Το ιρακινό Κουρδιστάν διαθέτει έναν νεανικό πληθυσμό (μέσος όρος 20 έτη) που ξεπερνάει τα έξι εκατομμύρια. Το μέγεθος του τοπικού ΑΕΠ είναι αντίστοιχο με εκείνο της Λετονίας ή της Εσθονίας, ενώ η περιοχή έχει μεγαλύτερο κατά κεφαλήν εισόδημα από το υπόλοιπο Ιράκ, το Ιράν και τη Συρία. Το πολιτικό σύστημα είναι αρκετά φιλελεύθερο, με διάκριση των εξουσιών και προστασία των πολιτικών ελευθεριών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επίσης, η πολιτική κουλτούρα της κουρδικής αυτόνομης περιοχής αναγνωρίζει την ισότιμη συμμετοχή του γυναικείου πληθυσμού σε κάθε έκφανση της δημόσιας ζωής. Με εξαίρεση το ζήτημα του ελέγχου του Κιρκούκ και των πετρελαίων του, το αυτόνομο Κουρδιστάν δεν τρέφει εδαφικές διεκδικήσεις εντός ή εκτός Ιράκ.
Λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης, η κουρδική οντότητα διατηρεί στενή σχέση με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Πρώτον, λειτουργεί ως πυλώνας ομαλότητας και ειρήνης μέσα στο Ιράκ, που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει δομικά προβλήματα. Δεύτερον, το ιρακινό Κουρδιστάν συνορεύει με το Ιράν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την παρακολούθηση του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης. Το συγκεκριμένο κομμάτι του Ιράκ έχει ακόμη προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών δυτικών και μη δυτικών κυβερνήσεων επειδή κατέχει σημαντικά αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η σχέση με την Αγκυρα είναι αρκετά καλή, αφού η τοπική κουρδική ηγεσία έχει αποστασιοποιηθεί πλήρως από το ΡΚΚ και άλλες τέτοιες δυνάμεις στην Τουρκία.
Καθόλου τυχαία, η Αθήνα προσπαθεί τα τελευταία χρόνια να μην είναι απούσα από το κουρδικό τμήμα του Ιράκ. Η πρόσφατη διοργάνωση του πρώτου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών στην πόλη Σουλεϊμανίγια ήταν ένα σημαντικό γεγονός για την περαιτέρω ανάπτυξη των διμερών σχέσεων. Η Αθήνα ίδρυσε γενικό προξενείο στην πρωτεύουσα Ερμπίλ το 2016, κατόπιν πρωτοβουλίας του τότε υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά, για να ενισχύσει την ελληνική παρουσία στην περιοχή. Η δε δημιουργία απευθείας αεροπορικής γραμμή Ερμπίλ – Αθήνα έχει συμβάλει στην εμβάθυνση της επιχειρηματικής συνεργασίας ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Η κουρδική οντότητα με την αυξανόμενη γεωπολιτική και γεωοικονομική σημασία, αποτελεί έναν φυσικό μας σύμμαχο στα ζητήματα περιφερειακής ασφάλειας.
Η αυξανόμενη γεωπολιτική και γεωοικονομική σημασία της κουρδικής οντότητας απαιτεί μια καλά μελετημένη και ρηξικέλευθη στρατηγική εκ μέρους της Αθήνας. Απουσιάζει, δυστυχώς, η ολιστική προσέγγιση που θα συνδυάζει διπλωματία, οικονομία, ενέργεια, ασφάλεια, πολιτισμό και παιδεία. Μια προσέγγιση που θα ενσωματώνει τα εθνικά συμφέροντα σε πολυμερείς συνεργασίες στο συγκεκριμένο κομμάτι της Μέσης Ανατολής. Ο κουρδικός παράγοντας δεν είναι ενιαίος και μονολιθικός, όμως αποτελεί έναν φυσικό μας σύμμαχο στα ζητήματα περιφερειακής ασφάλειας. Με άλλα λόγια, η Αθήνα πρέπει να ιεραρχήσει ψηλότερα στην ατζέντα της τη σχέση με το ιρακινό Κουρδιστάν.
Εδώ και πολλές δεκαετίες, η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι μονοδιάστατα προσανατολισμένη προς Δυσμάς για κατανοητούς λόγους. Ωστόσο, οι διεθνείς εξελίξεις φαίνεται να έχουν ξεπεράσει τους σχεδιασμούς της Αθήνας. Σε μια εποχή που η Ε.Ε. αναζητεί τη δική της πολιτική ταυτότητα, η ελληνική κυβέρνηση δύναται να διεκδικήσει έναν νέο γεωπολιτικό ρόλο με μεγάλη προστιθέμενη αξία. Αυτός ο ρόλος δεν μπορεί πλέον να θεμελιωθεί στα Βαλκάνια και στη Μαύρη Θάλασσα, μετά την είσοδο αρκετών κρατών της περιοχής στην Ε.Ε. Από τη στιγμή που το παγκόσμιο ενδιαφέρον μετατοπίζεται προς τα ανατολικά, η ελληνική διπλωματία καλείται να πάρει πρωτοβουλίες προς αυτήν την κατεύθυνση.
Το ιρακινό Κουρδιστάν δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν μια μικρή και απομονωμένη οντότητα. Συνιστά αναπόσπαστο κομμάτι ενός νέου άξονα σταθερότητας, ο οποίος ξεκινάει από την Ελλάδα και καταλήγει στην Ινδία. Η ελληνική εξωτερική πολιτική χρειάζεται, λοιπόν, περισσότερη ευελιξία και προσαρμοστικότητα για να ανταποκριθεί με επιτυχία στις προκλήσεις ενός κόσμου που αλλάξει ραγδαία.
*Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London.
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")