Μέσα σε αυτήν την περίοδο, η ελληνική κεφαλαιαγορά, έστω και με αρκετό κόπο και αρκετές θυσίες, κατάφερε να κάνει άλματα προόδου, να αφήσει πίσω την επενδυτική δυσπραγία, να αποτελέσει εκ νέου πόλο έλξης ξένων κεφαλαίων και, το κυριότερο, να λειτουργήσει ξανά ως πηγή χρηματοδότησης για τις εισηγμένες.
Εάν θελήσουμε να κάνουμε την αναγκαία σύγκριση, διαπιστώνουμε ότι το Χρηματιστήριο του 2018 είναι τελείως διαφορετικό σε σχέση με το Χρηματιστήριο του 2025. Ο Γενικός Δείκτης, μέσα σε αυτήν την επταετία, έχει κάνει άλμα άνω του 193%, ο μέσος ημερήσιος τζίρος έχει βελτιωθεί από τα 36 εκατ. ευρώ στα 202 εκατ. ευρώ (+461%), ενώ η αθροιστική αξία των εισηγμένων έχει εκτοξευθεί από τα 51 δισ. ευρώ στα 147 δισ. ευρώ (+188%). Την ίδια στιγμή, από τον Αύγουστο του 2018 έως και σήμερα, οι ελληνικές εταιρείες έχουν καταφέρει να «σηκώσουν» περισσότερα από 16,6 δισ. ευρώ, αποκτώντας πρόσβαση σε μια πολύτιμη ρευστότητα, η οποία έχει χρησιμοποιηθεί κατά κύριο λόγο για αναπτυξιακούς σκοπούς -και όχι για κλείσιμο «τρυπών», όπως συνέβαινε κατά κόρον την περίοδο της κρίσης.
Προκλήσεις και προοπτικές
Βέβαια, για να καταστούν πραγματικότητα τα παραπάνω, χρειάστηκε να κυλήσει αρκετό νερό στ’ αυλάκι. Η δυσπιστία στα πρώτα χρόνια της μεταμνημονιακής περιόδου, η πανδημία του κορονοϊού, τα διαδοχικά lockdowns και οι μεγάλες γεωπολιτικές προκλήσεις έθεσαν σημαντικά εμπόδια στην προσπάθεια επανόδου της ελληνικής αγοράς. Ωστόσο, η πολιτική σταθερότητα, οι διαδοχικές αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας, η υπεραπόδοση της οικονομίας, η ισχυρή εταιρική κερδοφορία και τα μεγάλα επιχειρηματικά deals λειτούργησαν ως ιδανική φαρμακευτική «συνταγή» για να επιστρέψει στη ζωή ο σχεδόν ημιθανής ασθενής -έστω και με χαρακτηριστική καθυστέρηση.
Φυσικά, ακόμη και σήμερα δεν είναι όλα ρόδινα, καθώς υπάρχουν αρκετά «κακώς κείμενα», τα οποία εξακολουθούν να προκαλούν προβληματισμό. Η αύξηση της συμμετοχής των Ελλήνων επενδυτών, η εισαγωγή νέων εταιρειών στο ταμπλό και η περαιτέρω γεφύρωση της απόστασης μεταξύ κεφαλαιοποίησης και ΑΕΠ αποτελούν βασικές στρατηγικές προτεραιότητες για την επόμενη ημέρα του ελληνικού χρηματιστηρίου. Με τη διαφορά, όμως, ότι πλέον σε αυτήν την προσπάθεια δεν αποκλείεται να έχει και τις γερές «πλάτες» του Euronext.
Η «Ιθάκη» και η πανδημία
Την ημέρα που η Ελλάδα βγήκε και επισήμως από τα μνημόνια, με τον τότε πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να κάνει το πανηγυρικό διάγγελμα από το νησί της Ιθάκης, το ημερολόγιο έγραφε 20 Αυγούστου 2018. Εκείνο το απόγευμα, ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α. έκλεισε στις 712 μονάδες, έχοντας τζίρο μόλις 36 εκατ. ευρώ και κεφαλαιοποίηση μόλις 51 δισ. ευρώ (μέσος όρος του μήνα). Άλλωστε, ναι μεν η χώρα είχε απαλλαγεί τυπικά από τη στενή εποπτεία, αλλά συνέχιζε να «κουβαλά» όλα τα βάρη (και τις αμαρτίες) των προηγούμενων ετών. Το σημαντικότερο, πάντως, ήταν ότι έδειχνε να έχει αφήσει πίσω τα... χειρότερα, έχοντας απομακρυνθεί από τα ιστορικά χαμηλά του 2016, όταν κατακρημνίστηκε έως τις 440 μονάδες. Οι πρώτοι μήνες μετά την έξοδο από τα μνημόνια κύλησαν από σταθεροποιητικά έως και αδιάφορα για την ελληνική αγορά, η οποία προσπαθούσε να βρει τα πατήματά της σε ένα περιβάλλον αρκετών προκλήσεων, ενώ το σημαντικότερο πρόβλημα εξακολουθούσε να αφορά την απουσία εμπιστοσύνης εκ μέρους των ξένων επενδυτών.
Τα πράγματα άρχισαν να βελτιώνονται σταδιακά το 2019, χρονιά κατά την οποία επήλθε και αλλαγή του πολιτικού κλίματος, με την εκλογική επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη. Κάπως έτσι, τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς ο Γενικός Δείκτης έφθασε έως τις παρυφές των 900 μονάδων, ενώ τον Νοέμβριο του 2019 κατάφερε να σκαρφαλώσει άνω του συγκεκριμένου ορίου για πρώτη φορά από τον Φεβρουάριο του 2015. Με την οικονομία να βελτιώνεται, τα δημοσιονομικά μεγέθη να ανακάμπτουν και τις εισηγμένες να αρχίζουν να παίρνουν εκ νέου μπρος, το 2020 αναμενόταν ως ένα έτος αλλαγής... πίστας για το Χρηματιστήριο.
Η πανδημία, όμως, του κορονοϊού έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία και ακύρωσε κάθε προσδοκία. Ο Γενικός Δείκτης όχι απλώς έχασε το momentum, αλλά γύρισε πολύ κοντά στα ιστορικά χαμηλά του 2016, καθώς τον Μάρτιο «βούλιαξε» έως τις 484 μονάδες. Ακολούθησε μια μακρά περίοδος συσσώρευσης, η οποία διήρκεσε έως τον Δεκέμβριο. Η μεγάλη πρόοδος στο επιστημονικό πεδίο των εμβολίων δημιούργησε νέα δυναμική στην ελληνική αγορά, η οποία, σε συνδυασμό με τη χαλάρωση της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής, λειτούργησαν ως αναβατήρας για τις μετοχές. Το αποτέλεσμα ήταν ο Γενικός Δείκτης να επιστρέψει άνω των 900 μονάδων.
Οι βάσεις για το ράλι
Την ίδια στιγμή, η μείωση των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε μηδενικά επίπεδα έδωσε την ευκαιρία στις εισηγμένες να βγουν στις αγορές, γεγονός από το οποίο επωφελήθηκε και το Χ.Α. που την περίοδο 2020-2021 είδε τις εκδόσεις διαπραγματεύσιμων ομολόγων να εκτοξεύονται σε 1 και 1,4 δισ. ευρώ, αντίστοιχα. Παράλληλα, μέσα στο 2021 έγιναν και οι μεγάλες (και τελευταίες) ανακεφαλαιοποιήσεις της Τράπεζας Πειραιώς και της ΔΕΗ, οι οποίες έχτισαν τις βάσεις, ώστε οι δύο εισηγμένες να κάνουν στη συνέχεια ένα δυναμικό ράλι ανάκαμψης.
Το άλμα προς τις 2.000 μονάδες
Έχοντας σχεδόν ξεμπερδέψει με τον κορονοϊό και τα lockdowns, οι απαρχές του 2022 είχαν παρόμοια χαρακτηριστικά με τις απαρχές του 2020. Δηλαδή μεγάλες προσδοκίες για ένα σημαντικό άλμα. Αυτήν τη φορά, όμως, έβαλε «φρένο» η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα μια παρατεταμένη ενεργειακή κρίση αλλά και μια μεγάλη ανάφλεξη του πληθωρισμού. Από την «κορυφή» των 971 μονάδων, η ελληνική αγορά «έπεσε» τον Μάρτιο του 2022 κάτω των 800 μονάδων, μένοντας στα ίδια επίπεδα έως και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Για τις εισηγμένες, ωστόσο, κάτι είχε ήδη αλλάξει, καθώς οι διεθνείς συγκυρίες και η μεταπανδημική οικονομική ανάπτυξη συνέβαλαν καθοριστικά στο να υπάρξει αισθητή ανάκαμψη των θεμελιωδών μεγεθών. Έτσι, από τα καθαρά κέρδη των 4 δισ. ευρώ το 2021, η χρήση του 2022 οδήγησε σε ένα αποτέλεσμα ύψους 10,4 δισ. ευρώ.
Αυτό σταδιακά άρχισε να αποτυπώνεται και στο ταμπλό του Χ.Α., το οποίο, με τη βοήθεια των διαδοχικών αναβαθμίσεων από τους οίκους αξιολόγησης (ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας), κατόρθωσε αφενός τον Ιανουάριο του 2023 να επιστρέψει άνω των 1.000 μονάδων για πρώτη φορά από το 2014, αφετέρου τον Ιούλιο του 2023 να αναρριχηθεί έως την «κορυφή» των 1.344 μονάδων. Με την πολιτική σταθερότητα να παραμένει εξασφαλισμένη, την οικονομία να προοδεύει και τα ελληνικά assets να αποτελούν ξανά πόλο έλξης για τους ξένους επενδυτές, το 2024 επιβεβαίωσε τις προσδοκίες για ακόμη ένα έτος ανόδου, φθάνοντας τον Μάιο στις 1.502 μονάδες, για πρώτη φορά από το 2011. Τον Φεβρουάριο, δε, έχει προηγηθεί και η εισαγωγή - ορόσημο του ΔΑΑ στο Χ.Α., η οποία συνιστά μέχρι και σήμερα μία από τις μεγαλύτερες IPO των τελευταίων δεκαετιών, δίνοντας νέα πνοή στον τομέα των αρχικών δημόσιων προσφορών.
Στα υψηλά 15ετίας
Και φέτος είμαστε μάρτυρες μιας ακόμη πιο δυναμικής «απογείωσης», καθώς, με ώθηση από την κερδοφορία - ρεκόρ των εισηγμένων (11,5 δισ. ευρώ), τα διαδοχικά επιχειρηματικά deals και την προοπτική επανόδου στις αναπτυγμένες αγορές, ο Γενικός Δείκτης κατέκτησε το ιστορικό «κάστρο» των 2.000 μονάδων, επιστρέφοντας εκεί που βρισκόταν την άνοιξη του 2010 και «σβήνοντας» επί της ουσίας όλη την αρνητική ανάμνηση της μνημονιακής περιόδου.
Αυτό, μάλιστα, το πέτυχε παρά το γεγονός ότι μέσα στην επταετία το ταμπλό του Χ.Α. αποψιλώθηκε σημαντικά, καθώς η αγορά κλήθηκε να αποχαιρετήσει συνολικά 70 εισηγμένες και να υποδεχθεί μόλις 20. Δίπλα σε αυτές τις εξελίξεις, βέβαια, οφείλουμε να έχουμε υπόψη και την επιλογή αρκετών εισηγμένων να ανοίξουν «φτερά» στο εξωτερικό, μέσω μιας παράλληλης διαπραγμάτευσης, όπως ακριβώς έπραξε πριν από λίγες εβδομάδες η Metlen. Είχε προηγηθεί, το 2023, η Austriacard (πρώην Inform Λύκος) και, το 2019, η Titan Cement, η οποία, μάλιστα, τον περασμένο Φεβρουάριο, είδε την αμερικανική θυγατρική της να εισέρχεται πανηγυρικά στη Wall Street.
*Από την εφημερίδα 'Η Ναυτεμπορική'