Οι επιθέσεις που εξαπέλυσε το Ισραήλ εναντίον συριακών κυβερνητικών δυνάμεων στην Σουέιντα της νότιας Συρίας καταγγέλθηκαν από πολλές πλευρές: είτε πρόκειται για τον Γ.Γ. του ΟΗΕ, Αντόντιο Γκουτέρες, είτε για κυβερνήσεις όπως της Ρωσίας και του Ιράν. Ξεχωριστή σημασία, ωστόσο, έχει η τοποθέτηση της γείτονος Τουρκίας, η οποία έκανε λόγο για “δολιοφθορά κατά των προσπαθειών της Συρίας να εξασφαλίσει ειρήνη, σταθερότητα και ασφάλεια”. Και ο λόγος είναι σαφής: η χώρα την οποία μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου κυβερνούσε ο Μπασάρ αλ Άσαντ αποτελεί πλέον πεδίο διεξαγωγής ενός υπόγειου τουρκο-ισραηλινού πολέμου δι' αντιπροσώπων. Και η Άγκυρα δεν περιλαμβάνεται στους νικητές του τελευταίου γύρου.
Αυτός ξεκίνησε την Κυριακή όταν στη Σουέιντα ξέσπασαν συγκρούσεις μεταξύ φυλών (σουνιτών) Βεδουίνων και Δρούζων μαχητών, που έχουν τεταμένες σχέσεις εδώ και δεκαετίες. Για την Δαμασκό η αναταραχή απετέλεσε πρώτης τάξεως ευκαιρία να παρεμβληθεί ο στρατός, προκειμένου να εμπεδωθεί ο έλεγχος από την νέα κεντρική εξουσία της εν λόγω περιοχής, η οποία βρισκόταν στα χέρια τοπικών πολιτοφυλακών.
Και η κίνηση αυτή, η οποία αποτελούσε σαφές μήνυμα και προς τους Κούρδους αυτονομιστές οι οποίοι ελέγχουν τη βορειοανατολική Συρία, έμοιαζε να ευοδώνεται, καθώς οι περισσότεροι διεθνείς παίκτες (ΗΠΑ, Ε.Ε.) προκρίνουν την σταθεροποίηση της χώρας υπό μία κεντρική διοίκηση έναντι των όποιων ανησυχιών γεννά η φυσιογνωμία των νέων κυριάρχων της Δαμασκού.
Οι Δρούζοι αποτελούν απρόβλεπτη και αδάμαστη κοινότητα. Παρακλάδι του σιιτικού Ισλάμ, με πολλά συγκρητιστικά στοιχεία, που διαμορφώθηκε στο τέλος της πρώτης χιλιετίας μ.Χ., οι Δρούζοι είναι συγκεντρωμένοι πληθυσμιακά στη νότια Συρία, το βόρειο Ισραήλ και το όρος Σουφ του Λιβάνου. Οι Δρούζοι της Συρίας (που σήμερα αντιπροσωπεύουν περί το 4% του συνολικού πληθυσμού της χώρας) είχαν πρωτοστατήσει στην αντίσταση κατά της γαλλικής αποικιοκρατίας την δεκαετία του 1920, ενώ επί των ημερών των Άσαντ είχαν επωφεληθεί του κοσμικού χαρακτήρα του μπααθικού καθεστώτος.
Όμως σε αντίθεση με άλλες μειονοτικές ομάδες της Συρίας, όπως οι ομόπιστοι του Άσαντ Αλαουϊτες, που βίωσαν σφαγές από φιλοκυβερνητικούς ενόπλους τον Μάρτιο, ή οι Χριστιανοί, οι οποίοι έλαβαν το “μήνυμα” της πρόσφατης τζιχαντιστικής επιθέσεως στον ελληνορθόδοξο ναό του Προφήτη Ηλία πλησίον της Δαμασκού, οι Δρούζοι αποδείχθηκε ότι είχαν έναν ισχυρό αυτόκλητο υπερασπιστή: το κράτος του Ισραήλ, το οποίο εμφανίσθηκε αποφασισμένο να αποκρούσει τις συριακές δυνάμεις, εξαπολύοντας αεροπορικά πλήγματα τόσο στην Σουέιντα και την Ντέραα, όσο και στην ίδια την Δαμασκό και μάλιστα στην έδρα του γενικού επιτελείου και τον περίβολο του προεδρικού μεγάρου.
Το αποτέλεσμα ήταν να αναδιπλωθεί ο “προσωρινός πρόεδρος” της Συρίας (και προστατευόμενος της Άγκυρας) Άχμεντ αλ Σάραα αποδίδοντας εκ νέου τον έλεγχο της Σουέιντα στον έλεγχο των τοπικών πολιτοφυλακών.
Είχε προηγηθεί έκκληση των ΗΠΑ προς τη Δαμασκό να αποσύρει τον στρατό της από τη Σουέιντα, ώστε να επέλθει αποκλιμάκωση, καθώς και μια πρώτη απόπειρα κατάπαυσης του πυρός την Τρίτη, η οποία κατέρρευσε εντός ολίγων ωρών. Παράλληλα, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον πρεσβευτή των Ηνωμένων Πολιτειών στην Άγκυρα και ειδικό εκπρόσωπο των ΗΠΑ στη Συρία, Τομ Μπάρακ, και τους ομολόγους του της Συρίας Ασάντ Χασάν Αλ-Σαϊμπανί, της Ιορδανίας Αϊμάν Σαφαντί και της Σαουδικής Αραβίας Φαϊσάλ μπιν Φαρχάν αλ Σαούντ.
Σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εδρεύει στη Βρετανία, κατά τη διάρκεια των ταραχών σκοτώθηκαν 69 Δρούζοι μαχητές και 40 άμαχοι Δρούζοι (εκ των οποίων 27 εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από μέλη των κυβερνητικών δυνάμεων). Επίσης έχασαν τη ζωή τους 165 μέλη των κυβερνητικών δυνάμεων και 18 Βεδουίνοι μαχητές καθώς και 10 μέλη των κυβερνητικών δυνάμεων ασφαλείας από ισραηλινά πλήγματα.
Την βαθύτερη αμερικανική αμηχανία από τις εξελίξεις εικονογραφεί η δήλωση του επικεφαλής του Στέιτι Ντιπάρτμεντ, Μάρκο Ρούμπιο ότι η κατάσταση στην Συρία είναι “περίπλοκη”, αλλά μοιάζει με “παρεξήγηση”. Και αυτό διότι η αμερικανική γραμμή προκρίνει την σταθεροποίηση της χώρας υπό μία κεντρική διοίκηση, έναντι των όποιων ανησυχιών γεννά η φυσιογνωμία των νέων κυριάρχων της Δαμασκού. Εξ ού και η κυβέρνησις Τραμπ ήρε τις κυρώσεις κατά της Συρίας, αλλά και τον χαρακτηρισμό ως τρομοκρατικής οργανώσεως της “Τζάμπατ αλ Νούσρα” από την οποία προέρχεται ο Σάραα, με απώτερο στόχο την εν καιρώ προσχώρηση της Δαμασκού στις “Συμφωνίες του Αβραάμ”, δηλ. την εξομάλυνση των σχέσεών της με το Ισραήλ, ώστε να διευκολυνθεί και η αμερικανική μερική απεμπλοκή από την περιοχή. (Ήδη οι οκτώ αμερικανικές βάσεις στην κουρδοκρατούμενη Συρία συμπτύσσονται σε μία).
Κατά φαινομενικώς παράδοξο τρόπο, το Ισραήλ αρνείται την “κανονικοποίηση” των νέων ιθυνόντων της Δαμασκού, αφενός διότι αντιμετωπίζει με καχυποψία τους στενούς δεσμούς τους με την Άγκυρα και αφετέρου διότι αποδίδει αυτοτελή αξία στον κατακερματισμό του συριακού κράτους. Αξιοποιεί δε για τον λόγο αυτό τις σχέσεις του με τις κατά τόπους μειονότητες, όπως οι Κούρδοι στα βορειοανατολικά και πλέον και οι Δρούζοι.
Σημειώνεται ότι οι περίπου 120.000 Δρούζοι που ζουν στο βόρειο Ισραήλ (όχι όμως και αυτοί που κατοικούν στα κατεχόμενα Υψώματα του Γκολάν) εκφράζουν νομιμοφροσύνη προς το εβραϊκό κράτος, του οποίου φέρουν την υπηκοότητα. Το στοιχείο αυτό θεωρείται άκρως αξιοποιήσιμο από το Ισραήλ, το οποίο την επαύριο της πτώσεως του Άσαντ προωθήθηκε περαιτέρω στα Υψώματα του Γκολάν και εξαπέλυσε επιδρομής της στρατιωτικής υποδομής της Συρίας.
Η έλευση του αλ Σάραα (τον οποίο τα ισραηλινά μέσα εξακολουθούν να αποκαλούν με το πολεμικό του παρωνύμιο “Τζολάνι”) είναι “θείο δώρο”: παροξύνει τις εσωτερικές διαιρέσεις της Συρίας, επισφραγίζει την απομάκρυνσή της από άλλες δυνάμεις της περιοχής όπως το Ιράν, ενώ προσφέρει “αντι-τζιχαντιστικό πρόσημο” στις επιδρομές του Ισραήλ στην συριακή επικράτεια. Η δε παθητικότητα με την οποία η κυβέρνηση αλ-Σάραα αντιμετώπισε όλο το προηγούμενο διάστημα τις ισραηλινές επιδρομές δεν βελτίωσε τη θέση της στους ισραηλινούς σχεδιασμούς.
Την εικόνα καθιστά πολύ πιο περίπλοκη η διασταύρωσις των μετώπων της Μέσης Ανατολής και του νοτίου Καυκάσου. Διόλου τυχαία, ο Τζολάνι επισκέφθηκε πρόσφατα το Μπακού του Αζερμπαϊτζάν (χώρας άκρως φιλική προς το Ισραήλ και την Τουρκία ταυτοχρόνως), όπου φέρεται να είχε εμπιστευτική επαφή και με ισραηλινή αντιπροσωπεία.
Στο “κάδρο” εισέρχονται και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ο πρόεδρος των οποίων Μοχάμεντ μπιν Ζάγεντ επεσκέφθη την εβδομάδα αυτή την Τουρκία για συνυπογραφή συμφωνιών με τον άλλοτε αντίπαλό του, Ταγίπ Ερντογάν.
Ιδιαίτερα προωθημένη είναι η σχέση των και Εμιράτων με το Ισραήλ. Το Άμπου Ντάμπι προσχώρησε πρώτο στις “Συμφωνίες του Αβραάμ” ενώ τη σχέση του με το εβραϊκό κράτος δεν έχουν διόλου τραυματίσει οι μετά την 7η Οκτωβρίου 2023 εξελίξεις. Άλλωστε κομβικός είναι ο ρόλος των ΗΑΕ στον σχεδιαζόμενο (ανταγωνιστικό προς τους κινεζικούς “διαδρόμους του μεταξιού”) διάδρομο IMEC από την Ινδία μέχρι την Ευρώπη.
Όμως τα Εμιράτα ήταν και η πρώτη αραβική χώρα που ανοίχθηκε στον Μπασάρ αλ Άσαντ, επαναλειτουργώντας την πρεσβεία τους στη Δαμασκό. Οι παραινέσεις των Εμιράτων προς τον τότε ηγέτη της Συρίας να πάρει αποστάσεις από το Ιράν και την Ρωσία είχαν ως αποτέλεσμα αυτός να βρεθεί ιδιαίτερα ευάλωτος όταν εκδηλώθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο η προέλαση των υπό τον αλ Σάραα ένοπλων ισλαμιστών.
Τα Εμιράτα μεσολαβούν από τον Μάιο σε εμπιστευτικές συνομιλίες του καθεστώτος του αλ Σάραα με το Ισραήλ, ενώ ο νέος ισχυρός άνδρας της Δαμασκού έχει ήδη επισκεφθεί το Άμπου Ντάμπι δύο φορές. Κατ' αυτό τον τρόπο τα Εμιράτα διευκολύνουν και την συνεννόηση της Τουρκίας με το Ισραήλ. Ήδη ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν έχει δώσει το σήμα ότι η χώρα του δεν πρόκειται να αντιταχθεί σε τυχόν απόφαση του καθεστώτος Σάραα να εξομαλύνει τις σχέσεις της Συρίας με το εβραϊκό κράτος.
Τουρκο-ισραηλινές συνομιλίες με στόχο την αποφυγή συγκρούσεων “από ατύχημα” στο συριακό έδαφος έχουν ήδη φιλοξενηθεί στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν.
Αλλά ο νότιος Καύκασος αποτελεί επίσης πεδίο στο οποίο δραστηριοποιούνται τα Εμιράτα. Την 1η Ιουλίου το Άμπου Ντάμπι φιλοξένησε συνάντηση των ηγετών του Αζερμπαϊτζάν, Ιλχάμ Αλίγιεφ και της Αρμενίας, Νικόλ Πασινιάν, ενώ ο Ερντογάν είχε ήδη δεχθεί χωριστά τους δύο άνδρες εντός του Ιουνίου, στην προοπτική υπογραφής μιας συμφωνίας εξομάλυνσης των σχέσεων Άγκυρας-Μπακού και Ερεβάν. Τα Εμιράτα λοιπόν διευκολύνουν την δορυφοροποίηση της Αρμενίας γύρω από την Τουρκία, η οποία θα αποκτήσει έτσι απρόσκοπτη πρόσβαση στην Κασπία Θάλασσα και εκείθεν στις τουρκογενείς πρώην σοβιετικές δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας, διασπώντας την επαφή Ρωσίας και Ιράν.
(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ")