Οι σχέσεις Ελλάδας – Αιγύπτου δεν διάγουν τις καλύτερες μέρες τους. Η αναδίπλωση του Καΐρου από τη συμφωνία που είχε επιτευχθεί τον περασμένο Δεκέμβριο ανάμεσα στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά και τις τοπικές αρχές δημιούργησε προβληματισμό, αν και δεν είναι η πρώτη φορά που ακολουθείται η μέθοδος οικειοποίησης περιουσίας τρίτου μέρους από τις αιγυπτιακές αρχές.

Πράγματι, παρά την αμοιβαία καλή διάθεση και συχνά αλληλοϋποστήριξη ανάμεσα στις δύο χώρες, μετά το 1979 η Αίγυπτος διά της μεθόδου της σαλαμοποίησης είχε καταστήσει σαφή την επιθυμία κλιμακωτού σφετερισμού των ιδιοκτησιών του ελληνορθόδοξου ναού. Αυτή η πρακτική ήταν πάγια ήδη από τις δεκαετίες του 1920-30 εις βάρος των ελληνικών κοινοτήτων και του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Οι Αιγύπτιοι δεν στρέφονταν αποκλειστικά εναντίον του ελληνικού ή ελληνορθόδοξου στοιχείου, αλλά συνολικά εις βάρος όσων κατείχαν ιδιοκτησίες, οι οποίες κρίνονταν ευάλωτες. Είναι χαρακτηριστική η παλαιότερη προσπάθεια των αρχών της Αιγύπτου να αλλάξουν τη σύσταση του διοικητικού συμβουλίου του Ναυτικού Ομίλου Αλεξανδρείας προκειμένου να επηρεάζουν τις αποφάσεις του, επειδή κατείχε περιοχές – φιλέτα στην περιοχή.

Οι προσδοκίες της Αθήνας τροποποιούνταν ανάλογα με το καθεστώς με το οποίο συνομιλούσε και ασφαλώς το τωρινό θεωρείται το πλέον φιλικό, οπότε ίσως (κακώς) δεν αναμέναμε την αναντιστοιχία μεταξύ λόγων και πράξεων από μεριάς του. Μάλιστα, η πρόσφατη επίσκεψη του Ελληνα υπουργού Εξωτερικών κατέδειξε τη διάθεση αναζήτησης τρόπων να υπερβούμε τον σχετικό κλονισμό που προκάλεσαν οι συνειδητές αστοχίες των Αιγυπτίων. Ποιος είναι ο στόχος της ελληνικής πλευράς, δεδομένων των συνθηκών; Μια συμφωνία στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, ώστε να είναι αρκούντως δεσμευτική για το Κάιρο, η οποία όχι μόνο θα αναγνωρίζει τον ελληνορθόδοξο χαρακτήρα αλλά και τη συνέχεια, παράλληλα με τη διατήρηση του status quo. Αν η Αθήνα κατάφερνε να εμφανιστεί ως αντισυμβαλλόμενη σε ένα κανονιστικό πλαίσιο της Αιγύπτου, τότε εκ των πραγμάτων αναγνωρίζεται το ελληνικό έννομο συμφέρον.

Ο εξωδικαστικός συμβιβασμός που θα είχε τη σφραγίδα ενός διορισμένου κυβερνήτη δεν θα απέδιδε κάποιον τίτλο, ούτε ασφαλώς θα εξασφάλιζε τα συμφέροντα της μονής και των μοναχών της, οι οποίοι φθίνουν αριθμητικά προϊόντος του χρόνου. Αν όμως άλλαζε η φύση της λειτουργίας, η οποία έχει περιορισμούς, επί παραδείγματι στο ωράριο των επισκέψεων λόγω του μοναστικού χαρακτήρα, τότε θα μπορούσε να μετεξελιχθεί σε τουριστικό κέντρο, με την παροχή διαφόρων υπηρεσιών, πέραν των θρησκευτικών. Οι υπολογισμοί κάνουν λόγο για αξία της ακίνητης περιουσίας στην περιοχή μεταξύ 400 και 500 εκατ. δολαρίων, τα οποία σε περίπτωση εκμετάλλευσης θα έδιναν σημαντική ανάσα στην αιγυπτιακή οικονομία.

Η Αθήνα κατανοεί τις κλιμακούμενες εγχώριες προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο Αλ Σίσι, αποτέλεσμα των οικονομικών δυσχερειών, συνδυαστικά με τη δημογραφική έκρηξη, που ενδέχεται να οδηγήσουν σε κοινωνικές εκρήξεις. Είναι αλήθεια ότι η Αίγυπτος έχει χτυπηθεί περισσότερο από πολλές άλλες χώρες από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη διακοπή προμήθειας σιτηρών, όπως και από τη δραστική υποχώρηση των εσόδων από τη διώρυγα του Σουέζ (-65%) λόγω των επιθέσεων των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα, αλλά και τη δραστική μείωση των τουριστικών ροών. Για τους παραπάνω λόγους, αναφορικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της μονής, ο Αιγύπτιος πρόεδρος ή πάντως οι αρχές της χώρας του βρίσκονται σε σύμπνοια, ακόμη κι αν δεν φανερώνεται στην ελληνική πλευρά.

Απαιτούνται, λοιπόν, προσεκτικοί χειρισμοί αντί πανικού και φωνασκιών, γιατί η έκβαση της υπόθεσης δεν θα καθορίσει μεν, ωστόσο, θα επηρεάσει σε κάποιον βαθμό την προοπτική των πολύτιμων δεσμών μας. Η Αίγυπτος αποτελεί κομβική συνιστώσα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στην ευρύτερη περιοχή και πέραν της οριοθέτησης ΑΟΖ και συμφωνιών με άξονα την ενέργεια, έχει μετατραπεί σε ισχυρό αντίβαρο στον τουρκικό αναθεωρητισμό. Το μεταναστευτικό είναι, επίσης, ένα σοβαρό θέμα και οι αυξημένες ροές που προέρχονται από την ανατολική Λιβύη αφορούν κυρίως Αιγυπτίους, ενώ στις ισορροπίες στο εσωτερικό της Λιβύης η επιρροή του Καΐρου είναι χρήσιμη για εμάς. Η Ελλάδα, όμως, έχει πρωτοστατήσει στην ευρωπαϊκή οικονομική υποστήριξη, παίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στην επίσπευση εκταμίευσης της πρώτης μεγάλης δόσης των 4 δισ. ευρώ, έχοντας με τη σειρά της εργαλεία πίεσης. Εντέλει, η διαπραγμάτευση δεν μπορεί παρά να γίνει με πολιτικούς όρους και λαμβάνοντας υπόψη τις εύλογες ελληνικές ανησυχίες.

 

*O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA), καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.

(Πηγή: εφημερίδα Η Καθημερινή)

 

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr