Αν και η θέση της Ελλάδας δεν έχει αλλάξει δραματικά, η Αθήνα παρακολουθεί από πολύ κοντά όλες τις εξελίξεις, κρατώντας, παράλληλα, αποστάσεις ασφαλείας από τη συζήτηση περί αντικατάστασης των αμερικανικών εγγυήσεων με ένα μηχανισμό ασφαλείας που θα υποστηρίζεται κατά κύριο λόγο από την Ευρώπη.
Αν και τις τελευταίες ώρες έχει αναζωπυρωθεί η συζήτηση για μια πιθανή συνάντηση κορυφής στην Κωνσταντινούπολη (με ενδεχόμενη συμμετοχή-έκπληξη και του Ντόναλντ Τραμπ), από την Αθήνα παρατηρείται με νηφαλιότητα ότι μέχρι στιγμής, πέρα από τη διακίνηση σεναρίων εξεύρεσης κάποιας λύσης, ουδεμία από τις προϋποθέσεις που είχαν τεθεί προκειμένου να αρχίσει να σχεδιάζεται ένας μηχανισμός παροχής ασφαλείας έχει εκπληρωθεί. Οι τρεις προϋποθέσεις είναι η κατάπαυση του πυρός, η δημιουργία ενός διεθνώς νομιμοποιημένου φορέα διαχείρισης του μηχανισμού, δηλαδή μια σαφής εντολή, και, τέλος, η παροχή αμερικανικών διαβεβαιώσεων ότι οι εχθροπραξίες δεν θα επαναληφθούν.
Η απόσταση της Αθήνας από τον πυρήνα της «συμμαχίας των προθύμων» δεν σημαίνει ότι απέχει από όλες τις συζητήσεις. Αντιθέτως παρακολουθεί τις συζητήσεις που γίνονται σε πολιτικό επίπεδο (όπως αποδεικνύει και η πρόσφατη συμμετοχή του κ. Μητσοτάκη στην τηλεδιάσκεψη) αλλά και σε στρατιωτικό επίπεδο
Σε πρακτικό επίπεδο στην Αθήνα επικρατεί η ανάλυση ότι ακόμη και αν συντρέξουν όλες εκείνες οι προϋποθέσεις για την έγκαιρη ενεργοποίηση του μηχανισμού παροχής ασφαλείας της Ουκρανίας, το τελικό εγχείρημα της υποστήριξης θα αντιμετωπίσει πολύ σημαντικές δυσκολίες. Στην Αθήνα φθάνουν σε αυτό το συμπέρασμα αναλύοντας τον τρόπο με τον οποίο έχει αρθρωθεί η βοήθεια προς την Ουκρανία από τον Φεβρουάριο του 2022, όταν και ξεκίνησε η ρωσική εισβολή, μέχρι και σήμερα. Τα όπλα και πυρομαχικά που έφθασαν στην Ουκρανία από ευρωπαϊκές χώρες παρότι ήταν σημαντικά από πλευράς όγκου για τις ίδιες τις ένοπλες δυνάμεις και τις αμυντικές βιομηχανίες των κρατών-μελών της Ε.Ε., δεν μπορεί να είναι αρκετά προκειμένου να αποτρέψουν την πιθανή επανέναρξη των εχθροπραξιών από μέρους της Ρωσίας, εφόσον για κάποιο λόγο κατέρρεε μια –θεωρητική ακόμη– εκεχειρία. Εν ολίγοις, η ίδια η υποστήριξη των Ευρωπαίων δεν είναι αρκετή για να καλύψει την Ουκρανία, ακόμη και αν ο μηχανισμός ασφαλείας λειτουργούσε με την πλήρη δέσμευση των Ευρωπαίων.
Στην Αθήνα αναμένουν, βεβαίως, πώς θα εξελιχθεί η ευρωπαϊκή προσπάθεια μετά και την αλλαγή ηγεσίας στη Γερμανία και, κυρίως, λόγω των εξαγγελιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για αυξημένη χρηματοδότηση σχετικά με τον επανεξοπλισμό της Ε.Ε., άρα και την παραγωγή περισσότερων όπλων, μέρος των οποίων θα κατέληγε στην Ουκρανία.
Για την Αθήνα σημαντικό είναι και το ερώτημα των μελλοντικών ελληνορωσικών σχέσεων. Η τρέχουσα κατάσταση είναι προφανές ότι δεν επιτρέπει ιδιαίτερη αισιοδοξία για το άμεσο μέλλον της ελληνορωσικής σχέσης, η επιδείνωση της οποίας τα τελευταία 3,5 χρόνια έχει οδηγήσει σε τριβές σε μη κρατικό επίπεδο, καθώς η Μόσχα –για παράδειγμα– ασκεί πίεση σε διάφορες περιοχές όπου η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία έχει παλαιόθεν την πρωτοκαθεδρία (Αλεξάνδρεια, Ιεροσόλυμα).
Σε κάθε περίπτωση είναι απολύτως αντιληπτό στην Αθήνα ότι το Ουκρανικό αποτελεί ένα από τα τρία μεγάλα γεωπολιτικά πρότζεκτ που επιχειρεί να διαχειριστεί ο Ντόναλντ Τραμπ, μαζί με την Κίνα και τη συμφωνία με το Ιράν για τα πυρηνικά, και πιθανή επιτυχία ή αποτυχία του θα κρίνει και τα επόμενα βήματα.
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")