Βρισκόμαστε τώρα στην τρίτη φάση της τρέχουσας κρίσης στη Μέση Ανατολή. Στις δύο προηγούμενες φάσεις την πρωτοβουλία την είχε το Ισραήλ και στη συνέχεια οι Ηνωμένες Πολιτείες. Τώρα την έχει το Ιράν.
Στην πρώτη φάση, το Ισραήλ, ανησυχώντας ότι το Ιράν είχε πλησιάσει πολύ περισσότερο στην ανάπτυξη πυρηνικών όπλων, έβαλε κατά στρατιωτικών στόχων, πυρηνικών εγκαταστάσεων και ηγετικών προσωπικοτήτων. Η κυβέρνηση του Ισραήλ, η οποία μετά τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου ήταν πιο απρόθυμη να αναλάβει κινδύνους, δεν περιορίζονταν πλέον από τον φόβο αντιποίνων από τους πληρεξουσίους του Ιράν, τους οποίους είχε αποδυναμώσει, ή από την ικανότητα του Ιράν να αμύνεται, την οποία το Ισραήλ είχε επίσης υποβαθμίσει.
Τη δεύτερη φάση του πολέμου την ξεκίνησαν οι ΗΠΑ, βάζοντας στο στόχαστρό τους τρεις σημαντικές εγκαταστάσεις του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν. Τα αόρατα βομβαρδιστικά B-2 έριξαν αρκετές μεγάλες βόμβες «bunker buster» στα συγκροτήματα εμπλουτισμού ουρανίου στο Φόρντοου και στη Νατάνζ, ενώ αμερικανικά υποβρύχια εκτόξευσαν πυραύλους cruise κατά πυρηνικών εγκαταστάσεων στο Ισφαχάν.
Τόσο για το Ισραήλ όσο και για τις ΗΠΑ, αυτός ήταν ένας πόλεμος επιλογής: υπήρχαν και άλλες επιλογές. Επιπλέον, οι επιθέσεις ήταν περισσότερο προληπτικές παρά προειδοποιητικές, με την έννοια ότι η πρόοδος του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν ήταν μια αυξανόμενη μεν απειλή, αλλά όχι άμεση. Δεν είναι σαφές γιατί οι ΗΠΑ ανέλαβαν τώρα δράση, πέρα από το γεγονός ότι η διπλωματία δεν υποσχόταν πολλά και υπήρχε η ευκαιρία να ολοκληρωθεί η αποστολή χωρίς να κινδυνεύσουν οι αμερικανικές δυνάμεις. Ωστόσο, τόσο το Ισραήλ όσο και οι ΗΠΑ είχαν εξαντλήσει την υπομονή τους με το να βλέπουν το Ιράν να εμπλουτίζει ουράνιο σε επίπεδα που είχαν νόημα μόνο αν ο στόχος του ήταν, όχι η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά η ανάπτυξη πυρηνικών όπλων.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ισχυρίστηκε ότι οι επιθέσεις που διέταξε ήταν μια θεαματική στρατιωτική επιτυχία και ότι οι τρεις ιρανικές εγκαταστάσεις «καταστράφηκαν ολοσχερώς». Αυτό δεν έχει ακόμη αποδειχθεί. Κανονικά, η εκτίμηση των ζημιών υπό τέτοιες συνθήκες απαιτεί κάποιο χρόνο, και είναι τόσο τέχνη όσο και επιστήμη.
Επιπλέον, η επίθεση ίσως να κατέστρεψε τις τρεις συγκεκριμένες εγκαταστάσεις, αλλά να απέτυχε να εξαλείψει παντελώς τις προσπάθειες του Ιράν να αναπτύξει πυρηνικά όπλα. Στην πραγματικότητα αυτό είναι σχεδόν βέβαιο, καθώς το Ιράν είχε τη δυνατότητα να μεταφέρει εμπλουτισμένο ουράνιο, προηγμένες μηχανές φυγοκέντρισης και άλλο σχετικό εξοπλισμό σε διάφορες τοποθεσίες που προς το παρόν είναι άγνωστες.
Τι πρέπει, λοιπόν, να περιμένουμε από το Ιράν; Η επιδεικτική «επίθεση» στην αμερικανική βάση στο Κατάρ έδειξε ότι το Ιράν θέλει να αποφύγει την περαιτέρω κλιμάκωση και την έκθεσή του σε περισσότερες επιθέσεις που στοχεύουν την οικονομία του και τους στρατιωτικούς και πολιτικούς ηγέτες του. Ως αποτέλεσμα, το Ιράν είναι πιθανό να επικεντρωθεί στην ενίσχυση του καθεστώτος στο εσωτερικό, ώστε να διασφαλίσει την επιβίωσή του.
Με την πάροδο του χρόνου, το Ιράν αναμένεται επίσης να προσπαθήσει να ανασυγκροτήσει το πρόγραμμα ανάπτυξης πυρηνικών όπλων, καθώς πολλοί θα κρίνουν ότι οι ισραηλινές και αμερικανικές επιθέσεις δεν θα είχαν συμβεί ποτέ εάν το Ιράν διέθετε κάποιο πυρηνικό αποτρεπτικό μέσο. Η διπλωματία είναι απίθανο να αποτρέψει το Ιράν από αυτό το σχέδιο, πράγμα που σημαίνει ότι –με ή χωρίς κατάπαυση του πυρός– θα μπορούσαν κάλλιστα να απαιτηθούν νέες ισραηλινές ή αμερικανικές επιθέσεις, όποτε και όπου ανακαλυφθεί ότι το Ιράν εκτελεί εργασίες με στόχο την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων.
Αυτή η πραγματικότητα θα οδηγήσει πολλούς να υποστηρίξουν ότι τίποτε λιγότερο από μια αλλαγή καθεστώτος δεν θα αποτρέψει την τελική ανάδειξη ενός Ιράν με πυρηνικά όπλα, εξέλιξη που θα αποτελούσε υπαρξιακή απειλή για το Ισραήλ και θα οδηγούσε περισσότερες χώρες στην περιοχή να αποκτήσουν δικά τους πυρηνικά όπλα. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ήδη ακούμε εκκλήσεις για αλλαγή καθεστώτος από ορισμένους στο Ισραήλ και στις ΗΠΑ.
Αλλά η αλλαγή καθεστώτος είναι πιο εύκολη στα λόγια παρά στην πράξη. Τείνει να συμβαίνει όταν υπάρχει μια ισχυρή, οργανωμένη εσωτερική αντιπολίτευση, ένα παραπαίον καθεστώς ή μια εξωτερική δύναμη πρόθυμη και ικανή να εκδιώξει την ηγεσία, να καταλάβει τη χώρα και να τοποθετήσει έναν διάδοχο. Τίποτε από αυτά δεν ισχύει στην περίπτωση του Ιράν, το οποίο σημαίνει ότι οι ξένες δυνάμεις θα ήταν συνετό να βασίσουν την πολιτική απέναντί του στην υπόθεση ότι η τρέχουσα κυβέρνηση ή κάτι παρόμοιο θα ηγείται στο άμεσο μέλλον.
Το ότι χρειάζεται μόνο μία πλευρά για να αρχίσει ένας πόλεμος αλλά ο τερματισμός του απαιτεί όλα τα εμπλεκόμενα μέρη είναι μια κοινοτοπία. Σε αυτήν την κρίση στη Μέση Ανατολή η πρωτοβουλία ανήκει τώρα στο Ιράν. Μόνο οι ηγέτες του μπορούν να αποφασίσουν αν αυτό είναι η αρχή του τέλους ή το τέλος της αρχής. Είναι δύσκολο να υπερεκτιμηθεί πόσα εξαρτώνται από την απάντησή τους.
*Ο Ρίτσαρντ Χάας είναι επίτιμος πρόεδρος του Council on Foreign Relations, ανώτερος σύμβουλος στο Centerview Partners, διακεκριμένος ακαδημαϊκός υπότροφος στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και συγγραφέας του εβδομαδιαίου ενημερωτικού δελτίου Home & Away της Substack. Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται για την Ελλάδα από το Project Syndicate.
(από Protagon.gr)