Είναι πλέον γνωστό πως ο Πρόεδρος Τραμπ προσεγγίζει όλες τις πτυχές της πολιτικής, και ειδικά σε διεθνές επίπεδο, ως μία σειρά ανταλλαγών μεταξύ των διάφορων πλευρών. Ως εκ τούτου, είναι πολύ δεκτικός προς τους συνομιλητές του όταν πιστεύει πως έχει να κερδίσει κάτι. Αυτή η στάση αποτέλεσε και το βασικό στοιχείο της πρόσφατης επίσκεψής του στη Μέση Ανατολή, με πρώτο σταθμό τη Σαουδική Αραβία. Από την πλευρά τους, οι Σαουδάραβες γνώριζαν καλά τι χρειάζονταν να κάνουν. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, ανακοίνωσαν επενδύσεις ύψους 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις ΗΠΑ και αγορές αμυντικού εξοπλισμού ύψους 142 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Όμως, είχαν φροντίσει να παίξουν το καλύτερο χαρτί τους πολύ πριν ο Τραμπ φτάσει στο Ριάντ.
Λίγα εικοσιτετράωρα μετά την ορκωμοσία του, ο Τραμπ είχε μιλήσει διαδικτυακά στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, πιέζοντας τον OPEC να μειώσει τις τιμές του πετρελαίου. Ο σκοπός του Αμερικανού Προέδρου ήταν διπλός. Αφενός, όπως ανέφερε ο ίδιος, να αναγκάσει τη Ρωσία να διαπραγματευτεί για τον πόλεμο στην Ουκρανία, πλήττοντας τη βασική πηγή εισοδήματος του Κρεμλίνου. Αφετέρου, να αμβλύνει προκαταβολικά τις επιπτώσεις της δασμολογικής πολιτικής του που αναπόφευκτα θα προκαλούσε άνοδο του πληθωρισμού.
Αν και δεν απάντησε αμέσως, ο OPEC, στον οποίο ουσιαστικά ηγείται η Σαουδική Αραβία, έλαβε υπόψη αυτές τις δηλώσεις. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο OPEC+ ανακοίνωσε τη σταδιακή χαλάρωση των περιορισμών που είχαν επιβληθεί στην ημερήσια παραγωγή πετρελαίου. Τον Μάρτιο ανακοινώθηκε πως από τον Απρίλιο η παραγωγή θα αυξηθεί κατά 130.000 βαρέλια/ημέρα σε μηνιαία βάση. Αλλά εντός του Απριλίου, ανακοινώθηκε περαιτέρω ενίσχυση, φτάνοντας τα 411.00 bpd για τον Μάιο, κάνοντας το ίδιο και για τον Ιούνιο. Συνολικά, ο OPEC+ είχε περικόψει 2,2 εκατομμύρια bpd, με τον στόχο να είναι η ολική άρση των περιορισμών το αργότερο μέχρι το τέλος του 2026.
Εντούτοις, η αλλαγή στάσης του Ριάντ δεν πρέπει να θεωρείται ως μία άνευ όρων υποχώρηση στις πιέσεις του Τραμπ. Αντιθέτως, οι Σαουδάραβες ενδεχομένως έχουν ένα διαφορετικό σχέδιο. Ο βασικός σκοπός των περικοπών στην παραγωγή ήταν η αύξηση, ή έστω η συγκράτηση, της τιμής του αργού πάνω από τα 80 δολάρια. Δυστυχώς για τη Σαουδική Αραβία αυτή η τακτική αποδείχθηκε αναποτελεσματική. Η πτωτική ζήτηση σε ορισμένες μεγάλες αγορές, η αύξηση της παραγωγής στη Βόρεια Αμερική, και οι εκτροπή πολλών μελών του OPEC+ από τις ποσοστώσεις τους, σήμαιναν πως η αγορά είχε συνεχώς πλεονάζουσες ποσότητες πετρελαίου που κανείς δεν ήθελε.
Μετά από μήνες στασιμότητας των τιμών, οι Σαουδάραβες κατάλαβαν πως οι τιμές δεν πρόκειται να επιστρέψουν στα 100 δολάρια/βαρέλι. Αντιθέτως, οι ίδιοι αναγκάζονταν να μειώσουν την παραγωγή τους, υπονομεύοντας και τη θέση τους στην αγορά. Με αυτά τα δεδομένα, το τέλος των περικοπών αποτελούσε μία καθόλα λογική λύση. Μολονότι ορισμένοι ανησυχούν πως το Ριάντ σκοπεύει να εργαλειοποιήσει την πτώση των τιμών ώστε να χτυπήσει τους μεγαλύτερους ανταγωνιστές του, η τακτική αυτή θα μπορούσε να αποδειχθεί εξίσου αυτοκαταστροφική, δεδομένου ότι η οικονομία της Σαουδικής Αραβίας συνεχίζει να εξαρτάται από τα πετρελαϊκά έσοδα.