Η εμπιστοσύνη απέναντι στην αμερικανική ηγεσία απομειώνεται με γεωμετρική πρόοδο και ας προσπαθούν εταίροι και ανταγωνιστές, με εξαίρεση την Κίνα, να κολακεύουν δημόσια και ιδιωτικά έναν ηγέτη που επιζητεί τη συνεχή τροφοδότηση του «εγώ» του. Σε ένα δυστοπικό διεθνές περιβάλλον, όπου κυριαρχεί πλέον η μονομέρεια των Ηνωμένων Πολιτειών και όχι ο απομονωτισμός, πολλώ δε μάλλον η πολυμέρεια, τα υπόλοιπα κράτη είναι υποχρεωμένα να λάβουν τα μέτρα τους και μέσω συμπράξεων να δυναμώσουν τη φωνή και την επιρροή τους. Ανεξάρτητα από το αν η Ουάσιγκτον τελικά αποσυρθεί μερικώς ή ολικώς, διπλωματικά ή στρατιωτικά, από διάφορες περιοχές του πλανήτη, έχει ανακύψει ένα ψυχολογικό χάσμα, το οποίο ο Αμερικανός ηγέτης όχι μόνο δεν ενδιαφέρεται να γεφυρώσει, αλλά μάλλον συνειδητά σκοπεύει να διατηρήσει, αν όχι να διευρύνει, γιατί έτσι πιστεύει ότι θα είναι σε πλεονεκτικότερη θέση, εφόσον όλοι οι υπόλοιποι θα βρίσκονται σε εγρήγορση και, αγωνιώντας για τη θέση τους στην υφιστάμενη τάξη πραγμάτων, θα είναι πιο ευάλωτοι απέναντι στις αμερικανικές πιέσεις.
Παρ’ όλα αυτά, ο Τραμπ δείχνει απτόητος και αποφασισμένος να μην κάνει πίσω στα ζητήματα που αφορούν εμμέσως ή αμέσως την ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια. Η έννοια της συλλογικής άμυνας έχει ξεθωριάσει, όχι μόνο εξαιτίας δηλώσεων που θα μπορούσαν να φέρουν ακόμη και σε ευθεία στρατιωτική αντιπαράθεση δύο κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Δανία για χάρη της Γροιλανδίας, αλλά κυρίως λόγω της εμφανούς απροθυμίας των Ηνωμένων Πολιτειών, αφενός να εξακολουθήσουν να εισφέρουν εξίσου καταλυτικά στον προϋπολογισμό του ΝΑΤΟ και αφετέρου να παραμείνουν δεσμευμένες στην υπεράσπιση ακόμη και της τελευταίας ίντσας νατοϊκού εδάφους. Επομένως, καθίσταται επιτακτική ανάγκη η ανάπτυξη του ευρωπαϊκού πυλώνα εντός του ΝΑΤΟ σε πρώτη φάση και εν συνεχεία, ανάλογα με τις εξελίξεις, ακόμη και η προώθηση ενός μηχανισμού συμπληρωματικού, αλλά και δυνητικά αυτόνομου. Αυτό το εγχείρημα βέβαια απαιτεί πολύ χρόνο, τεράστια κεφάλαια (σε κάποιο βαθμό), αλλαγή κουλτούρας. Μάλιστα, πανευρωπαϊκά, ναι μεν αυτή τη στιγμή η πλειονότητα των πολιτών στηρίζει με ενδοιασμούς την πρόθεση των ηγεσιών να αναπτύξει η Ευρώπη τη δική της περπατησιά σε ζητήματα άμυνας, ωστόσο τυχόν απώλεια κονδυλίων εις βάρος του κράτους πρόνοιας δεν αποκλείεται στο μέλλον να τους στρέψει σε άλλες κατευθύνσεις. Πολλά θα εξαρτηθούν από το αίσθημα ανασφάλειας και ευαλωτότητας, καθώς και την προτεραιοποίηση που θα γίνει στις απειλές. Αν, επί παραδείγματι, προέκυπτε μια ουσιαστική διευθέτηση και όχι απλώς και μόνο κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία, και σταδιακά άρχιζε να αλλάζει η εικόνα της επιθετικής και αναθεωρητικής Ρωσίας (και στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2028 αναλάμβανε τα ηνία ένας πρόεδρος με φιλοευρωπαϊκά χαρακτηριστικά), το πρότζεκτ «ευρωπαϊκή άμυνα» και κυρίως η αναγκαιότητα αυτού πιθανόν να αμφισβητούνταν εκ των έσω.
Στην παρούσα φάση, πάντως, αρκετές ευρωπαϊκές χώρες συμφωνούν πως είναι η κατάλληλη στιγμή να αρχίσουν να στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις. Σε αυτή τη «συμμαχία των προθύμων» κάποιοι θα μείνουν. Επίσης, δεν είναι υποχρεωτικό να διαθέσουν δυνάμεις και πόρους με τον ίδιο βαθμό προσήλωσης και σε μεγάλους αριθμούς. Ενώ η ανάπτυξη και οι αυτοτελείς δεξιότητες των εγχώριων αμυντικών βιομηχανιών και κατ’ επέκταση τα περιθώρια συμπράξεων ασφαλώς δεν είναι αναλογικά σε κάθε περίπτωση. Υπό αυτό το πρίσμα, για πολλές ευρωπαϊκές χώρες η Τουρκία θεωρείται κομβική, πολύ περισσότερο δεδομένων των συνεργειών της με ευρωπαϊκές εταιρείες, τις επιθετικές εξαγορές της και τις πιστοποιήσεις που έχει εξασφαλίσει για πιθανές συμπαραγωγές. Στο ενδεχόμενο αναδίπλωσης ή δισταγμών στην πορεία εκ μέρους κάποιων Ευρωπαίων (στο σενάριο αλλαγής των πολιτικών συσχετισμών ή των κοινωνικών δυναμικών ή και της κόπωσης από τα πολεμικά μέτωπα), που έτσι κι αλλιώς δεν είναι συνηθισμένοι στην εμπλοκή τους σε ένοπλες συγκρούσεις, η Τουρκία μοιάζει διατεθειμένη να καλύψει μέρος των απωλειών.
Είναι περιττό να αναφερθούμε στους λόγους που η Τουρκία δεν μπορεί να αποτελέσει κομμάτι της ευρωπαϊκής άμυνας εφόσον δεν συμμορφωθεί με συγκεκριμένες, αυτονόητες προϋποθέσεις, παρά την εσχάτως αναβαθμισμένη θέση της σε ζητήματα ασφάλειας. Αυτό δίνει στην Ελλάδα την ευχέρεια να προωθήσει τις δικές της αιρεσιμότητες, με το αίτημα για την άρση του casus belli να αποτελεί μία καλή (και μόνο) αρχή, υπό τη μορφή υπενθύμισης προς τους Ευρωπαίους εταίρους μας.
*O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA), καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")