Εδώ και δέκα χρόνια περίπου, με αυξητικές τάσεις, πολλαπλασιάζονται στην γειτονική χώρα δημοσιεύσεις, αρθρογραφία, διατριβές, βιβλία και συζητήσεις που έχουν σχέση με την θάλασσα. Για την ακρίβεια με τις θάλασσες που περιβάλλουν την Τουρκία, ή καλύτερα για την σημασία που έχει η ναυτική ισχύς και κυριαρχία σε αυτές

Πριν λίγα χρόνια, για παράδειγμα, μόνο ως υπόθεση εργασίας μπορούσε να μαντέψει κανείς τις απώλειες του κοινού οθωμανικού-αιγυπτιακού στόλου στο Ναυαρίνο, στα 1827. Σήμερα γνωρίζουμε ως και τα ονόματα των καπετάνιων τους.

Το ενδιαφέρον για την ναυτική ισχύ δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά στην πρόσφατη οθωμανική και τουρκική ιστορία. Από τον καιρό του Σελήμ του Τρίτου (1789-1807) η οργάνωση ισχυρού πολεμικού ναυτικού είχε συνδεθεί με την ιδέα των μεταρρυθμίσεων και του εξευρωπαϊσμού της Αυτοκρατορίας. Για την ακρίβεια ήταν η πρώτη προϋπόθεση για την πορεία προς αυτήν την κατεύθυνση. Τα γεγονότα δικαίωσαν τον Σελήμ. Χάρη στην ύπαρξη αξιόλογου πολεμικού στόλου η Οθωμανική Αυτοκρατορία έγινε αξιοσέβαστος εταίρος στους ευρωπαϊκούς πολέμους του Ναπολέοντα και απόκτησε προσβάσεις ως τις ακτές της Ιταλίας, μετά από την συγκυριαρχία –μετά της Ρωσίας– πάνω στα Ιόνια νησιά (1800-1807).

Ο Σουλτάνος Μαχμούτ ο δεύτερος (1808-1839) συνέχισε με πείσμα την παράδοση του άτυχου εξαδέλφου του και επένδυσε με την σειρά του στον στόλο. Στα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας η εξουσία του Σουλτάνου ήταν συνυφασμένη με τον στόλο και θεωρήθηκε ότι η καταστροφή του τελευταίου θα ήταν το καίριο πλήγμα στην εξουσία της Υψηλής Πύλης. Η εμπλοκή του οθωμανικού στόλου στον πόλεμο της ελληνικής ανεξαρτησίας περιέπλεξε τα σχέδια: Για να αντιμετωπίσει το ελληνικό ναυτικό ο οθωμανικός στόλος όφειλε να “ελαφρύνει”, να επενδύσει δηλαδή σε μικρότερα και πιο ευέλικτα σκάφη. Αυτό όμως μεγάλωνε τις αποστάσεις του από τους ευρωπαϊκούς στόλους. Ετούτη η αντίφαση οδήγησε στην καταστροφή στο Ναυαρίνο στα 1827.

(η συνέχεια στο slpress.gr)

*Ο Γιώργος Μαργαρίτης διδάσκει από το 1985 σύγχρονη ιστορία. Αρχικά στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (1985-2004) και μετέπειτα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης όπου, από το 2004, υπηρετεί ως Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών. Ανάμεσα στις δημοσιεύσεις του είναι οι: «Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου» (Αθήνα, 2000-2001), «Προαγγελία θυελλωδών ανέμων. Ο πόλεμος της Αλβανίας και η πρώτη περίοδος της Κατοχής» (Αθήνα, 2009), «Πλημμυρίδα και Άμπωτη. Από τον αποικισμό στη ναζιστική Ευρώπη» (Αθήνα, 2011), «Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες: η καταστροφή των μειονοτήτων της Ελλάδας» (Αθήνα, 2007) κ.ά. Σήμερα είναι διευθυντής του μεταπτυχιακού προγράμματος «Πολιτική Ιστορία, Πόλεμος και Στρατηγικές Σπουδές» στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.