Το μέτρο, ισχυρίστηκε, ήταν απαραίτητο για να υποχρεώσει τις γειτονικές χώρες να ελέγξουν τις ροές παράνομων μεταναστών και ναρκωτικών προς τις ΗΠΑ. Η Κίνα μπήκε στο στόχαστρο ως πηγή της φαιντανύλης, του σκληρού οπιοειδούς που ευθύνεται για δεκάδες χιλιάδες θανάτους Αμερικανών ετησίως.
Η κρίση με το Μεξικό, τουλάχιστον αν πιστέψουμε τις αναρτήσεις του Truth Social, επιλύθηκε δύο μέρες μετά την απειλή οριζόντιων δασμών. Γράφοντας το βράδυ της Τετάρτης, ο Τραμπ αναφέρθηκε στη «θαυμάσια συζήτηση» που είχε με τη νέα Μεξικάνα πρόεδρο, Κλαούντια Σέινμπαουμ Πάρντο, η οποία –πάντα κατά τον Τραμπ– «συμφώνησε να σταματήσει τη μετανάστευση μέσω του Μεξικού, και προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, ουσιαστικά κλείνοντας τα νότια σύνορα».
Η Σέινμπαουμ, απαντώντας (μέσω του X/Twitter), είπε ότι «η θέση του Μεξικού δεν είναι να κλείνει σύνορα αλλά να χτίζει γέφυρες μεταξύ κυβερνήσεων και κοινοτήτων». Ισως η συζήτηση να μην ήταν και τόσο «θαυμάσια» όσο ισχυρίζεται ο Τραμπ. Σε κάθε περίπτωση, η δαμόκλειος σπάθη των δασμών εξακολουθεί να αιωρείται πάνω από το βόρειο ημισφαίριο.
Ο εκλεγμένος πρόεδρος σχεδιάζει πολλά ακόμα για την πρώτη μέρα του στο Οβάλ Γραφείο: έχει πει ότι την ίδια μέρα θα ξεκινήσει το πρόγραμμα μαζικών απελάσεων παράνομων μεταναστών· θα κλείσει τα σύνορα· θα απολύσει έναν απροσδιόριστο αλλά τεράστιο αριθμό εργαζόμενων στην ομοσπονδιακή γραφειοκρατία· θα δώσει χάρη σε άτομα που συνελήφθησαν για τη συμμετοχή τους στα επεισόδια της 6ης Ιανουαρίου· κ.ά. Και –για να μην ξεχνιόμαστε– o Τραμπ έχει πει ότι θα τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία σε μία μέρα, ακόμα και με ένα τηλεφώνημα (ίσως περιμένει μερικές μέρες και δεν το κάνει από την πρώτη).
Τι από όλα αυτά θα κάνει (ή θα επιχειρήσει τουλάχιστον να κάνει); Πόσο ανεξέλεγκτος θα είναι στο εσωτερικό, με τη Βουλή (οριακά) και τη Γερουσία στα χέρια των Ρεπουμπλικανών και το Ανώτατο Δικαστήριο με στιβαρή συντηρητική πλειοψηφία; Και πόσο πρόθυμος θα είναι διεθνώς να ανατρέψει τη μεταπολεμική τάξη πραγμάτων της οποίας οι ΗΠΑ είναι ο βασικός πυλώνας; Θα μάθουμε στους επόμενους μήνες.
Μία sui generis μετάβαση
Εως ότου η εικόνα ξεκαθαρίσει, αξίζει να αναδειχθούν οι τρόποι με τους οποίους αυτή η προεδρική μετάβαση είναι διαφορετική από τις προηγούμενες (εξαιρείται αυτή του 2020, που ήταν μοναδική για άλλους, πιο σκοτεινούς λόγους). Η παράδοση θέλει τον εκλεγμένο πρόεδρο, στους δυόμισι μήνες έως ότου αναλάβει την εξουσία, να κινείται πολύ διακριτικά και να μην προβαίνει σε δηλώσεις ή κινήσεις που παρεκκλίνουν από την πολιτική που εφαρμόζει ο απερχόμενος πρόεδρος.
Ο Τραμπ και η νέα του ομάδα, όπως έγραφαν την περασμένη εβδομάδα οι New York Times, δεν δείχνουν διάθεση να συμμορφωθούν με αυτήν την πρακτική. Η ανακοίνωση των δασμών κατά των τριών μεγαλύτερων εμπορικών εταίρων των ΗΠΑ είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της απροθυμίας του να σεβαστεί τους άγραφους νόμους της μετάβασης.
Το επιτελείο του εκλεγμένου προέδρου υπέγραψε τη «συμφωνία μετάβασης» με τον Λευκό Οίκο μόλις την περασμένη Τρίτη. Η συμφωνία αυτή είναι αναγκαία ώστε να μπορέσουν να ξεκινήσουν επίσημες ενημερώσεις από αξιωματούχους της απερχόμενης διοίκησης προς τους διαδόχους τους.
Ωστόσο, ο Τραμπ έχει αρνηθεί να υπογράψει την εθιμική συμφωνία με το υπουργείο Δικαιοσύνης που θα επιτρέψει στο FBI να διενεργήσει ελέγχους ασφαλείας για τα μέλη της ομάδας μετάβασης. Αυτό σημαίνει ότι οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπάιντεν δεν θα μπορούν να δώσουν πρόσβαση σε απόρρητες πληροφορίες στους διαδόχους τους. O Τραμπ δεν έχει πει γιατί δεν επιθυμεί την εμπλοκή του FBI (που πάντως δεν είναι επιβεβλημένη από το νόμο) αλλά έχει επικρίνει πολλές φορές το σώμα ως πλοκάμι του βαθέος κράτους.
Ούτε έχει υπογραφεί συμφωνία με τη Διοίκηση Γενικών Υπηρεσιών (GSA) που παρέχει ασφαλή γραφεία, κυβερνητικούς λογαριασμούς email κ.ο.κ. Αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου είπαν στους New York Times ότι το γεγονός αυτό δυσχεραίνει σημαντικά τη διαδικασία ενημέρωσης των αξιωματούχων του Τραμπ. Η Σούζι Γουαΐλς, που θα είναι η νέα προσωπάρχης του Λευκού Οίκου, είπε σε ανακοίνωση που εξέδωσε ότι η μη υπογραφή της συμφωνίας θα εξοικονομήσει χρήματα των φορολογούμενων και δεσμεύτηκε ότι η ομάδα μετάβασης δεν θα δεχθεί δωρεές από αλλοδαπές πηγές.
Προώθηση με το αζημίωτο
Παράλληλα, την περασμένη εβδομάδα προέκυψε και το πρώτο σκάνδαλο της μετάβασης. Κατόπιν εσωτερικού ελέγχου που διενήργησε η νομική ομάδα του εκλεγμένου προέδρου, προέκυψε ότι ο Μπόρις Επστιν, δικηγόρος και στενός σύμβουλος του Τραμπ, ζητούσε από άτομα που ήταν υποψήφια για θέσεις στη νέα κυβέρνηση να τον πληρώνουν μηνιαία ποσά με αντάλλαγμα να υποστηρίξει την υποψηφιότητά τους. Σύμφωνα με τη Washington Post, μεταξύ των ατόμων που προσέγγισε ήταν ο Σκοτ Μπέσεντ, ο οποίος τελικά επελέγη για τη θέση του υπουργού Οικονομικών (ο Μπέσεντ δεν πλήρωσε τον Επστιν). Την έρευνα την παρήγγειλε ο ίδιος ο Τραμπ, αφού έγινε κοινωνός καταγγελιών για τη συμπεριφορά του δικηγόρου του.
Το πόρισμα της νομικής ομάδας του εκλεγμένου προέδρου αναδεικνύει ένα σημαντικό ζήτημα σύγκρουσης συμφερόντων. Πολλοί από τους ανθρώπους στον στενό κύκλο του Τραμπ εκπροσωπούν άλλα άτομα και επιχειρηματικά συμφέροντα, και το επιτελείο της μετάβασης δεν έχει πάντα γνώση των δοσοληψιών τους. Στο ρεπορτάζ της Post αναφέρεται ότι αρκετοί σύμβουλοι του Τραμπ έβλεπαν με καχυποψία τον Επστιν –ο οποίος αρνείται τις κατηγορίες– εξαιτίας του ευρέος πελατολογίου του.
Ο Γκέιτς και το μήνυμα της Γερουσίας
Κατά τα άλλα, ο Τραμπ ολοκλήρωσε τη διαδικασία επιλογής των βασικών του αξιωματούχων, αντικαθιστώντας τον αμφιλεγόμενο πρώην βουλευτή Ματ Γκέιτς με την Παμ Μπόντι, πρώην γενική εισαγγελέα της Φλόριντα –και συνήγορο υπεράσπισής του στην πρώτη του δίκη για καθαίρεση από το προεδρικό αξίωμα– για τη θέση του γενικού εισαγγελέα. Ο Γκέιτς στις 21 Νοεμβρίου αποσύρθηκε από τη διεκδίκηση του ζωτικού χαρτοφυλακίου, το οποίο θα είναι η αιχμή του δόρατος της επιχείρησης εκδίκησης του Τραμπ απέναντι σε όσους αντιλαμβάνεται ως διώκτες του, λέγοντας ότι η υποψηφιότητά του είχε «αδίκως εξελιχθεί σε περισπασμό» από το έργο της νεοεισερχόμενης κυβέρνησης.
Στην πραγματικότητα, σειρά Ρεπουμπλικανών γερουσιαστών είχαν εκφράσει ιδιωτικά τις έντονες επιφυλάξεις τους απέναντι στον 42χρονο πρώην βουλευτή από τη Φλόριντα – ο οποίος έχει ελάχιστη νομική εμπειρία και για τον οποίον υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις (αν και δεν είχε κατηγορηθεί επισήμως) για σεξουαλικές πράξεις με ανήλικα κορίτσια επί πληρωμή και για χρήση παράνομων ουσιών. Ο Γκέιτς, με το που ανακοινώθηκε το όνομά του για τη θέση του γενικού εισαγγελέα, είχε παραιτηθεί από τη Βουλή, ώστε να μπλοκάρει τη δημοσίευση της έκθεσης για τα πεπραγμένα του από την Επιτροπή Δεοντολογίας του σώματος. Ο Ρεπουμπλικανός Μάικ Ράουντς, γερουσιαστής από τη Νότια Ντακότα, που είχε επιμείνει στη δημοσίευση της έκθεσης, είπε ότι δεν του προκάλεσε έκπληξη η απόσυρση του Γκέιτς. Ο Τεξανός Τζον Κόρνιν, επίσης Ρεπουμπλικανός, σχολίασε ότι ήταν «αρκετά προφανές» ότι ο Γκέιτς δεν θα έπαιρνε το πράσινο φως από τη Γερουσία.
Το επεισόδιο –και η ιδιαίτερα ήπια αντίδραση σε αυτό του εκλεγμένου προέδρου– ήταν ένα ελπιδοφόρο δείγμα ότι η Γερουσία, ακόμα και υπό τον έλεγχο των Ρεπουμπλικανών, δεν θα παραδοθεί πλήρως στον Τραμπ και θα επιμείνει στην άσκηση των βασικών της συνταγματικών καθηκόντων (όπως τον έλεγχο των ατόμων που διορίζει ο πρόεδρος σε κορυφαία εκτελεστικά και δικαστικά αξιώματα). Θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η στάση που θα τηρήσει το σώμα απέναντι σε άλλους υποψηφίους, όπως την Τούλσι Γκάμπαρντ (διευθύντρια Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών), τον Ρόμπερτ Κένεντι τον Νεότερο (υΥπουργείο Υγείας) και τον Πιτ Χέγκσεθ (Αμυνας).
Ο ανεξέλεγκτος Μασκ
Εν τω μεταξύ, ο Eλον Μασκ εξελίσσεται σε σοβαρό πονοκέφαλο για τον Τραμπ. O «πρώτος κολλητός» (first buddy) έχει επισήμως αναλάβει να περικόψει την κρατική σπατάλη (εξαιρώντας σχεδόν σίγουρα τα τουλάχιστον 15,4 δισεκατομμύρια δολάρια που έχει λάβει η SpaceX από το ομοσπονδιακό ταμείο). Οι φιλοδοξίες του για τo Department of Government Efficiency (ή DOGE, που είναι και το όνομα ενός κρυπτονομίσματος στο οποίο έχει επενδύσει) είναι μεγάλες, και ενδεχομένως πολιτικά εκρηκτικές (έχει μιλήσει για περικοπές ως και 2 τρισ. δολαρίων).
Στο πλαίσιο αυτής της ενασχόλησης, μέσω του X, στο οποίο μοιάζει να είναι επικίνδυνα εθισμένος, αναδημοσίευσε προ ημερών αναρτήσεις με τα ονόματα και τις θέσεις εργασίας τεσσάρων χαμηλόβαθμων δημοσίων υπαλλήλων που εργάζονται σε θέσεις σχετικές με την κλιματική κρίση. Τουλάχιστον μία από τις τέσσερις γυναίκες που στοχοποιήθηκαν ως αποτέλεσμα από τον στρατό των followers του Μασκ διέγραψε τους λογαριασμούς της στα social media.
Ομοσπονδιακοί υπάλληλοι οι οποίοι μίλησαν στο CNN εξέφρασαν φόβους των συνεπειών αν είναι επόμενοι στη λίστα της δημόσιας έκθεσης στο timeline του ιδιοκτήτη του X. «Αυτές οι μέθοδοι έχουν σκοπό να σπείρουν τον τρόμο και τον φόβο στις τάξεις των ομοσπονδιακών υπαλλήλων», δήλωσε ο Εβερετ Κέλεϊ, πρόεδρος της Αμερικανικής Συνομοσπονδίας Κρατικών Υπαλλήλων, που εκπροσωπεί περισσότερους από 800.000 (εκ των 2,3 εκατομμυρίων) ομοσπονδιακών υπαλλήλων.
Αλλά ο πολυπράγμων μεγιστάνας, τώρα που μπήκε στην πολιτική, δεν περιορίζεται μόνο στο ζήτημα του ελέγχου των κρατικών δαπανών. Εχοντας ήδη τοποθετηθεί για το ποιος θεωρεί ότι έπρεπε να αναλάβει κρίσιμες θέσεις, όπως αυτή του υπουργού Οικονομικών, την περασμένη Τετάρτη επιτέθηκε στον Αλεξάντερ Βίντμαν, τον ουκρανικής καταγωγής αντισυνταγματάρχη ε.α. και μέλος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας επί της πρώτης θητείας Τραμπ. Ο Βίντμαν ήταν ο whistleblower που κατήγγειλε το περιεχόμενο της συνομιλίας με τον Βολόντιμιρ Ζελένσκι η οποία οδήγησε στην πρώτη διαδικασία καθαίρεσης κατά του Τραμπ. Ο Μασκ, χωρίς ίχνος αποδεικτικών στοιχείων, κατηγόρησε τον Βίντμαν για προδοσία, ισχυριζόμενος ότι είναι πληρωμένο όργανο Ουκρανών ολιγαρχών και απειλώντας ότι «θα πληρώσει το τίμημα που του αρμόζει».
Το περασμένο Σαββατοκύριακο, ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο έστρεψε τα πυρά του κατά της κεντροαριστερής κυβέρνησης του πιο στενού συμμάχου της Ουάσιγκτον, αποκαλώντας το Ηνωμένο Βασίλειο «ένα τυραννικό αστυνομικό κράτος». Ο Μασκ διέδωσε, μέσω του λογαριασμού του στο X, μία διαδικτυακή αίτηση για τη διεξαγωγή νέων βουλευτικών εκλογών στη χώρα, που πήγε στις κάλπες μόλις τον περασμένο Ιούλιο, αλλά και το ντοκιμαντέρ ενός προφυλακισθέντος Βρετανού ακροδεξιού ακτιβιστή.
Μόλις στο τελευταίο δεκαήμερο έχει ασκήσει επίσης κριτική στην Αυστραλία (για τη νέα νομοθεσία για τη μη πρόσβαση στα social media σε παιδιά κάτω των 16) και στην «αντιδημοκρατική» Ε.Ε.
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")