Η 90ήμερη ανακωχή στον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας δεν είναι παρά… μια μόνο από τις φάσεις της σύγκρουσης μεταξύ των δύο πλευρών. Μετά την εκπνοή της, η κλιμάκωση της έντασης δε μπορεί να αποκλειστεί, ειδικά αν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ θεωρήσει ότι οι παραχωρήσεις της Κίνας δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες του για ένα «super deal»

«Ο Αμερικανός Πρόεδρος δεν έχει κρύψει την πρόθεσή του να χρησιμοποιήσει τους εμπορικούς δασμούς ως εργαλείο πίεσης που ξεπερνά τα όρια του εμπορίου» επισημαίνουν οι αναλυτές της Credit Agricole σε έκθεσή τους με ημερομηνία 22 Μαΐου 2025. Ένα 24ωρο αργότερα επιβεβαιώθηκαν πανηγυρικά, με τον Τραμπ να προαναγγέλλει επιβολή δασμών 50% στην ΕΕ, με ισχύ από 1η Ιουνίου.

Είμαστε ακόμα στην αρχή

Όπως σημειώνει η Credit Agricole, ουσιαστικά οι διαπραγματεύσεις ΗΠΑ-Κίνας βρίσκονται ακόμα στην αρχή τους, με τις δύο πλευρές να γνωρίζουν καλά ότι δεν μπορούν να παραμείνουν εξαρτημένες από έναν στρατηγικό τους αντίπαλο.

Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτό σημαίνει εύρεση νέων προμηθευτών στον υπόλοιπο κόσμο, σε τιμές αντίστοιχες με αυτές που προσφέρει η Κίνα. Για την Κίνα, σημαίνει συνέχιση της προσπάθειας να καλυφθεί το τεχνολογικό χάσμα σε τομείς όπου ακόμη υστερεί, με στόχο να αποδεσμευθεί από τους περιορισμούς που της έχουν επιβληθεί από τις ΗΠΑ.

Σε αυτή τη σύγκρουση, που προς το παρόν είναι μια κατάσταση από την οποία όλοι βγαίνουν χαμένοι, τα ζητήματα που τίθενται προς διαπραγμάτευση είναι πολλά και διαφορετικά. «Η εξόρυξη και επεξεργασία σπανίων γαιών, τα ολοκληρωμένα κυκλώματα, τα τσιπ νέας γενιάς και οι μικροεπεξεργαστές, η πρόσβαση στην αγορά, η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, η ισοτιμία του κινεζικού νομίσματος, όλα μπορούν και σίγουρα θα βρεθούν στο επίκεντρο νέων διαπραγματεύσεων», σχολιάζουν οι αναλυτές της CA.

Τι μάθαμε έως τώρα;

Το πρώτο μάθημα προέρχεται από το παρελθόν: όταν οι δασμοί τεθούν σε ισχύ και διατηρηθούν για κάποιο διάστημα, στη συνέχεια είναι δύσκολο να επιστρέψουν στα αρχικά επίπεδα. Παρά τη συμφωνία που επετεύχθη στο τέλος της πρώτης θητείας του Τραμπ, οι δασμοί δεν επανήλθαν ποτέ στα επίπεδα προ του 2018. Ούτε η κυβέρνηση Biden αμφισβήτησε αυτά τα επίπεδα.

Σήμερα, αν και φαίνεται ότι οι δύο πλευρές θέλουν να διαπραγματευτούν γρήγορα, «υπάρχει πάντα ο κίνδυνος οι δασμοί να παραμείνουν υψηλοί, και θα πρέπει να απορροφηθούν είτε από τις επιχειρήσεις είτε από τους καταναλωτές, κάτι που θα είναι ζημιογόνο και για τις δύο πλευρές» σημειώνουν οι αναλυτές της Credit Agricole.

Το δεύτερο μάθημα, όπως εξηγούν, είναι ότι παρόλο που οι ΗΠΑ υπέστησαν πλήγμα στην εικόνα τους, ίσως η Κίνα έχει περισσότερα να χάσει μακροπρόθεσμα. Από την άλλη, η Κίνα γνωρίζει καλά τα εμπόδια που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση του Τραμπ: κατά πρώτον, οι αγορές, και κυρίως η αγορά ομολόγων, έχουν ήδη εκφράσει την αντίθεσή τους στους δασμούς, οδηγώντας την αμερικανική πλευρά σε μια αρχική αναδίπλωση. «Οι αγορές ίσως μπορούν να ανεχθούν δασμούς 10% για τον υπόλοιπο κόσμο και 30% για την Κίνα, αλλά όχι πολύ παραπάνω» εκτιμά η Credit Agricole.

Κατά δεύτερον, τα αμερικανικά νοικοκυριά έχουν δείξει ότι είναι λιγότερο ανθεκτικά από τα κινεζικά. Οι Δημοκρατικοί πλήρωσαν πολιτικό τίμημα για την άνοδο του πληθωρισμού στο διάστημα 2021-2023. Την ίδια περίοδο, τα κινεζικά νοικοκυριά αντιμετώπισαν μια άνευ προηγουμένου κρίση στον τομέα των ακινήτων και τεράστιες απώλειες θέσεων εργασίας. Όπως αναφέρουν οι αναλυτές της Credit Agricole, «τα αυταρχικά καθεστώτα δεν πιέζονται τόσο από εκλογικές διαδικασίες και συχνά είναι πιο υπομονετικά στις διαπραγματεύσεις. (..) Ο Τραμπ, αντίθετα, επιδιώκει γρήγορες συμφωνίες και εντυπωσιακές νίκες».

Η αλληλεξάρτηση ΗΠΑ – Κίνας

Για να κατανοήσουμε καλύτερα όσα συμβαίνουν, είναι σημαντικό να δούμε τη δομή του εμπορίου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, καθώς και τα σημεία της αλληλεξάρτησής τους, που «αποκαλύφθηκαν» μέσα από τις εξαιρέσεις που έσπευσαν και οι δύο πλευρές να θεσμοθετήσουν.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες εξαρτώνται από την Κίνα για προϊόντα ευρείας κατανάλωσης, όπως ηλεκτρονικά, πλαστικά είδη, υφάσματα, υποδήματα, αθλητικά είδη και έπιπλα. Αυτοί οι τομείς δεν απαιτούν μεγάλο κεφαλαιουχικό εξοπλισμό αλλά βασίζονται στη φθηνή εργασία. Είναι εξαιρετικά απίθανο αυτές οι βιομηχανίες να επιστρέψουν στις ΗΠΑ, όπου το κόστος παραγωγής είναι πολύ μεγαλύτερο.

Από την άλλη πλευρά, σε ό,τι αφορά τις ηλεκτρονικές συσκευές (κυρίως υπολογιστές και smartphones), εκεί δεν υπάρχουν άμεσες εναλλακτικές και γι’ αυτό η κυβέρνηση Τραμπ έσπευσε να κάνει εξαιρέσεις. Οι δασμοί θα επιβάρυναν άμεσα τους καταναλωτές, με άμεσο αντίκτυπο στον πληθωρισμό. Γι’ αυτό, ακόμη και πριν ξεκινήσουν οι επίσημες διαπραγματεύσεις, περίπου το 20% των αμερικανικών εισαγωγών από την Κίνα είχε ήδη εξαιρεθεί από τους νέους αυξημένους δασμούς.

Η Credit Agricole εκτιμά ότι οι προσπάθειες μεγάλων αμερικανικών εταιρειών (κυρίως της Apple) να αποσυνδεθούν από την Κίνα θα συνεχιστούν. Οι ΗΠΑ έχουν ήδη ξεκινήσει τα προηγούμενα χρόνια να διαφοροποιούν τις πηγές προμηθειών τους, στρεφόμενες στην Νότια Κορέα και την Ταϊβάν για προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, και στη Νοτιοανατολική Ασία για πιο απλά προϊόντα. «Ωστόσο, είναι ουτοπικό να πιστεύουμε ότι χώρες όπως το Βιετνάμ ή η Ινδία μπορούν να αναπτύξουν τόσο πυκνά δίκτυα υπεργολάβων όσο της Κίνας, ενώ υπάρχουν τεράστιες διαφορές και σε επίπεδο ποιότητας υποδομών και logistics».

Η Κίνα έκανε εξαιρέσεις σε τομείς όπου υστερεί τεχνολογικά

Από την πλευρά της η Κίνα εξαίρεσε από τους αυξημένους δασμούς τους τομείς όπου η χώρα προσπαθεί να καλύψει το τεχνολογικό κενό: ημιαγωγούς, ανταλλακτικά για την αεροπορία (ιδιαίτερα κινητήρες) και προηγμένο ιατρικό εξοπλισμό. Οι υπόλοιπες εισαγωγές από τις ΗΠΑ αφορούν κυρίως αγροτικά προϊόντα (σόγια, καλαμπόκι, βαμβάκι) και ενεργειακά προϊόντα (πετρέλαιο, LNG και προπάνιο), τα οποία η Κίνα μπορεί να προμηθευτεί από αλλού, κάτι που έχει ήδη ξεκινήσει να κάνει, ιδιαίτερα με τη Βραζιλία.

Εν τέλει, οι κινεζικές εξαιρέσεις καλύπτουν μικρότερο ποσοστό, περίπου 10% των συνολικών εισαγωγών από τις ΗΠΑ.

Στο άμεσο μέλλον, οι Κινέζοι εξαγωγείς δεν «αντέχουν» να χάσουν τις παραγγελίες από τις ΗΠΑ και θα προσπαθήσουν να διοχετεύσουν τα προϊόντα τους είτε μέσω «πλάγιων» διαδρομών στην αμερικανική αγορά, είτε σε άλλες αγορές. Από την άλλη, οι Αμερικανοί αγρότες θα χρειαστούν πολλές νέες συμφωνίες για να εξάγουν ό,τι εξήγαγαν μέχρι σήμερα στην Κίνα.

Πάντως, τα στοιχεία Απριλίου για το κινεζικό εμπόριο αιφνιδίασαν τους αναλυτές: οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 8,1% σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα και το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας έφτασε στο ιλιγγιώδες ρεκόρ του 1,1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων, αριθμός που ενισχύει τη διαπραγματευτική θέση της Κίνας. Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, η Κίνα έχει περισσότερα να χάσει αν οι παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες αναδιαρθρωθούν πραγματικά.

Σε κάθε περίπτωση, η Κίνα συνεχίζει να επιδιώκει τρεις βασικούς στόχους: διαφοροποίηση κρίσιμων εισαγωγών (κυρίως πρώτων υλών), αυτάρκεια σε στρατηγικούς τομείς και διατήρηση μεριδίου στις εξαγωγές. Επιδιώξεις που είναι αρκετά μακριά, αν όχι ασύμβατες, με τους στόχους του Τραμπ, ο οποίος επιδιώκει αύξηση εξαγωγών και χρηματοδότηση της φορολογικής του πολιτικής μέσω των δασμών.

(από insider.gr)

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr