Με τον κλάδο των ορυκτών καυσίμων να περνά κρίση εξαιτίας της εξωτερικής και δασμολογικής πολιτικής του Προέδρου Τραμπ και τον κλάδο των ΑΠΕ να έχει παγώσει χάρη στην προσωπική αντιπάθεια του ιδίου, η πυρηνική ενέργεια αναδεικνύεται στον μεγάλο κερδισμένο κατά τους πρώτους μήνες της νέας διακυβέρνησης. Η αναγέννηση της πυρηνικής βιομηχανίας είχε ξεκινήσει από το 2024, όταν η εκτιμώμενη εκτίναξη της ζήτησης λόγω των ψηφιακών υποδομών καθιστούσε την ανάπτυξη σταθερών αλλά λιγότερο ρυπογόνων μορφών ενέργειας πιο επιτακτική. Με τον Τραμπ και το επιτελείο του να δίνουν έμφαση στην πυρηνική ενέργεια, έχοντας μάλιστα υπογράψει μία σειρά εκτελεστικών διαταγμάτων πρόσφατα, η ανάπτυξη νέων υποδομών θεωρείται δεδομένη κατά τις επόμενες δεκαετίες. Το θέμα, πλέον, είναι ποιοι παίκτες στην αγορά θα καταφέρουν να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι της πίτας.
Μολονότι οι ΗΠΑ διατηρούν την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία τους ως η χώρα με τον μεγαλύτερο στόλο πυρηνικών αντιδραστήρων— 94 έναντι 58 της Κίνας και 57 της Γαλλίας— η κατασκευή αυτών των μονάδων είχε ατονήσει τις τελευταίες δεκαετίες. Ένας βασικός λόγος ήταν οι κοινωνικές αντιδράσεις κατά της πυρηνικής τεχνολογίας, ειδικά μετά τα δυστυχήματα στο Three Mile Island και το Chernobyl. Αργότερα, οι ΗΠΑ βίωσαν μία νέα χρυσή εποχή για τα ορυκτά καύσιμα χάρη στη σχιστολιθική επανάσταση, καθιστώντας τα πυρηνικά εργοστάσια μία ακριβή και καθόλου ελκυστική εναλλακτική. Ακόμα χειρότερα, οι πιο πρόσφατες προσπάθειες κατασκευής νέων αντιδραστήρων συνοδεύτηκαν από χρόνιες καθυστερήσεις και υπερβάσεις κόστους, προκαλώντας πονοκεφάλους τόσο για τις τοπικές αρχές, όσο και τους διαχειριστές αυτών των υποδομών.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Westinghouse αποτελεί έναν από τους τελευταίους επιζήσαντες της αγοράς στις ΗΠΑ. Η Westinghouse είναι το κοινό εγχείρημα των καναδικών Brookfield, μίας επενδυτικής εταιρείας, και Cameco, ενός από τους μεγαλύτερους παραγωγούς ουρανίου διεθνώς. Παρά τα καναδικά συμφέροντα που τη στηρίζουν, η Westinghouse εδρεύει στην Πενσυλβάνια, όντας μία αμερικανική εταιρεία χωρίς ουσιαστικό ανταγωνισμό. Υπάρχουν ελάχιστοι κατασκευαστές πυρηνικών αντιδραστήρων που έχουν αδειοδοτηθεί στις ΗΠΑ, και οι περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν την τεχνογνωσία, την εμπειρία, και τα κεφάλαια για να υποστηρίξουν μεγάλα έργα στη χώρα. Για παράδειγμα, η γαλλική EDF, ο παραδοσιακός ανταγωνιστής της Westinghouse στην Ευρώπη, έχει αποχωρήσει από την αμερικανική αγορά εδώ και χρόνια, ενώ δυσκολεύεται να διαχειριστεί ακόμα και τις ευρωπαϊκές υποδομές της.
Η Westinghouse κατασκεύασε τους δύο νεότερους αντιδραστήρες του αμερικανικού στόλου, τους AP1000 ισχύος άνω των 1000 MW, στο εργοστάσιο Vogtle στη Τζώρτζια. Η κατασκευή τους ξεκίνησε το 2009 και χρειάστηκε σχεδόν μία δεκαπενταετία για να ολοκληρωθεί, με τον πρώτο αντιδραστήρα να τίθεται σε λειτουργία το 2023 και τον δεύτερο το 2024. Οι καθυστερήσεις διπλασίασαν το αρχικό κόστος των 14 δισεκατομμυρίων δολαρίων, με τον τοπικό πάροχο Georgia Power να καταγράφει ζημίες που ξεπέρασαν τα 10 δισεκατομμύρια. Ωστόσο, η Westinghouse θεωρεί πως αυτή η αρνητική εμπειρία συνιστά ένα καλό μάθημα για την ανάπτυξη των επόμενων πυρηνικών υποδομών στις ΗΠΑ.
Με την κυβέρνηση Τραμπ να στοχεύει στην έναρξης κατασκευής για τουλάχιστον 10 μεγάλους αντιδραστήρες μέχρι το 2030, η αρχική εκτίμηση ανέρχεται σε περίπου 75 δισεκατομμύρια επενδύσεων. Προς το παρόν δεν έχουν γνωστοποιηθεί οι επιδοτήσεις που θα παρέχει το ομοσπονδιακό κράτος, αν και η ανάπτυξη πυρηνικών υποδομών φαίνεται να έχει διακομματική συναίνεση. Ένα πιθανό πρόβλημα θα είναι η αντίδραση των τοπικών κοινωνιών και περιβαλλοντικών ακτιβιστών, οι οποίοι πιθανότατα θα προσφύγουν στα δικαστήρια όταν αποφασιστούν οι τοποθεσίες για τους νέους αντιδραστήρες. Η επιτάχυνση και απλοποίηση των διαδικασιών που προωθεί η σημερινή διακυβέρνηση θα μπορούσε να καταλήξει σε δικαστικά προβλήματα, καθώς ήδη το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έχει ακυρώσει το Δόγμα Chevron, ότι δηλαδή τα δικαστήρια πρέπει να ακολουθούν τις αποφάσεις των ομοσπονδιακών Υπουργείων ή οργανισμών όταν οι υποθέσεις αφορούν σε “επιστημονικά” ζητήματα.