Οσο και αν στην τρέχουσα συγκυρία δεν υπάρχουν περιθώρια για κλιμάκωση επιμέρους αντιπαραθέσεων, μια σειρά από κινήσεις –κυρίως εκ μέρους της Αγκυρας και δευτερευόντως της Λιβύης– είναι αδύνατο να αγνοηθούν. Στην Αθήνα επικρατεί προβληματισμός, ταυτοχρόνως εξετάζονται πιθανοί τρόποι αντίδρασης, ενώ άγνωστος παράγοντας παραμένει η αμερικανική πολιτική –και δη η προσέγγιση του Ντόναλντ Τραμπ– στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η επιλογή της Τουρκίας να παρεμποδίσει –τόσο πέρυσι τον Ιούλιο επί του πεδίου, όσο και φέτος την άνοιξη μέσω συγκεκαλυμμένων απειλών– τις έρευνες για το έργο ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου, αποτέλεσε ακόμα μια έμπρακτη απόδειξη ότι η Αγκυρα δεν πρόκειται να αποστεί από τα παράνομα τετελεσμένα που θεωρεί ότι έχει δημιουργήσει δια του τουρκολιβυκού μνημονίου, με βασική θέση ότι τα ελληνικά νησιά δεν διαθέτουν κυριαρχικά δικαιώματα, παρά μόνο κυριαρχία στα έξι ναυτικά μίλια από τις ακτές τους.
Ακολούθησαν οι ανακοινώσεις τόσο της προσωρινής κυβέρνησης της Τρίπολης όσο και της διοίκησης στη Βεγγάζη, μετά τη δημόσια προκήρυξη του διαγωνισμού για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στα νότια της Κρήτης, με αμφότερες τις πλευρές να κατηγορούν την Ελλάδα για παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Λιβύης στην Ανατολική Μεσόγειο.
Καθώς τα τεμάχια «Κρήτη-1» και «Κρήτη-2» βρίσκονται πάνω από τη μέση γραμμή μεταξύ Ελλάδας και Λιβύης –όπως αυτή έχει οριοθετηθεί στη βάση του νόμου Μανιάτη το 2011– γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι οι επιφυλάξεις των Λιβύων εκφράζονται τόσο για τα δικά τους δυνητικά κυριαρχικά δικαιώματα, όσο όμως και για την παραβίαση του τουρκολιβυκού μνημονίου, παρά το γεγονός ότι αυτό δεν αποτυπώνεται ρητά στις ανακοινώσεις.
Τρίτη στη σειρά κίνηση ήταν η υπογραφή Μνημονίου Κατανόησης μεταξύ της Εθνικής Εταιρείας Πετρελαίου της Λιβύης και της κρατικής Τουρκικής Εταιρείας Πετρελαίου (ΤΡΑΟ) για διεξαγωγή ερευνών σε τέσσερα τεμάχια, τα οποία σύμφωνα με τον χάρτη βρίσκονται επίσης νοτίως της μέσης γραμμής, γεγονός που δείχνει ότι η Τρίπολη σέβεται, τουλάχιστον προς ώρας, τη μη ύπαρξη διμερούς συμφωνίας οριοθέτησης με την Αθήνα.
Στην ίδια εκδήλωση, όμως, παρουσιάστηκε και ένας δεύτερος χάρτης, στον οποίο αποτυπώνονται τόσο το τουρκολιβυκό μνημόνιο όσο και η κυριαρχική λογική της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς και η πλήρης αγνόηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πέραν αυτών, το ειδικότερο ζήτημα που προκύπτει –επιπλέον αυτής της συμφωνίας– είναι η στρατηγική επιχείρηση δορυφοροποίησης της Λιβύης από την Τουρκία, με την Αγκυρα πλέον να στήνει ερείσματα και στο καθεστώς του στρατάρχη Χαφτάρ.
Ενδιαμέσως η Αγκυρα κατέθεσε στην ΟΥΝΕΣΚΟ τον δικό της Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό –σε απάντηση εκείνου της Αθήνας– επί του οποίου αναπτύσσεται το συνολικό αναθεωρητικό αφήγημα της Τουρκίας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Στην Αθήνα επιχειρούν να αποδραματοποιήσουν την κατάσταση, εκτιμώντας δημοσίως ότι από τη στιγμή που η Ελλάδα ασκεί τα κυριαρχικά δικαιώματά της επί του πεδίου, και καθώς εκλείπουν διμερείς συμφωνίες οριοθετήσεων μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών, τότε είναι λογικό να υπάρχουν αντιδράσεις. Θεωρούν, δε, ότι το γεγονός που ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά της Αγκυρας ήταν το ενδιαφέρον της αμερικανικής πετρελαϊκής εταιρίας Chevron για τα θαλάσσια τεμάχια «Κρήτη-1» και «Κρήτη-2». Υπενθυμίζεται ότι εκείνες τις ημέρες το επίσημο αφήγημα από την ελληνική πλευρά ήταν ότι η εμπλοκή της Chevron ουσιαστικά ακυρώνει, επί του πεδίου, το τουρκολιβυκό μνημόνιο.
Ανώτερη διπλωματική πηγή, με άριστη γνώση των εξελίξεων, μετριάζει τους τόνους, υποστηρίζοντας πάντως στο Ρrotagon ότι «με δεδομένο το ενδιαφέρον της Chevron, αυτό που θέλουν οι Αμερικανοί είναι ηρεμία στην ευρύτερη περιοχή προκειμένου να μη θιγούν τα αμερικανικά οικονομικά συμφέροντα». Απαντώντας η ίδια πηγή στο ερώτημα αν η Ουάσινγκτον ενδιαφέρεται για τις εξελίξεις στη Λιβύη, άρα αν θα μπορούσε ενδεχομένως να παρέμβει τόσο στην Τρίπολη όσο και στην Αγκυρα προκειμένου να μη διαταραχθεί η ηρεμία στην Ανατολική Μεσόγειο, υπογραμμίζει ότι «για τους Αμερικανούς η Λιβύη δεν είναι προτεραιότητα, αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να μην αυξηθεί περαιτέρω η επιρροή της Μόσχας, μετά και την αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων από τη Συρία».
Αν πάντως η Αθήνα επιδιώκει πράγματι να προκαλέσει το ενδιαφέρον του Λευκού Οίκου για την Ανατολική Μεσόγειο, αυτό θα ήταν δυνατό να συμβεί προσφορότερα στο πεδίο της ενέργειας και των πιθανών εκμεταλλεύσεων και συνεργειών στα εικαζόμενα κοιτάσματα, παρά στα πολύπλοκα θέματα των οριοθετήσεων και του Διεθνούς Δικαίου, τα οποία ο Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται να θεωρεί δευτερεύουσας σημασίας.
Πηγή κοντά στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών επισημαίνει ότι η νέα αμερικανική διοίκηση επικεντρώνεται σε δύο δράσεις στην Ανατολική Μεσόγειο: «Στην προστασία των αμερικανικών εταιρειών και στην ασφάλεια του Ισραήλ. Ειδικά το τελευταίο σχετίζεται άμεσα με τις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας, όσο και με κρίσιμα ζητήματα, όπως η επιστροφή της Αγκυρας στο πρόγραμμα των F-35». Στην Αθήνα, λοιπόν, αντιλαμβάνονται ότι τόσο οι διμερείς σχέσεις με το Τελ Αβίβ, όσο και η συμμετοχή μαζί με την Κύπρο στο σχήμα 3+1 υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, θα μπορούσαν να ανοίξουν αποτελεσματικούς διαύλους επικοινωνίας με την αμερικανική ηγεσία.
Το γεγονός, δε, ότι ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο –ο οποίος συναντήθηκε στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ για δεύτερη φορά με τον Γιώργο Γεραπετρίτη– ήταν αυτός που από την πλευρά των Ρεπουμπλικανών προώθησε το εγχείρημα του East Med, ενώ θεωρείται και γνώστης των διπλωματικών ισορροπιών στην Ανατολική Μεσόγειο, εκτιμάται ως ιδιαιτέρως θετικό από την ελληνική κυβέρνηση. Απώτερος στόχος παραμένει η αναβίωση του σχήματος μέσω μιας συνεδρίασης των τεσσάρων υπουργών Εξωτερικών, καθώς έως το 2023 η Ουάσινγκτον περιοριζόταν στο επίπεδο των υπουργών Ενέργειας.
Οσον αφορά τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, στον απόηχο της συνάντησης Τραμπ-Ερντογάν, στην Αθήνα υπάρχει μεν προβληματισμός, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι ουσιαστικά ήταν η πρώτη εκ του σύνεγγυς επαφής των δύο ηγετών, αλλά ειδικά για το μείζον θέμα των F-35 η ίδια διπλωματική πηγή επισημαίνει ότι «όλα θα κριθούν από τη στάση του Ισραήλ». Πράγματι, από τη στιγμή που Τουρκία και Ισραήλ έχουν βρεθεί σχεδόν να συνορεύουν de facto στη Συρία, η αμερικανική διοίκηση θα πρέπει να σκεφτεί εις διπλούν αν θα συμπεριλάβει ξανά την Αγκυρα στο πρόγραμμα των συγκεκριμένων μαχητικών. Γενικότερα, Τραμπ και Ερντογάν μπορεί να ταιριάζουν στην πολιτική φιλοσοφία τους, αλλά τα ρήγματα ανάμεσα σε ΗΠΑ και Τουρκία παραμένουν ενεργά.
Στη μεγάλη εικόνα, και αν κανείς αποδεχθεί ότι μείζων προτεραιότητα για τον Ντόναλντ Τραμπ είναι η ειρήνευση της Μέσης Ανατολής και η επέκταση των Συμφωνιών του Αβραάμ, τότε οι ΗΠΑ είναι βέβαιο ότι θα επιχειρήσουν να καταστήσουν την Ανατολική Μεσόγειο θάλασσα σταθερότητας και ευημερίας, μέσω της οποίας θα αναπτυχθεί το τελευταίο στάδιο του φιλόδοξου εγχειρήματος IMEC για τη σύνδεση της Ινδίας με τη Δύση. Εν μέσω αυτής της διαδικασίας η Ελλάδα καλείται να τηρήσει μια λεπτή ισορροπία: να αντιμετωπίσει τον τουρκικό αναθεωρητισμό, λειτουργώντας όμως εποικοδομητικά στην ευρύτερη περιοχή.
*Από Protagon.gr