Ωστόσο, η πολιτική επιτυχία του Λευκού Οίκου φαίνεται να ήρθε σε βάρος των Αμερικανών παραγωγών, με τους ανταγωνιστές τους να προχωρούν προς έναν ακήρυχτο πόλεμο τιμών.
Είναι γνωστό πως η σχιστολιθική επανάσταση στις ΗΠΑ δεν άλλαξε μόνο την ενεργειακή στρατηγική της Ουάσιγκτον, αλλά και τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς της. Έχοντας μετατραπεί σε μία ενεργειακή υπερδύναμη χάρη στην εγχώρια παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου, οι ΗΠΑ δεν χρειάζονταν πια να αγωνιούν για την ασφάλεια των εφοδιαστικών αλυσίδων σε μέρη του πλανήτη όπως η Μέση Ανατολή. Παράλληλα, ο Λευκός Οίκος μπορούσε να αξιοποιεί την αμερικανική παραγωγή ως μέσο ελέγχου των τιμών, αποτρέποντας άλλους μεγάλους παίκτες όπως η Σαουδική Αραβία ή η Ρωσία από το να προκαλούν σοκ στην αγορά. Αυτό το κρίσιμο εργαλείο έγινε πασιφανές κατά τη προεδρική θητεία Μπάιντεν, με τις ΗΠΑ να αναπληρώνουν τα κενά που άφησε το ρωσικό φυσικό αέριο στις ευρωπαϊκές αγορές και να συγκρατούν τις τιμές του πετρελαίου κάτω από τα 100 δολάρια ενώ το Ριάντ έψαχνε τρόπους να οδηγήσει σε νέα αύξηση.
Ως εκ τούτου, ο Τραμπ παρέλαβε μία ισχυρή κληρονομιά, με την προοπτική να την ενδυναμώσει ακόμα περισσότερο, στοχεύοντας σε μία «αμερικανική ενεργειακή κυριαρχία», όπως είχε αναφέρει ο ίδιος και οι συνεργάτες του. Σε αυτό το πλαίσιο δεν χρειαζόταν να κάνει πολλά, πέρα από τις γνωστές δεσμεύσεις του για πλήρη απορρύθμιση της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων— κάτι που δρομολόγησε από την πρώτη ημέρα της επιστροφής του στο Οβάλ Γραφείο. Η διακυβέρνηση ενός κράτους, όμως, δεν μπορεί να βασίζεται σε μία μόνο πτυχή της πολιτικής. Ο Τραμπ επιθυμεί μεν να αναδείξει τις ΗΠΑ στον απόλυτο ηγεμόνα στις διεθνείς αγορές ορυκτών καυσίμων, αλλά θέλει και να μειώσει τις τιμές τους, τόσο για να ικανοποιήσει τους ψηφοφόρους του, όσο και για να πιέσει άλλες κυβερνήσεις, όπως η Μόσχα ή η Τεχεράνη. Έτσι, αποφάσισε να πιέσει τον OPEC, δηλαδή τη Σαουδική Αραβία, να μειώσουν τις τιμές του πετρελαίου.
Μολονότι οι σχέσεις Τραμπ- OPEC δεν ήταν πάντα αρμονικές, το Ριάντ φάνηκε να ακολουθεί τις εντολές του Αμερικανού Προέδρου. Ο OPEC+, τον οποίο ελέγχουν από κοινού Σαουδική Αραβία και Ρωσία αποφάσισε να άρει τους περιορισμούς που είχε επιβάλει στην ημερήσια παραγωγή, οδηγώντας σε περαιτέρω μείωση των τιμών. Αξίζει να αναφερθεί πως εκ πρώτης όψεως, το σχέδιο του Τραμπ δεν ήταν λάθος, τουλάχιστον όσον αφορά τη Ρωσία. Οι εξαγωγές πετρελαίου και πετρελαιοειδών συνεχίζουν να συνιστούν τη μεγαλύτερη πηγή εσόδων για το Κρεμλίνο. Σε συνδυασμό με τις κυρώσεις που είχε επιβάλει ο προκάτοχός του, η μείωση των τιμών θα ανάγκαζε τους Ρώσους να εξάγουν το αργό σε πολύ φθηνότερες τιμές, πλήττοντας την οικονομία της χώρας. Πράγματι, ο ρωσικός προϋπολογισμός απαιτεί τιμές άνω των 77 δολαρίων ανά βαρέλι ώστε να είναι ισοσκελισμένος, με τις τρέχουσες τιμές να κινούνται ελαφρώς πάνω από τα 60 δολάρια. Η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας έχει ήδη προειδοποιήσει για τις τρύπες που θα προκληθούν στα δημόσια ταμεία εξαιτίας αυτής της πτώσης, ενώ ουκ ολίγοι διεθνείς αναλυτές προβλέπουν σοβαρές αναταράξεις για τη ρωσική οικονομία βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα.
Αυτό που ενδεχομένως δεν υπολόγισε ή επέλεξε να αγνοήσει ο Αμερικανός Πρόεδρος ήταν οι επιπτώσεις στην αμερικανική παραγωγή. Πολλοί άνθρωποι της αγοράς είχαν αρχίσει να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ακόμα και πριν την επιστροφή του Τραμπ, προειδοποιώντας πως η αμερικανική σχιστολιθική επανάσταση πλησιάζει, ή έχει φτάσει ήδη, στο τέλος της. Από τη μία πλευρά, αυτό σήμαινε πως οι παραγωγοί στις ΗΠΑ δεν θα μπορούσαν να αυξήσουν δραματικά το output τους χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο τη μελλοντική ανάπτυξη. Από την άλλη πλευρά, οι επενδύσεις σε νέες εξορύξεις και η λειτουργία των υφιστάμενων πηγαδιών καθίστανται πιο ακριβές. Για παράδειγμα, το σημερινό επίκεντρο της σχιστολιθικής βιομηχανίας, η Λεκάνη Permian, έχει περάσει την κορύφωση της παραγωγής πιθανότατα, με τις τιμές του αργού να πρέπει να είναι στα 65 δολάρια ώστε οι Αμερικάνοι παραγωγοί να καλύπτουν τα κόστη τους.
Με τις τιμές να έχουν ήδη πέσει κάτω από αυτό το ψυχολογικό όριο, πολλές μικρότερες εταιρείες έχουν αναγκαστεί να σταματήσουν ορισμένες εξορύξεις, με πολλές θέσεις εργασίας να βρίσκονται στην κόψη του ξυραφιού. Αναμενόμενα, πολλοί από τους ανθρώπους της αγοράς δηλώνουν δυσαρεστημένοι ή και εξοργισμένοι με τις πολιτικές Τραμπ, αν και οι περισσότεροι φοβούνται να μιλήσουν δημοσίως. Και η κατάσταση θα μπορούσε να εξελιχθεί ακόμα χειρότερα.
Μετά την ανακοίνωση του OPEC+ ότι θα άρει γρηγορότερα τους περιορισμούς στην παραγωγή, ορισμένοι αναλυτές άρχισαν να αναρωτιούνται ποιος είναι ο πραγματικός στόχος Σαουδικής Αραβίας και Ρωσίας. Σύμφωνα με πηγές εντός του καρτέλ, ένα ράλι τιμών προς τα κάτω ώστε να πληγούν οι Αμερικανοί παραγωγοί είναι στα χαρτιά. Ο OPEC+ δεν έχει κηρύξει ακόμα τον πόλεμο των τιμών, ωστόσο ο οργανισμός επιθυμεί να ελέγξει εκ νέου το μερίδιο που σήμερα έχουν οι ΗΠΑ. Αυτό θα τους επέτρεπε να έχουν πολύ μεγαλύτερη δύναμη στην εξέλιξη των τιμών και έναντι της Ουάσιγκτον.

Οι ΗΠΑ έχουν αυξήσει το μερίδιό τους στην παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου. Πηγή: Reuters.
Οι αριθμοί είναι σαφής. Ο OPEC+ θα χρειαζόταν να ρίξει τις τιμές του αργού κάπου μεταξύ 55-60 δολαρίων ώστε να χτυπήσει τους Αμερικανούς παραγωγούς. Αυτό θα έπληττε ταυτόχρονα και τις οικονομίες της Σαουδικής Αραβίας και της Ρωσίας, που χρειάζονται τιμές στα 90 δολάρια και 77 δολάρια αντιστοίχως, ώστε να καλύψουν τους προϋπολογισμούς τους. Όμως, οι δύο αυτοί γίγαντες έχουν το πλεονέκτημα της φθηνής παραγωγής: Η παραγωγή ενός βαρελιού πετρελαίου κοστίζει μόλις 5 δολάρια στη Σαουδική Αραβία και 20 στη Ρωσία. Πρόκειται για μία χαώδη απόσταση από τα 65 δολάρια που κοστίζει στις ΗΠΑ. Με αυτά τα δεδομένα, Ριάντ και Μόσχα μπορούν να αποδεχτούν ένα σύντομο οικονομικό πόνο με την προϋπόθεση ότι θα βγάλουν εκτός αγοράς ένα κομμάτι της αμερικανικής παραγωγής.
Παραδόξως, ο Τραμπ ήταν εκείνος που “συμφιλίωσε” τον Σαουδάραβα Πρίγκιπα-Διάδοχο MBS με τον Ρώσο Πρόεδρο Πούτιν κατά την πρώτη θητεία του. Σχεδόν μία πενταετία αργότερα, Σαουδική Αραβία και Ρωσία εμφανίζονται να τηρούν κοινό βηματισμό, ενώ ταυτόχρονα φροντίζουν να βελτιώσουν τις σχέσεις τους με τον Τραμπ. Προς το παρόν, δεν είναι σαφές ποια θα είναι η απάντηση του Αμερικανού Προέδρου αν θεωρήσει ότι απειλείται η αμερικανική βιομηχανία πετρελαίου ή η προσωπική σχέση του με τους μεγαλύτερους δωρητές του. Η πρόσφατη επίσκεψή του στο Ριάντ πάντως ανέδειξε τους στενούς δεσμούς που θέλει να καλλιεργήσει με την ηγεσία του OPEC+.