των δικαιωμάτων εκπομπών CO₂ αποτελούν έναν από τους βασικούς λόγους αυτών των αυξήσεων. Το ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ETS), που ξεκίνησε πριν από περίπου δύο δεκαετίες, επιβάλει την αγορά δικαιωμάτων ρύπανσης για όσους εκπέμπουν CO₂. Από τα μόλις €5-10 ανά τόνο πριν από δέκα χρόνια, η τιμή των εκπομπών έχει φτάσει σήμερα στα €72/τόνο, με εκτιμήσεις να προβλέπουν ότι μέσα στα επόμενα χρόνια μπορεί να ξεπεράσει τα €100/τόνο. Αυτή η εξέλιξη μεταφράζεται σε περαιτέρω αύξηση του κόστους ενέργειας για τα νοικοκυριά και τη βιομηχανία.

Η επόμενη φάση αυτής της πολιτικής έρχεται με την εφαρμογή του νέου Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών ΣΕΔΕ ΙΙ (ETSII), το οποίο θα τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2027. Στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος, για πρώτη φορά θα ενταχθούν και οι εκπομπές από καύσιμα που χρησιμοποιούνται στις οδικές μεταφορές, τη θέρμανση και τις μικρές έως μεσαίες επιχειρήσεις. Αυτό σημαίνει ότι οι τιμές στα καύσιμα όπως η βενζίνη, το ντίζελ και το μαζούτ αναμένεται να αυξηθούν αισθητά.
Ο κ. Γιάννης Αλιγιζάκης, Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΛΙΝ και Πρόεδρος του Συνδέσμου Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών Ελλάδος (ΣΕΕΠΕ), σε πρόσφατες δηλώσεις του εκτίμησε ότι η επιβάρυνση στη βενζίνη θα ανέλθει σε €102 ανά κυβικό μέτρο, ενώ για το πετρέλαιο κίνησης στα €113/κυβικό και για το μαζούτ στα €140/κυβικό. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, η συνολική επιβάρυνση για τους Έλληνες καταναλωτές το 2027 θα ξεπεράσει τα €800 εκατομμύρια.
Κατά τη Γενική Συνέλευση της ΕΛΙΝ στις 4 Ιουλίου, ο κ. Αλιγιζάκης προειδοποίησε ότι «η ενεργειακή πολιτική που ακολουθεί η ΕΕ δεν θα μπορέσει να προστατεύσει τους καταναλωτές από τις αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις». Επισήμανε πως η πορεία αυτή είναι σαφής και δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες: η ΕΕ επιδιώκει την επιβάρυνση των συμβατικών καυσίμων ώστε να καταστεί πιο ελκυστική – ή αναγκαία – η στροφή προς την ηλεκτροκίνηση και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Ενεργειακοί αναλυτές συμφωνούν με την εκτίμηση αυτή. Όπως επισημαίνουν, η πολιτική που ακολουθείται από τις Βρυξέλλες είναι ουσιαστικά μια πολιτική ακριβών καυσίμων, η οποία όχι μόνο δεν πρόκειται να αναστραφεί, αλλά θα ενταθεί την επόμενη διετία. Η τιμή του CO₂ ρυθμίζεται πλέον σχεδόν αποκλειστικά μέσω διοικητικών αποφάσεων, καθώς η ΕΕ ελέγχει αυστηρά την προσφορά δικαιωμάτων ή διακόπτει σταδιακά τα δωρεάν δικαιώματα εκπομπών, αυξάνοντας τεχνητά τη σπανιότητά τους.
Το αποτέλεσμα είναι ότι ακόμη και αν οι διεθνείς τιμές του αργού πετρελαίου υποχωρήσουν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα – για παράδειγμα κάτω από τα $50/βαρέλι – οι τιμές στην αντλία στην ΕΕ δεν θα ακολουθήσουν την ίδια πορεία. Αντιθέτως, θα παραμείνουν υψηλές, ενδεχομένως και αυξανόμενες. Ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι δεν είναι υπερβολή να προβλέψει κανείς πως μέχρι το 2030, η τιμή της αμόλυβδης βενζίνης στην ΕΕ θα ξεπεράσει τα €3, ακόμα και τα €4 ανά λίτρο σε πολλές χώρες, περιλαμβανομένης και της Ελλάδας.
Σε αυτό το περιβάλλον, οι πολίτες των ευρωπαϊκών κρατών, και ιδιαίτερα των χωρών με χαμηλότερα εισοδήματα, καλούνται να σηκώσουν το βάρος μιας ενεργειακής μετάβασης που εξελίσσεται περισσότερο ως φορομπηχτική πολιτική παρά ως περιβαλλοντική στρατηγική με κοινωνική συνοχή. Η ηλεκτροκίνηση και οι ΑΠΕ προβάλλονται ως η διέξοδος, όμως οι υποδομές και το κόστος μετάβασης παραμένουν ζητήματα που δεν έχουν αντιμετωπιστεί επαρκώς.
Η πρόκληση για την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι πλέον να θέσει νέους φιλόδοξους στόχους για το κλίμα, αλλά να καταφέρει να διατηρήσει την κοινωνική αποδοχή αυτών των στόχων. Η ενεργειακή φτώχεια και οι έντονες ανισότητες που είναι ήδη φανερές και αναμένεται να ενταθούν περαιτέρω από την πολιτική της ακριβής ενέργειας ίσως αποδειχθούν ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την ίδια την πράσινη μετάβαση.