Στην τελική ευθεία βρίσκεται η οριστική διαμόρφωση του αναθεωρημένου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), με σκοπό να υποβληθεί στη Κομισιόν στα τέλη του επόμενου μήνα.
Κατά τη συνεδρίαση της Διυπουργικής Επιτροπής του ΕΣΕΚ την Πέμπτη, αποφασίστηκε, όπως αναφέρουν πληροφορίες, να αποτυπωθούν οι κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις των πολιτικών που περιλαμβάνει το ΕΣΕΚ, καθώς επίσης και να γίνουν ορισμένες σημειακού χαρακτήρα αλλαγές με βάση τα σχόλια που υποβλήθηκαν κατά τη διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης.
Πιο συγκεκριμένα, το τελικό κείμενο, προτού αποσταλεί στις Βρυξέλλες, θα ενισχυθεί με σχετική μελέτη που βρίσκεται σε εξέλιξη και αφορά τις κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις των πολιτικών απανθρακοποίησης του εγχώριου ενεργειακού συστήματος, ενώ θα πάρει και το «πράσινο φως» από την Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής.
Στόχος της μελέτης είναι να αναδειχθεί το «αποτύπωμα» που θα έχει σε εθνική οικονομία και κοινωνία ο «οδικός χάρτης» απανθρακοποίησης, όπως στην ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Στη συνεδρίαση της Διυπουργικής Επιτροπής τέθηκε επί τάπητος η μεθοδολογία της μελέτης, τα πορίσματα της οποίας θα παρουσιαστούν σε δημόσια εκδήλωση.
Υπενθυμίζεται ότι κατά τη δημόσια διαβούλευση υποβλήθηκαν 366 σχόλια, ενώ μέσω επιστολών κατατέθηκαν άλλες 180 περίπου τοποθετήσεις. Στη συντριπτική τους πλειονότητα, τα σχόλια προήλθαν από μεμονωμένους ιδιώτες, με τα περισσότερα να αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος. Αμέσως λιγότερες αριθμητικά ήταν οι τοποθετήσεις για την προτεραιότητα σύνδεσης ενεργειακών κοινοτήτων, την κατάργηση εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου, καθώς και τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας.
Οι βασικές τροποποιήσεις
Οι αλλαγές, όπως αναφέρουν πληροφορίες, αφορούν μια μικρή ενίσχυση στην ισχύ των αντλησιοταμιευτικών μονάδων που θα λειτουργούν το 2030, διατηρώντας ωστόσο το χαρτοφυλάκιο των μπαταριών στα ίδια επίπεδα.
Επιπρόσθετα, υπήρξε μικρή αναπροσαρμογή προς τα κάτω στις προβλέψεις για την ενεργειακή κατανάλωση το 2030, ενώ μικρή διαφοροποίηση υπάρχει στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, όπως και στη δυναμικότητα δέσμευσης και αποθήκευσης CO2 (CCS), το οποίο προορίζεται για τη μείωση του αποτυπώματος των βιομηχανιών. Ελαφριά μείωση παρουσιάζει επίσης η ισχύς των πετρελαϊκών σταθμών το 2030.
Σημαντική αλλαγή στο τελικό κείμενο σε σχέση με το αρχικό αποτελεί η αύξηση της παραγωγής υδρογόνου μέχρι το 2030. Κι αυτό γιατί υπάρχει επενδυτικό ενδιαφέρον για την παραγωγή συνθετικών καυσίμων, στα οποία το υδρογόνο αποτελεί «πρώτη ύλη». Η εγκατεστημένη ισχύς των ΑΠΕ διατηρείται στα ίδια επίπεδα με ορίζοντα το 2030, όπως και το χαρτοφυλάκιο μονάδων αερίου. Μικρή μείωση από το 2030 έχει γίνει στην παραγωγή των θερμοηλεκτρικών σταθμών με καύσιμο το φυσικό αέριο.
Υπενθυμίζεται, όπως έχει γράψει σε προηγούμενο ρεπορτάζ η «Ν», ότι το νέο σχέδιο προβλέπει λιγότερες επενδύσεις σε σχέση με το προηγούμενο, με το συνολικό ποσό να φτάνει τα 95 δισ. ευρώ μέχρι το 2030. Χρειάζεται, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η απομείωση των προβλεπόμενων επενδύσεων δεν συνεπάγεται «ψαλίδισμα» και ως προς τις φιλοδοξίες στους κλιματικούς και ενεργειακούς στόχους.
Στο τέλος της 10ετίας προβλέπεται μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 58,6%, από 54% που ήταν ο στόχος στο draft, ενώ η συμμετοχή των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας θα αγγίξει το 45,4% -όταν ο ευρωπαϊκός στόχος είναι 42,5%-, με το ποσοστό των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή να προσδιορίζεται στο 76,8%.
(από την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ")