Η θεώρηση ότι η Ευρώπη δεν θα μπορούσε να αποχωριστεί το Ρωσικό φυσικό αέριο υπονόμευσε την ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ να υποστηρίξουν την Ουκρανία το 2014, όταν η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία. Οι πρώτοι μήνες μετά τη ρωσική εισβολή τον Φεβρουάριο του 2022 δεν άλλαξαν ιδιαίτερα αυτή την υπόθεση

Μολονότι η Ursula von der Leyen, η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, υποσχέθηκε ότι η ΕΕ θα σταματούσε σταδιακά τις ρωσικές εισαγωγές μέχρι το 2027, εντέλει δεν επιβλήθηκαν καθόλου κυρώσεις στις ρωσικές εξαγωγές φυσικού αερίου μέχρι τον Δεκέμβριο το 2023. Με αυτό το δεδομένο, ο Vladimir Putin είχε αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να διατάξει τη Gazprom, η οποία αποτελεί κρατικό μονοπώλιο, να μειώσει την προσφορά από τον Ιούνιο του 2022, αναγκάζοντας την ΕΕ σε ένα σχέδιο εκτάκτου ανάγκης που προέβλεπε τη μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου κατά 15% μέχρι τον Μάρτιο του 2023.

Έναν χρόνο αργότερα, η ΕΕ ολοκλήρωσε τη χειμερινή περίοδο με ρεκόρ αποθεμάτων φυσικού αερίου. Παράλληλα, οι τιμές έχουν επανέλθει στο επίπεδο πριν τη δραματική άνοδο που κατεγράφη το δεύτερο μισό του 2021. Αδιαμφισβήτητα, η Ευρώπη έχει επωφεληθεί από δύο ήπιους χειμώνες, σε αντίθεση με την Ιαπωνία όπου αρκετές μονάδες παραγωγής χρειάστηκε να κλείσουν για να αποφευχθούν οι ελλείψεις φυσικού αερίου αλλού. Όμως, το μεγαλύτερο μέρος της ηπείρου έχει διακόψει τις παραλαβές ρωσικού αερίου μέσω αγωγών και έχει μειώσει τη ζήτηση κατά ένα πέμπτο χωρίς τις κοινωνικές και πολιτικές αναταράξεις που πολλοί φοβούνταν στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

Η εξάρτηση από το φυσικό αέριο απεδείχθη ένα αδύναμο εργαλείο για τον Putin σε σχέση με όσα εκείνος είχε οραματιστεί στα μέσα της δεκαετίας του 2010, όταν επιχείρησε να ελέγξει την κεντρική και τη νότια Ευρώπη με το να ανακατευθύνει τη μεταφορά από τον δεύτερο αγωγό Nord Stream που βρίσκεται στη Βαλτική Θάλασσα προς τον αγωγό Turk Stream που βρίσκεται στη Μαύρη Θάλασσα. Για τη Ρωσία, η ανθεκτικότητα της Ευρώπης συνιστά μία γεωπολιτική καταστροφή καθώς, σε αντίθεση με το πετρέλαιο, η Gazprom δεν μπορεί να αντικαταστήσει τους πελάτες της στην Ευρώπη με εκείνους στην Ασία. Τα κοιτάσματα στη δυτική Σιβηρία δεν είναι κατάλληλα διαμορφωμένα ώστε να παράγουν και να εξάγουν υγροποιημένο φυσικό αέριο και μόνο η Κίνα διαθέτει αγωγό σε εκείνη την περιοχή.

Για την Ευρώπη, η επιτυχία καταδεικνύει ισχύ αλλά και αδυναμία ταυτόχρονα. Η ίδια η ικανότητα των ευρωπαϊκών εταιρειών να πληρώσουν για εισαγωγές ακριβότερου αερίου διασφάλισε τόσο νέα συμβόλαια (κυρίως LNG), όσο και έκτακτες αγορές (σποτ) από τις ΗΠΑ και το Κατάρ. Ενώ η ζήτηση στην ανερχόμενη ασιατική αγορά πλήττεται εξαιτίας των αυξήσεων στις τιμές, οι ευρωπαϊκές εταιρείες είναι διατεθειμένες να πληρώσουν όσο χρειαστεί. Σε αυτό το σημείο θα ήταν χρήσιμη μία σύγκριση με την Κίνα. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου του 2021, η αύξηση των κινεζικών εισαγωγών προκάλεσε αντίστοιχη άνοδο στις τιμές του LNG για τα ευρωπαϊκά κράτη. Ωστόσο, όταν η Ευρώπη ήθελε πολύ περισσότερο LNG το 2022, η κινεζική ζήτηση κατέρρευσε. Και μολονότι η ζήτηση επανήλθε το 2023, η Κίνα και πάλι εισήγαγε λιγότερο LNG σε σχέση με το 2021.

Από την άλλη πλευρά, η μείωση της κατανάλωσης του φυσικού αερίου έχει προκαλέσει σοκ στην ευρωπαϊκή βιομηχανία. Η Γερμανία, έδρα πολλών βιομηχανιών που χρησιμοποιούν το περισσότερο αέριο, κατέγραψε μία πτώση 24% στη βιομηχανική χρήση φυσικού αερίου μεταξύ 2021 και 2023. Πιο πρόσφατα, η απόδοση ολόκληρου του κατασκευαστικού τομέα της ΕΕ έχει συρρικνωθεί για τα δύο τελευταία τρίμηνα του προηγούμενου έτους. Η παραγωγή λιγότερων αγαθών μέσω της παροχής φυσικού αερίου εντός Ευρώπης έχει και γεωπολιτικές συνέπειες: ένα σημαντικό κομμάτι των αζωτούχων λιπασμάτων που φτάνουν στην Ευρώπη, προέρχεται από τη Ρωσία.

Επί του παρόντος, η ασφάλεια της Ευρώπης όσον αφορά τη μειωμένη κατανάλωση φυσικού αερίου βασίζεται στην επικράτηση των ΗΠΑ έναντι της Ρωσίας στο πεδίο του ανταγωνισμού για την ευρωπαϊκή αγορά αερίου. Αυτό ξεκίνησε από τη δυναμική εμφάνιση του σχιστολιθικού αερίου, όταν η ΕΕ ήταν αρκετά πλούσια ώστε να αποτελεί την κύρια αρένα μεταξύ των δύο παγκόσμιων ενεργειακών υπερδυνάμεων. Η Ρωσία έχει πλέον διατηρήσει την Αυστρία, την Ουγγαρία, τη Σλοβακία, και την Τσεχία ως πελάτες, και οι εξαγωγές προς όλες αυτές τις χώρες— πλην της Ουγγαρίας— βρίσκονται σε κίνδυνο καθώς η μεταφορά τους γίνεται μέσω Ουκρανίας μέχρι το τέλος του έτους.

Μολαταύτα, η ευρεία μεταστροφή της Ευρώπης προς το LNG σε έναν κόσμο όπου τα ασιατικά κράτη επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν περισσότερο αέριο, αναγκαστικά έχει ανοίξει έναν νέο γύρο σε αυτήν τη σχεδόν δεκαετή αντιπαλότητα. Εν προκειμένω, οι ΗΠΑ έχουν σημαντικά πλεονεκτήματα. Το 2023, ήταν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας LNG, με το 80% της πλεονάζουσας προσφοράς στην αγορά να προέρχεται από τα αμερικανικά λιμάνια. Παρόλα αυτά, οι εισαγωγές ρωσικού LNG στην Ευρώπη αυξήθηκαν κατά 38% μεταξύ 2021 και 2023, αντικαθιστώντας περίπου 10% της παροχής που χάθηκε από τη Σιβηρία με φυσικό αέριο από την Αρκτική.

Η Ευρώπη παραμένει εκτεθειμένη στις φιλοδοξίες της Ρωσίας. Η κυβέρνηση του Biden έχει σταματήσει να εξετάζει αιτήσεις για άδειες κατασκευής νέων μονάδων υγροποίησης LNG. Αυτό μπορεί να μην διαρκέσει πολύ όμως: η νομική ισχύς του συγκεκριμένου περιορισμού έχει αμφισβητηθεί από 16 πολιτείες σε δικαστήριο της Louisiana, ενώ πρόσφατα περιπλέχτηκε σε ένα νομοθετικό αδιέξοδο που σχετίζεται με την αμυντική στήριξη της Ουκρανίας στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Όμως, οι διαφωνίες σχετικά με το αμερικανικό LNG αντανακλούν το γεγονός ότι η ικανότητα των αμερικανικών εταιρειών να εξάγουν φυσικό αέριο εργαλειοποιείται για εσωτερικούς πολιτικούς σκοπούς. Ενώ η διεύρυνση των αγορών πετρελαίου και φυσικού αερίου αποτελούν ύψιστο εθνικό στόχο για τον Putin, το ίδιο δεν ισχύει για την Ουάσιγκτον. Ενόψει αυτής της αβεβαιότητας, η ΕΕ έχει βρει μόνο προσωρινό καταφύγιο, και όχι μόνιμη λύση για τη γεωπολιτική τρωτότητα που προκαλείται εξαιτίας της εξάρτησής της από το ξένο φυσικό αέριο.


* Η Helen Thompson είναι καθηγήτρια πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και συγγραφέας του βιβλίου ‘Disorder: Hard Times in the 21st Century’.

(πηγή: Financial Times)