του άνθρακα; Ο μυημένος γνωρίζει ότι οι επιδοτήσεις είναι συχνά απαραίτητες για να καταστήσουν τέτοια έργα βιώσιμα. Ο αδαής όμως, θέτει το σωστό ερώτημα: πόσο πραγματικά κοστίζει η αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα (CO2) χωρίς κρατική στήριξη; Αυτό είναι το κρίσιμο σημείο για τη μακροπρόθεσμη επιτυχία της τεχνολογίας δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα. Η πρόσφατη εμπειρία δείχνει ότι η δέσμευση και αποθήκευση των εκπομπών CO2 απευθείας στον τόπο έκλυσής τους αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τη μείωση του κόστους και τη βιωσιμότητα τέτοιων έργων.
Η τεχνολογία δέσμευσης και αποθήκευσης του διοξειδίου του άνθρακα γνωστή ως CCS (Carbon Capture and Storage) είναι ακριβή, αλλά θεωρείται σήμερα ωφέλιμη για τη μείωση του CO2 στην ατμόσφαιρα. Χωρίς επιδοτήσεις το κόστος είναι σημαντικά υψηλό, καθώς περιλαμβάνει μεγαλύτερες επενδυτικές δαπάνες για τη δέσμευση, τη μεταφορά και την αποθήκευση του CO2. Εξαρτάται από την εφαρμοζόμενη τεχνολογία που χρησιμοποιείται καιτην επιλογή της τοποθεσίας επεξεργασίας. Κυμαίνεται μεταξύ 50 και 150 ευρώ ανά τόνο, και η μεταφορά του μαζί με την αποθήκευση αντιπροσωπεύουν μέχρι και 60 ευρώ του συνολικού κόστους. Οι παγκόσμιες ετήσιες εκπομπές CO₂ ανέρχονται σε37-38 δισεκατομμύρια τόνους. Το παράρτημα Smith School of Enterprise and the Environnent του Πανεπιστήμιου της Οξφόρδης, υπολογίζει ότι περίπου 2 δισεκατομμύρια μετρικοί τόνοι CO₂ αφαιρούνται από την ατμόσφαιρα ετησίως. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος αυτής της απομάκρυνσης αποδίδεται σε φυσικές διεργασίες όπως τα δάση, παρά σε προηγμένες τεχνολογίες δέσμευσης άνθρακα, οι οποίες επί του παρόντος αντιπροσωπεύουν μόνο ένα μικρό κλάσμα της συνολικής απομάκρυνσης.
Σε αυτό το περιβάλλον, η Ευρωπαϊκή Ένωση αυξάνει την οικονομική υποστήριξη έργων CCS. Μεταξύ άλλων, για την Ελλάδα καλύπτειτο 90%χρηματοδότησης 150 εκατομμυρίων ευρώ στον Πρίνο στην Ανατολική Μακεδονία,για την μεταφορά και αποθήκευση ετησίως έως 1 εκατομμυρίου τόνων CO2 από βιομηχανικές εγκαταστάσειςμε δυνατότητα επέκτασης στα 3 εκατομμύρια τόνους. Παράλληλα, η τσιμεντοβιομηχανία Ηρακλής μέλος της Holcim ξεκινά έργο CCS ύψους 380 εκατομμυρίων ευρώ στο Μηλάκι Ευβοίας το οποίο χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση κατά δύο τρίτα. Το έργο δέσμευσης CO2 της τσιμεντοβιομηχανίας Τιτάνας, προβλέπει την κατασκευή μονάδας δέσμευσης άνθρακα μεγάλης κλίμακας στο εργοστάσιο στο Καμάρι Βοιωτίας με απώτερο στόχο την δέσμευση 1,9 εκατομμυρίων τόνων CO2. Επιπλέον, η Motor Oil κατόπιν έγκρισης από το Ταμείο Καινοτομίας (Innovation Fund) της Ευρωπαϊκής Ένωσης χρηματοδοτεί με 127 εκατομμύρια ευρώ τη δέσμευση διοξειδίου του άνθρακα από τη μονάδα παραγωγής υδρογόνου του διυλιστηρίου της. Σε διακρατικό επίπεδο, η πρόσφατη συνεργασία Ελλάδας-Αιγύπτου εξετάζει την αποθήκευση CO₂ σε εξαντλημένα κοιτάσματα υδρογονανθράκων, με δυναμικό αποθήκευσης 580 εκατομμυρίων τόνων.
Στο ευρύτερο βιομηχανικό περιβάλλον της Βόρειας Ευρώπης, το Northern Lights της Νορβηγίας αποτελεί φάρο συνεργασίας κρατών και εταιρειών ως μέρος του προγράμματος Longship και προβλέπει μια ευρεία λύση υπόγειας αποθήκευσης. Αποτελείται από μια κοινοπραξία των πετρελαϊκών εταιρειών Equinor, Shell και Total Energie υποστηριζόμενη σε μεγάλο βαθμό από κρατικές χρηματοδοτήσεις της Νορβηγίας και ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Ένας από τους στόχους είναι η αξιοποίηση των υποθαλάσσιων γεωλογικών δομών της Βόρειας Θάλασσας, οι οποίες χρησιμοποιούνται εδώ και δεκαετίες για την παραγωγή υδρογονανθράκων. Το έργο ξεκινά με την αποθήκευση 1,5 εκατομμύριου τόνων CO2 ετησίως, με δυνατότητα αύξησης σε 5 εκατομμύρια τόνους. Θα συλλέγεται από βιομηχανίες σε όλη την Ευρώπη και θα μεταφέρεται μέσω ειδικών πλοίων για αποθήκευση στις υπεράκτιες υποθαλάσσιες γεωλογικές δομές της Νορβηγίας. Το εργοστάσιο τσιμέντου της Norcem στο Brevik και το εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας αποβλήτων του Hafslund στο Όσλο συμμετέχουν το καθένα με 400.000 τόνους CO₂ προς δέσμευση ετησίωςέχονταςισχυρή κυβερνητική οικονομική υποστήριξη. Το εργοστάσιο αμμωνίας Sluiskil της εταιρείας Yara στην Ολλανδία προσβλέπει να δεσμεύει περίπου 800.000 τόνους CO2 ετησίως ενώ ηΔανική Ørsted θα παρέχει περίπου 860.000 τόνους βιογενούς CO2 ετησίως από δύο μονάδες ΣΗΘ. Για το ίδιο πρόγραμμα κοντά στην Κοπεγχάγη, σχεδιάζεται η δέσμευση περίπου 215.000 τόνων CO2 από δημοτικά απόβλητα, που θα μεταφέρονται με φορτηγά σε απόσταση περίπου 100 χιλιομέτρων, για υγροποίηση και επακόλουθη μεταφορά με πλοίο. Πρόσθετα, η Stockholm Exergi, υπολογίζει να στείλει έως και 900.000 τόνους βιογενούς CO2.
Σε όλες τις περιπτώσεις έργων που απαιτείται ναυτιλιακή μεταφορά, είναι απαραίτητο να υπάρχει ένας αγωγός που φτάνει στην ακτή δίπλα στην εγκατάσταση υγροποίησης πριν από την ναυτιλιακή αποστολή προς αποθήκευση. Παρόλο που τέτοια προγράμματα θεωρούνται τεχνικά ώριμα και χρηματοδοτούνται εν μέρει από το Ταμείο Καινοτομίας της ΕΕ, η κοινοπραξίες εταιρειών εξετάζουν τώρα εναλλακτικές επιλογές εγχώριας αποθήκευσης αντί για τη μεταφορά του CO₂ σε μακρινούς προορισμούς με μεγάλο ναυτιλιακό κόστος. Είναι χαρακτηριστική η αποχώρηση της γερμανικής BASF από τη συμφωνία του Northern Lights, προτιμώντας μια λύση πιο κοντά παρά στη Νορβηγία. Η BASF δεν υπέγραψε τη συμφωνία τροφοδοσίας για αποθήκευση στην Νορβηγία λόγω έλλειψης ευθυγράμμισης μεταξύ τεχνικής ετοιμότητας, πολιτικής στήριξης και εμπορικής βιωσιμότητας.Πιθανότατα η Νορβηγία καλύπτει κατά 80% το ναυτιλιακό μεταφορικό κόστος των νορβηγικών εταιρειών μέσω κρατικών πόρων, πιθανότατα για να διατηρήσει τη εξαγωγική της υπεροχή στην αγορά φυσικού αερίου και μελλοντικά υδρογόνου για τη βιομηχανία. Σε αντιπαράθεση, το ευρωπαϊκό έργο Greensand, του ομίλου INEOS Energy και της εταιρείας Wagenborg Offshore προβλέπει την έγχυση 400 000 τόνων CO2 στην κοντινή πλατφόρμα Nini West της δανικής Βόρειας Θάλασσας. Το έργο έχει χρηματοδοτική στήριξη 140 εκατομμυρίων ευρώ, από ιδιωτικές επενδύσεις και ευρωπαϊκές δημόσιες ενισχύσεις.
Ναυτιλιακό κόστος και υποδομές
Η ναυτιλιακή μεταφορά απαιτεί ήδη υπάρχουσες υποδομές, καθώς η πλειονότητα των έργων χρειάζεται πρόσβαση σε λιμάνι για τη μεταφορά CO2 με πλοία, καθώς και αγωγούς υψηλής πίεσης, που συνεπάγονται αυστηρούς κανόνες ασφαλείας, περίπλοκη αδειοδότηση και δημόσια αποδοχή. Οι κίνδυνοι της μεταφοράς CO2 υπό πίεση δεν αποτελούν θεωρητικό ζήτημα, ιδιαίτερα στην πυκνοκατοικημένη Ευρώπη. Αντί επιδότησης για θαλάσσια μεταφορά, μεγαλύτερη έμφαση θα έπρεπε να δοθεί στη κατακράτηση του CO2 επιτόπου, ώστε να μειωθούν οι μακρινές και δαπανηρές διαδρομές.
Η δέσμευση και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα (CO2) σε βιομηχανική κλίμακα είναι τεχνικά εφικτή, αλλά οικονομικά απαιτητική. Για να καταστεί βιώσιμη, απαιτούνται καθαρές ροές CO2, όπως αυτές που προκύπτουν από εργοστάσια αμμωνίας. Σε διαφορετική περίπτωση, απαιτούνται σημαντικές κρατικές επιδοτήσεις, όπως αυτές που εφαρμόζονται στις νορβηγικές μονάδες τσιμέντου, αποβλήτων και βιομάζας. Ακόμη και στα πιο ευνοϊκά σενάρια, το κόστος κεφαλαίου συχνά υπερβαίνει τα 300 εκατομμύρια ευρώ, ενώ το ισοσταθμισμένο κόστος ενέργειας (LCOE) κυμαίνεται μεταξύ 80 και 150 ευρώ ανά τόνο. Αυτό το ποσό είναι σημαντικά υψηλότερο από τις επικρατούσες τιμές άνθρακα, γεγονός που καθιστά δύσκολη την κλιμάκωση πολλών έργων δέσμευσης CO₂. Ως αποτέλεσμα, πολλοί επενδυτές ελπίζουν σε τιμές κοντά στα 200 ευρώ ανά τόνο για να καταστήσουν τα έργα τους οικονομικά βιώσιμα.
Η τεχνολογία, τα πρότυπα ασφαλείας και η υγροποίηση του διοξειδίου του άνθρακα είναι διαθέσιμα, αλλά το κόστος παραμένει υψηλό λόγω της πολυπλοκότητας του συστήματος μεταφοράς. Η παραγωγική διαδικασία περιλαμβάνει συμπίεση, υγροποίηση, αποθήκευση, μεταφορά, εκφόρτωση, επανασυμπίεση και τελική εισπίεση. Κάθε σταθμός υγροποίησης πρέπει να διατηρεί προσωρινά το CO2 σε δεξαμενές, να το μεταφορτώνει σε πλοία, και στη συνέχεια να το αποθηκεύει ξανά στη ξηρά. Πριν τη μόνιμη δέσμευσή του, το CO2 επανασυμπιέζεται και διοχετεύεται μέσω αγωγών σε υπεράκτιους υδροφόρους ορίζοντες, σε βάθος χιλιάδων μέτρων κάτω από τον θαλάσσιο πυθμένα. Αυτές οι διαδικασίες, ενώ είναι τεχνικά εφικτές, προσθέτουν σημαντικό κόστος στην συνολική αλυσίδα μεταφοράς και αποθήκευσης.
Τα πλοία αποτελούν σημαντικό μέρος του κόστους κεφαλαίου. Το κόστος του καύσιμου που χρησιμοποιείται στη θαλάσσια μεταφορά συνοδεύεται από το κόστος των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά την καύση και παραγωγή πρόωσης, όσο και από τις διαφυγές που σχετίζονται με την αποθήκευσή του κατά την μεταφορά. Οι ισχύοντες κανονισμοί για τα ναυτιλιακά καύσιμα δεν απαιτούν επί του παρόντος την διερεύνηση στις διαφυγές αποθηκευμένου μεθανίου κατά την μεταφορά. Σύμφωνα με την έκθεση του Διεθνούς Συμβουλίου για τις Καθαρές Μεταφορές (ICCT), οι διαφυγές αερίων από την αποθήκευση είναι σχεδόν διπλάσιες από τις εκτιμήσεις που υπήρχαν προηγουμένως στον κλάδο. Οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου χωρίς να υπολογίζονται οι διαφυγές μεθανίου αντιστοιχούν στο 2-3% του μεταφερόμενου καυσίμου, ενώ με την προσθήκη των διαφυγών, το ποσοστό μπορεί να φτάσει το 5%. Εκτιμάται ότι με την αύξηση του ετήσιου όγκου των προγραμμάτων αποθήκευσης και την ανάπτυξη της χωρητικότητας των πλοίων, το ισοσταθμισμένο κόστος και ο χρόνος απόσβεσης ενδέχεται να μειωθούν. Παρ' όλα αυτά, το ναυτιλιακό τμήμα θα συνεχίσει να εκπέμπει 2-3% του άνθρακα που το σύστημα έχει σχεδιαστεί για να απομακρύνει.
Αγωγοί ή Θαλάσσια Οδός
Γενικά, η θαλάσσια μεταφορά διοξειδίου του άνθρακα παρουσιάζει περισσότερα μειονεκτήματα σε σύγκριση με τους αγωγούς, γεγονός που εξηγεί την αυξανόμενη στροφή των εταιρειών προς έργα αγωγών. Για παράδειγμα, τα ολλανδικά έργα αποθήκευσης, όπως το Porthos και το Aramis, είναι σήμερα συνδεδεμένα με τοπικής εμβέλειας αγωγούς. Οι αγωγοί προσφέρουν σταθερή μεταφορά CO₂ σε μεγάλες ποσότητες για δεκαετίες, χωρίς να επηρεάζονται από καιρικές συνθήκες ή να παράγουν τις εκπομπές που σχετίζονται με τη ναυτιλία.
Κατά τη σύγκριση του συνολικού κόστους κύκλου ζωής, που περιλαμβάνει τη χερσαία και θαλάσσια μεταφορά, την απομόνωση, την υγροποίηση, τους συμπιεστές και τα δικαιώματα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, οι αγωγοί αναδεικνύονται ως η πιο αποδοτική επιλογή. Αν και το CO2 απαιτεί συλλογή και καθαρισμό στο σημείο εκπομπής πριν από τη διαχείριση και την έγχυσή του στο χώρο δέσμευσης, η συμπίεση και μεταφορά μέσω αγωγών εκτιμάται ότι κυμαίνεται μεταξύ 12 και 30 ευρώ ανά τόνο, καθιστώντας την οικονομικότερη από τον συνδυασμό αποθήκευσης, υγροποίησης και θαλάσσιας μεταφοράς.
Εν κατακλείδι, για την δέσμευση και αποθήκευση CO2 είναι κρίσιμη η εξισορρόπηση μεταξύ της απαραίτητης στήριξης και της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας, ώστε να μεγιστοποιείται το όφελος χωρίς να διακυβεύεται η χρηματοοικονομική σταθερότητα. Οι διάδρομοι που συνδέουν τους φυσικούς πόρους με τις αγορές και τις υποδομές οφείλουν να υποστηρίζουν τους ενεργειακούς μετασχηματισμούς αντί να τους αντικαθιστούν διότι η συνεχής επιδότηση επιβαρύνει υπέρμετρα τους δημόσιους πόρους των χωρών, κάτι που οδηγεί αναπόφευκτα σε μη βιώσιμη οικονομική διαχείριση. Η δέσμευση και αποθήκευση των εκπομπών CO2 απευθείας στον τόπο έκλυσής θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για το μέλλον τέτοιων έργων.
*Λίγα λόγια για τον κ. Γιάννη Μπασιά, ενεργειακό αναλυτή και τέως Πρόεδρο και Διευθύνων Σύμβουλος της Ελληνικής Διαχειριστικής εταιρείας Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ).
Από το 2021 συμβάλει σε δήμους της Δυτικής Μακεδονίας για την ανάπτυξη ενεργειακών και ορυκτών πόρων. Διετέλεσε μέλος της Επιτροπής για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) μέχρι το 2020 και αρθρογραφεί συχνά με τεχνικές αναλύσεις για το ενεργειακό μείγμα και τις οικονομικές προεκτάσεις.
Διαθέτει περισσότερα από 30 χρόνια διεθνούς επαγγελματικής εμπειρίας στην αξιολόγηση κοιτασμάτων, τα τεχνικά έργα, τη δημιουργία πετρελαϊκού χαρτοφυλακίου και την διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού. Διετέλεσε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ομίλου Georex και εργάστηκε σε θέματα υπεράκτιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Δυτική Αφρική, την Μαυριτανία, το Κανάλι της Μοζαμβίκης, το κεντρικό-νότιο Ατλαντικό. Αρχικά, ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και ως Αναπληρωτής Καθηγητής στο Εργαστήριο Γεωλογίας του Εθνικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας στο Παρίσι. Αποφοίτησε από το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (1979), είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος από το Πανεπιστήμιο Pierre et Marie Curie στο Παρίσι (1984), διοίκησης επιχειρήσεων από το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Παρισιού (1989) και οικονομικών (Παρίσι, 1994). Διετέλεσε υπότροφος του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Παρίσι από το 1980 έως το 1983 και ερευνητής του Ιδρύματος Alexander von Humboldt στο Βερολίνο από το 1985 έως το 1986. Είναι συγγραφέας ή συνεργάτης σε περισσότερες από 30 δημοσιεύσεις σε διεθνή επιστημονικά ή βιομηχανικά περιοδικά, συν-εκδότης 3 εκθέσεων θαλάσσιων αποστολών στον Ινδικό Ωκεανό.