστες απαιτήσεις (που φαίνονται παράλογες) απέναντι σε κράτη ή θεσμούς. Στη συνέχεια προτείνονται διαπραγματεύσεις με προειδοποίηση για επώδυνες συνέπειες εάν αυτές αποτύχουν· και τελικά, εάν δεν υπάρξει συμφωνία, προχωρεί σε τιμωρίες. Καθ’ όλη τη διάρκεια μεταχειρίζεται στρατηγικά πότε απειλές και πότε επαινετικά σχόλια, άλλοτε προειδοποιώντας για κυρώσεις και άλλοτε εκφράζοντας σεβασμό ή θαυμασμό προς τον αντίπαλο, με σκοπό να διατηρεί το ψυχολογικό πλεονέκτημα.
Το χαρακτηριστικό αυτό μοντέλο αποτυπώθηκε με ιδιαίτερη σαφήνεια στην περίπτωση του Ιράν. Ο Τραμπ απαίτησε την εγκατάλειψη του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, συνοδεύοντας την απαίτηση με δημόσιες απειλές περί «σοβαρών συνεπειών». Ξεκίνησαν έμμεσες διαπραγματεύσεις, στις οποίες παρουσιάστηκε κάποια πρόοδος. Ωστόσο, όταν έληξε η τεθείσα προθεσμία χωρίς συμφωνία, διέταξε στοχευμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις, στέλνοντας ξεκάθαρο μήνυμα αποφασιστικότητας, και προέβαλε την αποτρεπτική στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ.
Παρόμοιο μοτίβο εφαρμόστηκε και στη διαχείριση των σχέσεων των ΗΠΑ με το ΝΑΤΟ. Ο Τραμπ κατηγόρησε δημοσίως τις ευρωπαϊκές χώρες ότι δεν ανταποκρίνονται στις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, αφήνοντας το βάρος της Συμμαχίας στους ώμους των Ηνωμένων Πολιτειών. Εθεσε το ενδεχόμενο αποχώρησης των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ, γεγονός που προκάλεσε αναστάτωση και φόβο στους εταίρους. Μετά από έντονες διαπραγματεύσεις και επαναλαμβανόμενες προειδοποιήσεις, τα κράτη-μέλη συμφώνησαν στην αύξηση των στρατιωτικών τους δαπανών στο 5% του ΑΕΠ. Ο Τραμπ επαίνεσε δημόσια τους εταίρους και διαβεβαίωσε για τη συνεχιζόμενη δέσμευση των ΗΠΑ στη Συμμαχία. Παράλληλα, η Ρωσία δεν αντιλήφθηκε αυτή τη στρατηγική ώστε να συμφωνήσει για ειρήνη, και τώρα το ενωμένο και πιο ισχυρό ΝΑΤΟ θα στηρίξει περαιτέρω την Ουκρανία για να πιέσει τη Ρωσία σε συμφωνία.
Ακόμη πιο χαρακτηριστική φαίνεται η στρατηγική οικονομικής διπλωματίας στο πεδίο του παγκόσμιου εμπορίου. Ο Τραμπ προκάλεσε σοκ στην παγκόσμια οικονομία επιβάλλοντας παράλογους δασμούς στις εισαγωγές από διάφορες χώρες, περιλαμβανομένων και παραδοσιακών συμμάχων των ΗΠΑ. Στη συνέχεια εμφανίστηκε διατεθειμένος να διαπραγματευθεί διμερώς με κάθε χώρα ξεχωριστά, προσφέροντας εμπορικές συμφωνίες μόνο σε όσες αποδέχονταν τους νέους όρους του. Αυτή η προσέγγιση επαναπροσδιόρισε τον τρόπο με τον οποίο ασκείται η οικονομική διπλωματία. Οποιος δεν συμφωνήσει, θα τιμωρηθεί με υψηλούς δασμούς.
Μένει να δούμε πώς θα εφαρμόσει την στρατηγική αυτή για να πείσει τον κεντρικό τραπεζίτη της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ να μειώσει τα επιτόκια. Ηδη έχουν υπάρξει οι απαιτήσεις για μείωση των επιτοκίων και οι έπαινοι και οι απειλές. Απομένει να δούμε τη συμφωνία ή την τιμωρία.
Η μείωση των επιτοκίων της Fed θα είναι βασικός παράγοντας επιτυχίας του πρόσφατου «όμορφου» νόμου. Σε συνθήκες χρέους 36 τρισ. δολ., είναι ενδεδειγμένη η μείωση των επιτοκίων, σε συνδυασμό με τη διολίσθηση του δολαρίου, καθώς μειώνει τις αποδόσεις των κατόχων δολαρίων και χρέους, άρα και την αξία του χρέους ως αποθετηρίου πλούτου. Βέβαια επειδή οι αποδόσεις των κατόχων ομολόγων και δολαρίων μειώνονται, αυτό θα μπορούσε να αυξήσει τα επιτόκια των ομολόγων εάν υπάρχουν άλλα πιο σταθερά νομίσματα ή ομόλογα με μεγαλύτερα επιτόκια, για να επιλέξουν οι επενδυτές. Αυτό όμως δεν διαφαίνεται καθώς υπάρχει παγκόσμια αστάθεια και αβεβαιότητα σε όλα τα νομίσματα και άλλες χώρες θα αναγκαστούν να διολισθήσουν τα νομίσματά τους. Ετσι απομένει το δολάριο ως πιο ισχυρό νόμισμα και μόνον ο χρυσός ως δεύτερο αποθεματικό νόμισμα, καθώς δεν μπορεί να υποτιμηθεί ή να δημευθεί.
Τα χαμηλά επιτόκια θα χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη της οικονομίας. Με 10% δασμούς και το ποσοστό διολίσθησης του δολαρίου που μπορεί να φθάσει στο 20% σε βάθος χρόνου, οι εισαγωγές προϊόντων γίνονται 30% ακριβότερες, πράγμα το οποίο θα ενισχύσει τις ευκαιρίες για εγχώρια παραγωγή, και τα φθηνά επιτόκια θα συμβάλουν στην ανεύρεση των κεφαλαίων για την αξιοποίηση των νέων ευκαιριών. Η ανάπτυξη της οικονομίας θα βοηθήσει στη μείωση των επιτοκίων των ομολόγων, οπότε θα μειώσει το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού λόγω μείωσης των ετήσιων τόκων των δανείων, και παράλληλα η αύξηση του ΑΕΠ θα επιφέρει νέα έσοδα από φόρους του νέου ΑΕΠ. Εάν επιπλέον επιτευχθούν με αρκετές χώρες συμφωνίες για αύξηση των εξαγωγών των ΗΠΑ, θα τονωθεί περαιτέρω η οικονομία και σε συνδυασμό με την αύξηση της παραγωγικότητας από την υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης υπάρχει η πιθανότητα να διευθετηθούν «όμορφα» τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα των ΗΠΑ.
*Ο κ. Γιώργος Ατσαλάκης είναι οικονομολόγος, αναπληρωτής καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης, Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης.
(από την "Καθημερινή της Κυριακής")