προς τη ρωσική πλευρά, η οποία προσήλθε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων 5 μήνες πριν την απόφαση. Η έκβαση ήταν ένα μετρήσιμο όφελος για την ενέργεια, αλλά και ευρύτερα για την ελληνική οικονομία καθώς και τη σταθερότητα σε μια σειρά από επίπεδα. Έτσι, επετεύχθη, με τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, η ελαχιστοποίηση του ενεργειακού κινδύνου εν μέσω γεωπολιτικής αστάθειας. Κι αυτό γιατί η συμφωνία αποτρέπει διακοπή ροών σε μια περίοδο εντάσεων στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και εξασφαλίζει ενεργειακή συνέχεια.
Αλλά και η ίδια η ΔΕΠΑ εξασφαλίζει πλήρως τα συμφέροντά της έως τη λήξη της σύμβασης, καθώς λειτουργεί πλέον σε σταθερό και προβλέψιμο περιβάλλον, χωρίς νομικές ή εμπορικές εκκρεμότητες.
Από τα κυριότερα οφέλη και από τα πιο κρίσιμα σημεία της συμφωνίας, σε οικονομικό επίπεδο, είναι η διαγραφή όλων των οικονομικών απαιτήσεων της Gazprom. Έτσι, οι αξιώσεις για ρήτρες take or pay, συνολικού ύψους περίπου 400 εκατ. ευρώ, ακυρώνονται πλήρως. Υπενθυμίζεται ότι η ενεργοποίηση της ρήτρας αυτής ήταν πάγιο αίτημα της ρωσικής εταιρείας για ποσότητες που δεν είχε παραλάβει η ΔΕΠΑ Εμπορίας για την περίοδο 2021-2022.
Επιπρόσθετα, η ρωσική πλευρά επεδίωξε να ενεργοποιήσει τη ρήτρα take or pay για τις ποσότητες που δεν παρέλαβε η ΔΕΠΑ Εμπορίας, κάτι που επρόκειτο να επιφέρει σημαντικό πρόσθετο κόστος στην ελληνική πλευρά. Αν και η σύμβαση προέβλεπε υποχρεωτική απορρόφηση των ποσοτήτων, η ελληνική πλευρά επέμενε ότι συνέτρεχαν άλλοι, σημαντικότεροι λόγοι στο πλαίσιο της σύμβασης, με βασικότερο την έλλειψη ανταγωνιστικής τιμής στη ΔΕΠΑ Εμπορίας έναντι των ανταγωνιστών της, καθώς και την κατάσταση της αγοράς.
Παράλληλα, με τη συμφωνία, εξασφαλίζεται ανταγωνιστική τιμή φυσικού αερίου έως το τέλος του 2026, καθώς η συμφωνία προβλέπει αναδρομική έκπτωση τιμής και επιτρέπει στη ΔΕΠΑ να υλοποιήσει τον αναπτυξιακό σχεδιασμό της, στη βάση σταθερού κόστους προμήθειας. Εξάλλου η μη επέκταση της σύμβασης πέραν του 2026 συμβαδίζει και με τη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για πλήρη απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο έως το 2027.
Υπενθυμίζεται ότι η ΔΕΠΑ τον Νοέμβριο του 2022 κατέθεσε αίτημα αναθεώρησης τιμής, όπως προβλέπεται από την υφιστάμενη σύμβαση στην GPE. Κι αυτό γιατί η τιμή πώλησης προς την ΔΕΠΑ ήταν πολύ υψηλή, τόσο σε σύγκριση με το spot LNG, όσο και σε σχέση με την τιμή πώλησης της GPE προς τον έτερο ανταγωνιστή της ΔΕΠΑ στην ελληνική αγορά, όλη την περίοδο 2022-2023-2024.
Οι διαπραγματεύσεις των δύο πλευρών, αν και διήρκησαν όλο το 2023, δεν κατέστη δυνατόν να καταλήξουν σε εμπορική λύση. Η ΔΕΠΑ κατέφυγε σε διεθνή διαιτησία τον Μάρτιο του 2024, καθώς τής ήταν, πλέον, σαφές ότι δεν υπήρχε εκείνη την χρονική περίοδο λύση που να διασφαλίζει τα συμφέροντα της.
Χάρη στην προσφυγή στη διαιτησία αλλά την επιχειρηματολογία που κατέθεσε η ομάδα διαχείρισης της ΔΕΠΑ, η οποία απαρτιζόταν τόσο από στελέχη της εταιρίας αλλά και από διεθνούς κύρους συμβούλους, η GPE οδηγήθηκε, τους τελευταίους μήνες, στην επαναπροσέγγιση με την ΔΕΠΑ και στην κατάθεση συμβιβαστικής πρότασης, η οποία είχε το σημερινό αίσιο - για την ελληνική εταιρεία αλλά και, ευρύτερα, για την ελληνική οικονομία – αποτέλεσμα.