Μετά από δεκατέσσερα χρόνια πολέμου, μια νέα αυγή διαφαίνεται στον ορίζοντα της Συρίας. Μια χώρα που υπέφερε όσο λίγες, βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο διεθνούς επενδυτικού ενδιαφέροντος. Η πτώση της προηγούμενης κυβέρνησης τον Δεκέμβριο του 2024 και η άρση των σκληρών αμερικανικών κυρώσεων από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, έχουν μετατρέψει τη Συρία από κατεστραμμένο κράτος σε πεδίο ανασυγκρότησης και πιθανής οικονομικής ανάκαμψης. Αν και περισσότερο από το 90% του πληθυσμού εξακολουθεί να ζει κάτω από το όριο της φτώχειας και εκατομμύρια πολίτες παραμένουν εκτοπισμένοι, η ανάγκη για ανοικοδόμηση δημιουργεί μια νέα δυναμική, ικανή να αλλάξει ριζικά τη μοίρα της χώρας. Υπάρχει άραγε η βούληση –και το κεφάλαιο– για να συμβεί αυτό;
Η κατάσταση στη Συρία παραμένει δραματική. Ο πληθωρισμός καλπάζει αγγίζοντας το 120%, η ανεργία είναι στα ύψη ενώ βασικά αγαθά, όπως τρόφιμα, καύσιμα και φάρμακα, είναι απρόσιτα για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Πάνω από 16,5 εκατομμύρια άνθρωποι θα χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια μέσα στο 2025, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΗΕ. Η χώρα είναι γεμάτη από εικόνες καταστροφής: ολόκληρες συνοικίες έχουν ισοπεδωθεί, οι υποδομές είναι μη λειτουργικές και πολλοί ζουν σε αυτοσχέδιους καταυλισμούς, σκηνές ή κατεστραμμένα σπίτια χωρίς θέρμανση ή ρεύμα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Μοχάμεντ, ενός εκτοπισμένου πατέρα στην Ιντλίμπ, ο οποίος αναφέρει: «Τα παιδιά μας αρρωσταίνουν συνεχώς. Δεν υπάρχει φως, δεν υπάρχει ζεστασιά, δεν υπάρχει ελπίδα – εκτός κι αν ξαναχτίσουμε».
Η καταστροφή δεν περιορίστηκε στα κτίρια. Χιλιάδες σχολεία καταστράφηκαν ή εγκαταλείφθηκαν, ενώ τα εκπαιδευτικά προγράμματα είναι πλέον κατακερματισμένα. Πολλά παιδιά έχουν μείνει εκτός σχολείου, είτε γιατί εργάζονται για να βοηθήσουν την οικογένειά τους, είτε γιατί έχουν αναγκαστεί να παντρευτούν πρόωρα. Οι πληγές στο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας είναι εξίσου βαθιές με εκείνες στους δρόμους της Δαμασκού και της Χομς.
Από τη φρίκη στις επενδύσεις
Η ανακοίνωση του Ντόναλντ Τραμπ για άρση των κυρώσεων εναντίον της Συρίας –ύστερα από συνομιλίες με ηγέτες της Σαουδικής Αραβίας και της Τουρκίας– άνοιξε τον δρόμο για μια πιθανή επενδυτική έκρηξη. Η προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Άχμαντ αλ-Σάραα χαιρετίστηκε ως μεταβατικός παράγοντας σταθερότητας, και ταυτόχρονα ως πιθανός καταλύτης οικονομικής αναγέννησης. «Ήρθε η ώρα η Συρία να μεγαλουργήσει», δήλωσε ο Αμερικανός πρόεδρος από το Ριάντ, υποσχόμενος άρση των κυρώσεων και στήριξη στη νέα ηγεσία. Αν και δεν έχει διευκρινιστεί ποιες κυρώσεις θα αρθούν άμεσα και ποιες θα διατηρηθούν υπό όρους, το επενδυτικό ενδιαφέρον δεν άργησε να εκδηλωθεί. Η γεωπολιτική επανένταξη της Συρίας δημιουργεί καινούργιες προοπτικές για γειτονικά κράτη που επιδιώκουν οικονομική επέκταση. Η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα φέρονται να εξετάζουν επενδύσεις σε ενεργειακά έργα, έργα υποδομής και αστικές αναπλάσεις. Η Τουρκία δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις και τον έλεγχο των ενεργειακών ροών στα βόρεια της χώρας. Παράλληλα, η συριακή διασπορά –συμπεριλαμβανομένων εύπορων επιχειρηματιών της Ευρώπης και της Αμερικής– ετοιμάζεται να επιστρέψει με επενδύσεις και ανθρώπινο κεφάλαιο, ενισχύοντας την τοπική οικονομία και προσφέροντας τεχνογνωσία σε κρίσιμους τομείς όπως η υγεία, οι μεταφορές και η ενέργεια. Ο Σύρος δισεκατομμυριούχος Γκασάν Αμπούντ, που ζει στα ΗΑΕ, δήλωσε πως κάνει σχέδια να επενδύσει και αναμένει ότι το ίδιο θα κάνουν και άλλοι Σύροι επιχειρηματίες της διασποράς. «Φοβόντουσαν να έρθουν και να δουλέψουν στη Συρία λόγω του κινδύνου των κυρώσεων. Αυτό τώρα εξαφανίζεται εντελώς», είπε. Ο ίδιος σχεδιάζει επενδύσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων για την ενίσχυση της τέχνης, του πολιτισμού και της εκπαίδευσης στη Συρία. Ο Ιμάντ αλ-Χατίμπ, επενδυτής από τον Λίβανο, επιτάχυνε τα σχέδιά του για εργοστάσιο διαλογής απορριμμάτων αξίας 200 εκατομμυρίων δολαρίων. Έστειλε ήδη ομάδα τεχνικών για να ξεκινήσουν εργασίες. «Αυτό είναι το πρώτο βήμα... και μεγαλύτερα θα ακολουθήσουν, Θεού θέλοντος», δήλωσε.
Τον Μάρτιο του 2025, η Διάσκεψη των Βρυξελλών εξήγγειλε χρηματοδότηση ύψους 6,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τη Συρία και τις γειτονικές χώρες. Η Κάθριν Αχίλες από τη Νορβηγική Προσφυγική Επιτροπή (NRC) υπογράμμισε την ανάγκη τα κεφάλαια αυτά να κατευθυνθούν όχι μόνο στην επείγουσα βοήθεια αλλά κυρίως σε μακροπρόθεσμες λύσεις: ανακατασκευή σχολείων, ενίσχυση τοπικών οικονομιών και δημιουργία θέσεων εργασίας.
Η Γερμανία και η Γαλλία έχουν ήδη προχωρήσει σε προπαρασκευαστικές κινήσεις: η KfW ενίσχυσε το Ταμείο Συριακής Ανάκαμψης (SRTF), ενώ η Γαλλία υπέγραψε προσύμφωνο για εκσυγχρονισμό του λιμανιού της Λαττάκειας. Η Γενική Αρχή Χερσαίων και Θαλάσσιων Λιμένων της Συρίας ανακοίνωσε την υπογραφή νέας σύμβασης με τη γαλλική ναυτιλιακή εταιρεία CMA CGM για τη διαχείριση του τερματικού σταθμού εμπορευματοκιβωτίων στο λιμάνι της Λαττάκειας. Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, η νέα συμφωνία προβλέπει αναθεωρημένους όρους και μηχανισμούς συνεργασίας, καθώς και τον διακανονισμό όλων των εκκρεμοτήτων μεταξύ των δύο πλευρών. Λεπτομέρειες για το περιεχόμενο της σύμβασης δεν έγιναν γνωστές. Πηγή με γνώση των διαπραγματεύσεων ανέφερε στο πρακτορείο Reuters ότι η νέα συμφωνία περιλαμβάνει τροποποιήσεις στη μοιρασιά των εσόδων και στη χρονική διάρκεια της παραχώρησης. Το λιμάνι της Λαττάκειας αποτελεί τη βασική θαλάσσια πύλη της Συρίας. Η CMA CGM ανέλαβε τη διαχείριση του τερματικού σταθμού το 2009, με τη σύμβαση να έχει ανανεωθεί επανειλημμένα, τελευταία φορά τον Οκτώβριο του 2024, για ακόμη 30 χρόνια, από την τότε κυβέρνηση του Μπασάρ αλ Άσαντ. Η CMA CGM ελέγχεται από τον γαλλο-λιβανέζο δισεκατομμυριούχο Ροντόλφ Σααντέ και την οικογένειά του, που διατηρεί δεσμούς με τη Συρία. Παράλληλα, η Συρία υπέγραψε πρόσφατα Μνημόνιο Συνεργασίας (MoU) με την εταιρεία DP World των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων – θυγατρική του ομίλου Dubai World – για την ανάπτυξη και λειτουργία νέου πολυλειτουργικού τερματικού στο στρατηγικής σημασίας λιμάνι της Ταρτούς.
Η συμφωνία, ύψους 800 εκατομμυρίων δολαρίων, ανακοινώθηκε την Παρασκευή από τη Γενική Αρχή Λιμένων Ξηράς και Θάλασσας της Συρίας, η οποία υπογράμμισε τον στόχο του έργου: τον εκσυγχρονισμό των λιμενικών υποδομών και την ενίσχυση της εμπορικής δραστηριότητας της χώρας. Το λιμάνι της Ταρτούς, στη δυτική Συρία, αποτελεί βασικό κόμβο θαλάσσιου εμπορίου και φιλοξενεί ρωσική ναυτική βάση, γεγονός που του προσδίδει ιδιαίτερη γεωπολιτική σημασία. Η DP World, η οποία δραστηριοποιείται σε δεκάδες λιμάνια ανά τον κόσμο, αναμένεται να αναλάβει την πλήρη διαχείριση και λειτουργία του νέου τερματικού, ενισχύοντας έτσι τη στρατηγική της παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο.
Τα αγκάθια στον δρόμο προς την ανοικοδόμηση
Ωστόσο, η πρόοδος δεν θα είναι εύκολη. Οι διεθνείς αναλυτές προειδοποιούν ότι η απουσία θεσμικής σταθερότητας, η διαφθορά και η αδύναμη δικαιοσύνη απειλούν την υλοποίηση των σχεδίων ανασυγκρότησης. Ο καθηγητής Ζιάντ Αγιούμπ Αραμπάς επισημαίνει ότι η οικονομική αναγέννηση δεν μπορεί να συμβεί αν δεν διασφαλιστεί η αξιοπιστία των κρατικών θεσμών και η αποτελεσματική διαχείριση των πόρων. Ένα από τα μεγαλύτερα στοιχήματα για την ανοικοδόμηση είναι η επανένταξη των εκατομμυρίων εκτοπισμένων και προσφύγων. Πάνω από 13 εκατομμύρια Σύριοι έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια τους από το 2011. Πολλοί θέλουν να επιστρέψουν, αλλά συναντούν εμπόδια όπως χαμένα ή καταπατημένα ακίνητα, έλλειψη βασικών υπηρεσιών και φόβο για το μέλλον.
Η NRC, που δραστηριοποιείται στη χώρα από το 2013, εργάζεται για την αποκατάσταση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και την παροχή νομικής βοήθειας στους επιστρέφοντες. Ένας από αυτούς, ο Μουαγιάντ από τη Χατζίρα, επέστρεψε πρόσφατα στο κατεστραμμένο σπίτι του. «Καίμε ρούχα για να ζεσταθούμε», λέει. «Το μόνο που θέλουμε είναι ένα σταθερό περιβάλλον για να χτίσουμε ξανά τις ζωές μας».
Ο ΟΗΕ εκτιμά ότι η συριακή οικονομία έχει υποστεί ζημιές άνω των 800 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις τοποθετούν το κόστος της ανοικοδόμησης μεταξύ 400 και 600 δισ., ενώ άλλοι μιλούν ακόμα και για 1 τρισεκατομμύριο δολάρια. Η ανασύσταση των βασικών υποδομών (ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, νοσοκομεία, δρόμοι) είναι μόνο η αρχή. Σύμφωνα με οικονομικούς αναλυτές, ακόμη και στο πιο αισιόδοξο σενάριο, θα χρειαστούν δύο δεκαετίες για να φτάσει η συριακή οικονομία στο 50% της προπολεμικής της δυναμικής. Η άρση των κυρώσεων, η επανεμφάνιση των διεθνών επενδυτών, η ενεργοποίηση της διασποράς και η προσδοκία για σταθερότητα δημιουργούν το υπόβαθρο για ένα ιστορικό restart στη Συρία. Οι προκλήσεις είναι τεράστιες, αλλά και οι ευκαιρίες ιστορικές. Η χώρα που έγινε συνώνυμη της ερήμωσης, ενδέχεται να μετατραπεί –με κόπο και επιμονή– σε σύμβολο επιβίωσης και ανασυγκρότησης. Το ερώτημα δεν είναι αν θα ανοικοδομηθεί η Συρία, αλλά πώς και από ποιους.
(από την εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ»)