Είναι η οικονομία του Μπάιντεν, το χρηματιστήριο του Μπάιντεν, οι δασμοί δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που συμβαίνει, για την κατάσταση της οικονομίας και γενικώς για όλα φταίει η προηγούμενη κυβέρνηση

Κάπως έτσι επιχείρησε ο Ντόναλντ Τραμπ να αποποιηθεί την ευθύνη για τη μείωση του αμερικανικού ΑΕΠ κατά 0,3% το πρώτο τρίμηνο του έτους, ακριβώς μέσα στις πρώτες 100 ημέρες της δεύτερης θητείας του δηλαδή, και μετά την ανάπτυξη 2,4% που είχε σημειώσει το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο. Γνώριμο το επιχείρημα, κάτι σαν το «παραλάβαμε χάος» στο οποίο καταφεύγουν συχνότατα οι κυβερνήσεις τουλάχιστον όταν βρίσκονται σχετικά στην αρχή της θητείας τους. Και έως ένα βαθμό βάσιμο επιχείρημα καθώς όταν αναλαμβάνει μια νέα κυβέρνηση και εφαρμόζει τη δική της οικονομική πολιτική σίγουρα χρειάζεται χρόνος για να φανούν τα αποτελέσματά της.

Το ιδιαίτερο στην περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ είναι, όμως, ότι στο μικρό αυτό διάστημα των πρώτων 100 ημερών της δεύτερης θητείας του ο πρόεδρος των ΗΠΑ έχει κατορθώσει να προκαλέσει τη μεγαλύτερη ανατροπή και ενδεχομένως και να καταφέρει το μεγαλύτερο πλήγμα που έχει υποστεί το παγκόσμιο εμπόριο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Και οι παλινωδίες του, γνώριμες βέβαια από την πρώτη θητεία του, αλλά αυτή τη φορά πιο ακραίες με τις ανακοινώσεις επιθετικών δασμών και τις ατελείωτες υπαναχωρήσεις, εξαιρέσεις και περιόδους χάριτος, έχουν προλάβει να ενσπείρουν την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια. Δηλαδή τους κυριότερους αποσταθεροποιητικούς παράγοντες για μια οικονομία, ακόμη κι όταν αυτή είναι η μεγαλύτερη του κόσμου και έχει ισχυρές αντοχές. Γι’ αυτό και μάλλον θα μείνει στην Ιστορία η εικόνα του Τραμπ με τους πίνακες των δασμών για κάθε χώρα, όπως τους παρουσίασε υπερήφανος σε ένα πρωτοφανές σόου στις αρχές Απριλίου.

Παρά τις προς τα κάτω αναθεωρήσεις των προβλέψεων για την αμερικανική οικονομία από το ΔΝΤ, την JPMorgan και πολλούς οικονομολόγους, είναι μάλλον πρόωρο να εκτιμήσει κανείς κατά πόσον πρόκειται και μεσοπρόθεσμα να δικαιωθεί ή να διαψευσθεί ο πρόεδρος των ΗΠΑ και η ρηξικέλευθη εμπορική και οικονομική πολιτική του. Προς το παρόν για τους περισσότερους Αμερικανούς η μείωση του αμερικανικού ΑΕΠ αποτελεί όχι απλώς τη διάψευση των υποσχέσεων του Τραμπ, αλλά και την πρώτη προειδοποίηση περί του τιμήματος που θα έχει το φιλόδοξο σχέδιό του να κάνει την Αμερική και πάλι μεγάλη: του τιμήματος που θα έχουν οι δασμοί, ο εμπορικός πόλεμος ειδικότερα με την Κίνα αλλά και πολλές άλλες από τις σαρωτικές επιλογές του Ντόναλντ Τραμπ, όπως οι μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων και η συνεπακόλουθη επαγγελματική ανασφάλεια που ενέσπειραν αυτές οι απολύσεις σε μεγάλο ποσοστό των Αμερικανών.

Πολλοί οικονομολόγοι συμμερίζονται τη θέση του Τραμπ πως η μείωση του ΑΕΠ είναι προϊόν στρέβλωσης, καθώς το πρώτο τρίμηνο οι αμερικανικές επιχειρήσεις άρχισαν να εισάγουν ασυνήθιστα μεγάλο όγκο προϊόντων για να προλάβουν να δημιουργήσουν αποθέματα προτού επιβληθούν οι δασμοί. Διευρύνθηκε, έτσι, το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ και επηρέασε το ΑΕΠ. Ακόμη και αυτή η μερίδα οικονομολόγων, όμως, δεν αισιοδοξεί για το μέλλον της αμερικανικής οικονομίας, επειδή προεξοφλεί πως οι δασμοί θα πλήξουν τη ζήτηση. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Νταϊάν Σουόνκ, επικεφαλής των οικονομολόγων της KPMG ΗΠΑ, που προβλέπει μεν πως ο αντίκτυπος θα περιοριστεί στο εγγύς μέλλον όταν θα μειωθούν οι εισαγωγές, αλλά θεωρεί βέβαιον ότι θα συνεχιστεί η συρρίκνωση του ΑΕΠ επειδή οι δασμοί θα πλήξουν την εγχώρια ζήτηση. Και προειδοποιεί την κυβέρνηση Τραμπ ότι «αυτό που θα έπρεπε να σας απασχολεί είναι η εγχώρια ζήτηση».

Μόλις δύο ημέρες μετά τη δυσοίωνη είδηση για την αμερικανική οικονομία τέθηκαν σε ισχύ οι δασμοί στις εισαγωγές από την Κίνα και άρχισαν να παίρνουν την ανιούσα οι τιμές των φθηνότερων κινεζικών προϊόντων, όπως εκείνα των Temu και Shein. Μαζί τους ακολουθούν, όμως, και πολλές άλλες τιμές που καθιστούν όλο και πιο ρεαλιστική την ανησυχητική πρόβλεψη για νέα επιτάχυνση του πληθωρισμού στις ΗΠΑ. Και επομένως όλο και πιο δύσκολη τη ζωή των Αμερικανών, στους οποίους ο Τραμπ είχε υποσχεθεί να μειώσει τις τιμές των τροφίμων.

Ακριβώς σε αυτή τη συγκυρία με τη μείωση του ΑΕΠ και την άνοδο των τιμών, τη συνταγή που οδηγεί στον στασιμοπληθωρισμό, το Πεκίνο, που είχε έως τώρα τηρήσει αδιάλλακτη στάση και καλούσε σε παγκόσμια συσπείρωση εναντίον του «νταή» Τραμπ, άνοιξε την πόρτα στη διαπραγμάτευση με την Ουάσιγκτον.

Και ίσως όχι τυχαία, καθώς πολλοί θα μπορούσαν να υποθέσουν ότι οι δυσάρεστες ειδήσεις για την οικονομία είναι το πρώτο πλήγμα στην παντοδυναμία του Τραμπ, η πρώτη αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής του θέσης και η πρώτη ενίσχυση της δικής τους διαπραγματευτικής θέσης.

Οι τιμές τροφίμων, το πρώτο «θύμα» του εμπορικού πολέμου

Το πλήγμα στο παγκόσμιο εμπόριο από την πολιτική του Τραμπ αναμένεται να είναι καθοριστικό, γι’ αυτό και δεν σταματούν οι προειδοποιήσεις για τον αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία. Η πρώτη συνέπεια που έγινε ήδη γνωστή και υπερβαίνει τα σύνορα των ΗΠΑ αφορά τις τιμές των τροφίμων, ίσως το πλέον ακανθώδες θέμα σε ό,τι αφορά την ακρίβεια. Τα τελευταία στοιχεία φέρουν τις τιμές των τροφίμων να έχουν εκτοξευθεί τον Απρίλιο στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων δύο ετών παγκοσμίως. Και η προφανής αιτία είναι η αβεβαιότητα που έχει προκαλέσει στο εμπόριο ο φόβος των δασμών.

Ο σχετικός δείκτης των Ηνωμένων Εθνών που παρακολουθεί τις τιμές των τροφίμων και των πρώτων υλών για την παραγωγή τροφίμων έφτασε τον Απρίλιο στις 128,3 μονάδες, σημειώνοντας άλμα 1% σε σύγκριση με τον αμέσως προηγούμενο μήνα. Το συγκεκριμένο επίπεδο είχε καταγραφεί τελευταία φορά τον Μάρτιο του 2023, όταν ακόμη ο πληθωρισμός κάλπαζε παγκοσμίως και δεν είχαν κατορθώσει να τον τιθασεύσουν οι κεντρικές τράπεζες. Παραμένει, βέβαια, σε επίπεδα χαμηλότερα από την κορύφωσή του το 2022, αλλά όλα δείχνουν πως οδεύει στο τέλος της η περίοδος που ο πληθωρισμός και ιδιαιτέρως ο πληθωρισμός των τιμών των τροφίμων είχε τεθεί υπό έλεγχο. Θεωρητικά παρέρχεται κάποιο χρονικό διάστημα μέχρις ότου οι νέες τιμές των τροφίμων της παγκόσμιας αγοράς μεταφερθούν στις τιμές των σούπερ μάρκετ και γενικότερα των καταστημάτων λιανικής.

Η Μόνικα Τότοβα, οικονομολόγος του Προγράμματος Τροφίμων των Ηνωμένων Εθνών, αποδίδει την άνοδο των τιμών στους δασμούς και συγκεκριμένα στην αντίδραση πολλών χωρών που κινήθηκαν όπως οι αμερικανικές επιχειρήσεις: αύξησαν τις εισαγωγές τους σε τρόφιμα και πρώτες ύλες για την παραγωγή τροφίμων για να σχηματίσουν τα απαιτούμενα αποθέματα προτού καταστήσουν απαγορευτικό το κόστος τους οι δασμοί του Αμερικανού προέδρου. Δεν λείπουν, ωστόσο, και οι άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες που τα τελευταία τρία χρόνια έχουν επανειλημμένως εκτοξεύσει τις τιμές των τροφίμων σε επίπεδα απαγορευτικά για τις φτωχές χώρες και έχουν προκαλέσει φόβους για παγκόσμιες επισιτιστικές κρίσεις. Ανάμεσά τους η μείωση της προσφοράς σιτηρών από τους σιτοβολώνες της Ρωσίας, αλλά και τα ακραία καιρικά φαινόμενα που έχουν καταστρέψει τη σοδειά πολλών αγροτικών προϊόντων σε περιοχές του πλανήτη. Οπως τονίζει πάντως η κ. Τότοβα, «πάντα ανησυχούμε για την ξηρασία σε διάφορα μέρη, αλλά το τι θα συμβεί στο εμπόριο και ποια θα είναι τα αντίποινα πολλών χωρών παραμένουν πάντα η μεγαλύτερη ανησυχία μας».

Φταίει ο Μπάιντεν

Αποποιούμενος την ευθύνη για τη μείωση που σημείωσε το αμερικανικό ΑΕΠ το α΄ τρίμηνο του έτους, ο Αμερικανός πρόεδρος την απέδωσε στον προκάτοχό του Τζο Μπάιντεν, τονίζοντας πως «αυτή είναι η οικονομία του Μπάιντεν και αυτό θα διαρκέσει λίγο, δεν έχει καμία σχέση με τους δασμούς».

6,5 τρισ. δολ. διεγράφησαν από τη χρηματιστηριακή αξία των εισηγμένων αμερικανικών εταιρειών στις 100 πρώτες ημέρες της δεύτερης θητείας Τραμπ.

Μεγάλη αβεβαιότητα

Απαισιόδοξος για την προοπτική της αμερικανικής οικονομίας υπό τον Τραμπ, ο επενδυτής και πρόεδρος του Queens’ College στο Πανεπιστήμιο Κέμπριτζ, τόνισε πως «η αμερικανική οικονομία από εξαιρετικά επιτυχής εξελίσσεται σε μια οικονομία γεμάτη αβεβαιότητα που διολισθαίνει στον στασιμοπληθωρισμό ή στην ύφεση».

162 δισ. δολ. έφτασε το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ τον Μάρτιο.

Αποτυχημένη περίοδος

Εμφανώς επικριτικός προς την κυβέρνηση Τραμπ ο πρώην υπουργός Οικονομικών Λάρι Σάμερς καυτηρίασε την απόδοση της αμερικανικής οικονομίας τονίζοντας πως «είναι μάλλον η πιο αποτυχημένη περίοδος πρώτων 100 ημερών μιας προεδρίας σε ό,τι αφορά την οικονομία τουλάχιστον τον τελευταίο αιώνα».

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr