Στοίχημα η ενεργειακή ανεξαρτησία της χώρας και η μετατροπή της σε πράσινο εξαγωγέα

Σχέδιο για την ενέργεια και τη συνεισφορά της χώρας στον περιορισμό των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου χαρακτήρισε το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θεόδωρος Σκυλακάκης, επισημαίνοντας με αυτόν τον τρόπο το «κενό» που υπάρχει ως προς την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, πράγμα που χρειάζεται να εξεταστεί με ιδιαίτερη προσοχή σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Μιλώντας από το βήμα του 3ου Οικονομικού Συνεδρίου της «Ναυτεμπορικής», ο υπουργός ΠΕΝ επανέλαβε τον κεντρικό προβληματισμό που διέπει την προσέγγιση των κρατών-μελών ως προς την ενεργειακή μετάβαση και αφορά πλέον μια πραγματικότητα: ενώ η κλιματική κρίση και οι συνέπειές της είναι ήδη εδώ, τα σχέδια ακόμη μιλούν για την έλευση της κλιματικής αλλαγής.

Σε αυτήν τη βάση το νέο ΕΣΕΚ επιχειρεί να χαράξει έναν «οδικό χάρτη», υιοθετώντας ωστόσο ρεαλιστικούς και γειωμένους στόχους, που αφενός επιτρέπουν την προώθηση της ενεργειακής μετάβασης και αφετέρου λαμβάνουν υπόψη τις προκλήσεις της εποχής, μία εκ των οποίων αφορά τα δημοσιονομικά περιθώρια, που πλέον συμπιέζονται περαιτέρω από το κόστος της κλιματικής αλλαγής.

Κατά συνέπεια, το κόστος συνιστά πλέον καθοριστική μεταβλητή στην εξίσωση της πράσινης μετάβασης και αυτό δεν γίνεται να παραγνωρίζεται στο εξής. Η «μεγάλη εικόνα» αναφέρει ότι η Ευρώπη αναλαμβάνει σήμερα ένα διπλό κόστος, που αφορά αφενός το κόστος της ταχύτερης πράσινης μετάβασης σε σχέση με ανταγωνιστές της και αφετέρου το κόστος της κλιματικής κρίσης.

Αυτό συνεπάγεται μεγαλύτερη δημοσιονομική πίεση και επομένως «οι πράσινοι στόχοι θα πρέπει να επιτυγχάνονται με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. «Πρέπει να αποϊδεολογικοποιήσουμε και να αφαιρέσουμε τις κάθε είδους ιδεοληψίες από την υλοποίηση της πράσινης μετάβασης. Διαφορετικά το κόστος θα είναι μεγάλο» συμπλήρωσε ο ίδιος, δίνοντας ακριβώς τον τόνο της προσέγγισης του ΥΠΕΝ στη συζήτηση περί επιτάχυνσης ή μη της ενεργειακής μετάβασης.

Υπ’ αυτό το πρίσμα, το υπουργείο επιλέγει να περιορίσει σημαντικά τις επιδοτήσεις προς τον κλάδο της ενέργειας, αφήνοντας την αγορά να «μιλήσει» στη βάση της προσφοράς και ζήτησης, με την όποια κρατική υποστήριξη να επιλέγεται μόνο όταν κρίνεται απολύτως αναγκαίο για την περαιτέρω ωρίμανση του σχεδίου. Είναι ενδεικτική η αναφορά του υπουργού ότι «όπου σταματάμε τις επιδοτήσεις, τότε οι επενδύσεις γίνονται πολύ πιο γρήγορα. Οι επενδυτές είναι όπως τα κλωσόπουλα που περιμένουν την τροφή τους».

Με δεδομένο ότι πλέον στον κόσμο των ΑΠΕ μιλάμε για «βίαιους επενδυτικούς κύκλους», οι παρεμβάσεις και τα μέτρα πολιτικής της Πολιτείας θα πρέπει να στοχεύουν στην εξισορρόπηση του συστήματος, δηλαδή στη σωστή αναλογία επενδύσεων, αποφεύγοντας το φαινόμενο τόσο της υπερθέρμανσης όσο και της έλλειψης επενδύσεων. «Να κάνουμε πιο ομαλή αυτή τη μετάβαση χωρίς να δημιουργούμε προβλήματα λόγω της ακρότητας των φαινομένων που παρατηρούνται στον επενδυτικό κύκλο».

«Στο τέλος του δρόμου», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο υπουργός, το στοίχημα αφορά την ενεργειακή ανεξαρτησία της χώρας, με την ταυτόχρονη μετατροπή της σε εξαγωγέα πράσινης ενέργειας. Παράλληλα χρειάζονται βιομηχανικές επενδύσεις, που με τη σειρά τους θα ενισχύουν τον βαθμό ανεξαρτησίας. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση για το ιδανικό ενεργειακό μίγμα το 2050, ο κ. Σκυλακάκης ανέφερε χαρακτηριστικά πως «όποιο κι αν είναι το ενεργειακό μίγμα το 2050, η χώρα θα είναι για πρώτη φορά ενεργειακά ανεξάρτητη. Αυτό είναι για μας το ιδανικό ενεργειακό μίγμα για την Ελλάδα το 2050».

«Κλειδιά» ανάπτυξης η χωροταξία ΑΠΕ και η ψηφιοποίηση δικτύου

Την άμεση συσχέτιση ανάμεσα στους στόχους ΑΠΕ και στην ανάπτυξη του δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας ανέδειξε με τη σειρά του ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ΑΔΜΗΕ Μανούσος Μανουσάκης, μιλώντας στο ίδιο πάνελ, συμπληρώνοντας ότι η χωροταξία των μονάδων ΑΠΕ συνιστά το σημείο-κλειδί για να προχωρήσει με ορθολογικό τρόπο η ανάπτυξη της πράσινης ενέργειας στην Ελλάδα. Ειδικότερα, για τη χωροθέτηση των ΑΠΕ είναι απαραίτητο στο εξής να συνυπολογίζονται οι βέλτιστες επιλογές για την ανάπτυξη του ηλεκτρικού συστήματος, δεδομένου ότι «αυτήν τη στιγμή πρώτα κατασκευάζονται οι νέες μονάδες και το δίκτυο “τρέχει” να αναπτυχθεί προκειμένου να τις ικανοποιήσει σε διάφορα σημεία στη γεωγραφία της χώρας», όπως σημείωσε χαρακτηριστικά.

Ερωτηθείς για την ψηφιοποίηση του συστήματος, τόνισε ότι προτεραιότητα του ΑΔΜΗΕ είναι η μετάβαση σε έναν ψηφιοποιημένο και «έξυπνο» τρόπο συντήρησης των ηλεκτρικών υποδομών του. «Πλέον περνάμε από μια αναλογική μορφή συντήρησης του συστήματος, όπως η συντήρηση βάσει περιοδικότητας, σε ένα νέο μοντέλο που θα βασίζεται σε ψηφιακά μέσα παρακολούθησης, όπως τα drones και οι κάμερες» σημείωσε.

Αναφέρθηκε επίσης στο ψηφιακό Κέντρο Ελέγχου Συντήρησης μέσω του οποίου -όπως είπε- ο ΑΔΜΗΕ θα έχει τη δυνατότητα να παρατηρεί κάθε στοιχείο του συστήματος με έναν ολιστικό τρόπο και να παρακολουθεί ζωντανά τις εργασίες που πραγματοποιούνται στο δίκτυο.

Σχολίασε επίσης την ταχύτατη ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης, η οποία θα παίξει σημαντικό ρόλο και σε επίπεδο λειτουργίας του συστήματος, με δεδομένη την πολυπλοκότητα που προκαλεί η αθρόα εισαγωγή μονάδων ΑΠΕ, σε σχέση με το παρελθόν, όταν υπήρχαν λίγες, σταθερές μονάδες ορυκτών καυσίμων. «Υπάρχει μια κοσμογονία ψηφιακών έργων που αφορούν συνολικά τη διαχείριση του ηλεκτρικού συστήματος, ώστε να γίνεται με τον βέλτιστο και τελικά με τον οικονομικότερο τρόπο για τον καταναλωτή» κατέληξε.

Μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος

Ο κ. Βασίλης Τσάιτας, γενικός διευθυντής Οικονομικών του Ομίλου HELLENiQ Energy, έθεσε μία ακόμη διάσταση όσον αφορά τις προκλήσεις για την ενεργειακή μετάβαση: την ασφάλεια εφοδιασμού. Όπως ανέφερε, o παράγοντας αυτός, η βιωσιμότητα και το κόστος συνθέτουν ένα τρίπτυχο μίας εξίσωσης η οποία πρέπει να επιλυθεί.

Στον απόηχο της πρόσφατης ενεργειακής κρίσης και των προκλήσεων που αυτή έφερε στο προσκήνιο, ο κ. Τσάιτας υπογράμμισε την ανάγκη να επανεξετάσουμε τα μέσα και τον τρόπο επίτευξης των στόχων για την ενεργειακή μετάβαση. «Σε αυτό το πλαίσιο νομίζω είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε και τον ρόλο αυτού που λέμε “παραδοσιακή ενέργεια”, που είναι η βασική δραστηριότητα της Hellenic Energy» σημείωσε ο κ. Τσάιτας.

Όπως εκτίμησε, «η συνεισφορά στο ενεργειακό μίγμα των υδρογονανθράκων συνολικά θα συνεχίσει να είναι σημαντική για τα επόμενα 15-20 χρόνια τουλάχιστον, δεν φαίνεται ότι θα αλλάξει ουσιαστικά ως συνεισφορά στο ενεργειακό μίγμα παγκοσμίως και εγχώρια». «Κατά συνέπεια θα πρέπει να δούμε πώς εντάσσουμε αυτές τις δραστηριότητες ως μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος» κατέληξε.

(από την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ")

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr