η αυξημένη αποσύνδεση από την Ουάσιγκτον που έχει πετύχει σε σημαντικούς τομείς, όπως αυτός της ενέργειας.
Βλέποντας τη σκακιέρα μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, δεν μπορεί κανείς παρά να θυμηθεί την εισαγωγή του Ντίκενς στο ‘Η Ιστορία Δύο Πόλεων’: «Ήταν οι καλύτεροι καιροί, ήταν οι χειρότεροι καιροί, ήταν η εποχή της σοφίας, ήταν η εποχή της ανοησίας…» Σε ένα τέτοιο δίπολο έχουν βρεθεί Ουάσιγκτον και Πεκίνο, αν και φυσικά ο καθένας μπορεί να ερμηνεύσει τις θέσεις των δύο πλευρών όπως προτιμά. Η αλήθεια είναι πως η Κίνα απέδειξε εμπράκτως ότι ήταν διατεθειμένη να συνεχίσει τον εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ για όσο χρειαστεί. Όπως εξηγούν αρκετοί αναλυτές, οι Αμερικάνοι ήταν εκείνοι που ίδρωσαν πρώτοι, ζητώντας από τους Κινέζους να έρθουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Και αυτό συνδέεται με το γεγονός ότι η Ουάσιγκτον υποτίμησε σοβαρά την ετοιμότητα του Πεκίνου για μία παρατεταμένη εμπορική διαμάχη.
Είναι γνωστό πως η πολιτική της Κίνας, σε εσωτερικό και εξωτερικό επίπεδο, άλλαξε δραματικά μετά την ανάδειξη του Προέδρου Σι στην εξουσία. Ο Σι ήταν ενδεχομένως ένας από τους λίγους ηγέτες που αντιλήφθηκε αυτό που η αμερικανική ηγεσία δήλωνε, ότι δηλαδή οι ΗΠΑ θα σταματήσουν να ασχολούνται με την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή και θα στραφούν στην Ασία και τον Ειρηνικό. Έχοντας αυτό το δεδομένο, ο νέος ηγέτης της Κίνας ξεκίνησε το μακροχρόνιο εγχείρημά του να θωρακίσει τη χώρα του από τις όποιες πιθανές κινήσεις των Αμερικανών. Η πρώτη εκλογή του Τραμπ και ο πρώτος εμπορικός πόλεμος που είχε ξεκινήσει, απλώς επιβεβαίωσαν στους Κινέζους πως έπρεπε οπωσδήποτε να μειώσουν την εξάρτησή τους από οτιδήποτε αμερικανικό. Ο τομέας της ενέργειας είχε φυσικά στρατηγική σημασία.
Από μία άποψη, η Κίνα είναι τυχερή. Οι διεθνείς προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής έχουν ενταθεί κατά την τελευταία δεκαετία. Αυτή η αλλαγή έδωσε την ιδανική αφορμή στην Κίνα ώστε να αναζητήσει μία λύση στο ζήτημα της ενεργειακής εξάρτησης. Επενδύοντας στις καθαρές μορφές ενέργειας και τον εξηλεκτρισμό, η Κίνα θα μείωνε τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων από τρίτα κράτη. Και είναι ιδιαίτερα εύκολο να εξηγηθεί η λογική αυτού του στόχου.
Αφενός, οι εισαγωγές των ορυκτών καυσίμων είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στις γεωπολιτικές συνθήκες. Στη θάλασσα, όπου και πραγματοποιείται το μεγαλύτερο μέρος των μεταφορών καυσίμων, τα διάφορα choke points μπορούν να καταστούν απροσπέλαστα, ενώ στη στεριά, οι αγωγοί μπορούν να χτυπηθούν και οι στρόφιγγες μπορούν να κλείσουν. Χαρακτηριστικά παραδείγματα οι περιπτώσεις της Ερυθράς Θάλασσας και της Ουκρανίας αντίστοιχα.
Αφετέρου, οι τιμές των ορυκτών καυσίμων είναι εξαιρετικά επιρρεπείς στα γεωπολιτικά σκαμπανεβάσματα. Μία διμερής κρίση στη Μέση Ανατολή μπορεί να σημάνει την εκτόξευση των τιμών του πετρελαίου, ακόμα και αν η παραγωγή του καυσίμου δεν επηρεαστεί. Η κατανόηση αυτής της πραγματικότητας ήταν πολύ ευτυχής για την Κίνα καθώς συνέπεσε με την ανάδειξη των ΗΠΑ ως του νέου ενεργειακού γίγαντα. Έχοντας αξιοποιήσει στο έπακρο τη σχιστολιθική επανάσταση, οι ΗΠΑ έγιναν ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου και φυσικού αερίου, κυριαρχώντας και στις εξαγωγές. Αυτό επιτρέπει στην Ουάσιγκτον να ελέγχει σε μεγάλο βαθμό τις τιμές των καυσίμων, χωρίς καν να χρειαστεί να ενεργοποιήσει το ισχυρότερο εργαλείο της, δηλαδή τις κυρώσεις.
Αναγνωρίζοντας την τρωτότητα των εφοδιαστικών αλυσίδων για τα ορυκτά καύσιμα, οι Κινέζοι δεν φρόντισαν μόνο να αναπτύξουν την εγχώρια παραγωγή τους, αλλά και να βρουν μία εναλλακτική. Σε αντίθεση με τους υδρογονάνθρακες, οι ΑΠΕ δεν επηρεάζονται από τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις άπαξ και κατασκευαστούν. Για να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους, όμως, οι Κινέζοι πήγαν ένα βήμα παρακάτω και φρόντισαν να κυριαρχήσουν και στην εφοδιαστική αλυσίδα των ΑΠΕ, από τις πρώτες ύλες μέχρι τον τελικό εξοπλισμό.
Και είναι εύκολο να κατηγορήσει κανείς την Κίνα για πρακτικές ντάμπινγκ κτλ, ωστόσο αυτό που συχνά επιλέγουν να αγνοήσουν οι δυτικές κυβερνήσεις και τα δυτικά μίντια είναι οι επενδύσεις των κινεζικών επιχειρήσεων στην καινοτομία. Οι Κινέζοι κατασκευαστές δεν είναι ικανοποιημένοι με το να κυριαρχούν μόνο στα προϊόντα που πωλούνται σήμερα, αλλά και εκείνα που θα πωλούνται σε 1-2 δεκαετίες. Οι κινεζικές εταιρείες επενδύουν δισεκατομμύρια από τα κέρδη τους στην έρευνα, εξού και πλέον είναι συχνό φαινόμενο οι ειδήσεις όπως τα μεγάλα τεχνολογικά άλματα της BYD στη φόρτιση των ηλεκτρικών οχημάτων.
Φθηνή και σύγχρονη τεχνολογία
Πέραν την αυτάρκειας στο εξωτερικό, η ηγεμονία της Κίνας στην πράσινη ενέργεια της έχει επιτρέψει να ανοίξει πόρτες σε άλλες αγορές. Σαφώς, υπάρχουν εκείνοι που ανησυχούν για αθέμιτο ανταγωνισμό και παρόμοια προβλήματα. Όπως η Κίνα μπορεί να προσφέρει φθηνή και σύγχρονη τεχνολογία. Πιο σημαντικά, οι ΑΠΕ είναι πλέον πιο συμφέρουσες από τα ορυκτά καύσιμα. Όπως γνωρίζει καλά η Ευρώπη, η παραγωγή των ΑΠΕ μπορεί να είναι τόσο μεγάλη ώστε να ρίξει το κόστος ενέργειας στο μηδέν.
Αυτό είναι κάτι που δεν θα καταφέρουν ποτέ να ανταγωνιστούν τα ορυκτά καύσιμα, καθώς η λειτουργία πολλών συμβατικών μονάδων έχει καταστεί τόσο κοστοβόρα ώστε να απαιτούν κρατικές χρηματοδοτήσεις για να παραμείνουν ανοιχτές, ακόμα και χωρίς την επιβάρυνση των εισαγωγών. Φυσικά, καμία υπεύθυνη κυβέρνηση δεν θα επέτρεπε στο δίκτυο να βασίζεται αποκλειστικά στις ΑΠΕ, για αυτό και η Κίνα έχει επενδύσει αντίστοιχα μεγάλα ποσά στην ανάπτυξη πυρηνικών εγκαταστάσεων.
Από την πλευρά του, ο Πρόεδρος Τραμπ φαίνεται να ακολουθεί την ακριβώς αντίθετη πορεία από τον Πρόεδρο Σι. Αρχικά, πάτησε φρένο σε όλες τις πράσινες επενδύσεις, εξαφανίζοντας δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, αποδυναμώνοντας την αμερικανική επιχειρηματικότητα, υπονομεύοντας τη σταθερότητα του αμερικανικού δικτύου, και θέτοντας σε κίνδυνο την ενεργειακή στρατηγική των ΗΠΑ όταν αργά ή γρήγορα στεγνώσουν τα κοιτάσματα ορυκτών καυσίμων.
Στο εξωτερικό, ακολουθεί μία ακόμα πιο επιθετική πολιτική, ουσιαστικά εκβιάζοντας συμμάχους και ανταγωνιστές να αγοράσουν περισσότερα αμερικανικά ορυκτά καύσιμα αλλιώς θα υποστούν υψηλούς δασμούς και θα βρεθούν εκτός αμυντικής ομπρέλας. Προς το παρόν, αρκετές κυβερνήσεις έχουν δεχθεί τον εκβιασμό, αν και καμία τελική συμφωνία δεν έχει υπογραφεί. Την ίδια στιγμή, η διφορούμενη πολιτική του Τραμπ έχει προκαλέσει καθίζηση στις τιμές του πετρελαίου, ενώ οι εμπορικοί περιορισμοί του αμφισβητούν τον στόχο της γιγάντωσης των εξαγωγών LNG.
Συγκρίνοντας τις δύο χώρες, οι εικόνες είναι πολύ διαφορετικές. Αν και θα ήταν πρώιμο να χαρακτηριστεί η μία ή η άλλη πλευρά ως νικητές— εξάλλου η ενέργεια είναι μόνο ένας από τους τομείς όπου ανταγωνίζονται— είναι σαφές πως η μία περίπτωση χαρακτηρίζεται από μακροχρόνιο σχεδιασμό και αφοσίωση σε ένα συγκεκριμένο όραμα, ενώ η άλλη από απρόβλεπτες αλλαγές και κινήσεις εντυπωσιασμού. Βεβαίως, αξίζει να σημειωθεί πως ο Πρόεδρος Σι μπορεί να εφαρμόσει τα σχέδιά του με τέτοια υπομονή και μεθοδικότητα καθώς βρίσκεται στην εξουσία για περισσότερα από 12 χρόνια, ενώ ο Πρόεδρος Τραμπ αναγκάστηκε να πατήσει παύση στις φιλοδοξίες του μετά την ταπεινωτική ήττα του 2020.