Κονδύλια που μπορεί να κυμανθούν από  1,2 δισ. ευρώ έως και 2 δισ. ευρώ μπορεί να λάβει έως και το 2030 η Ελλάδα από το Ταμείο Εκσυγχρονισμού. Η χώρα μας μπορεί να διεκδικήσει κονδύλια για επιδοτούμενα προγράμματα που συνάδουν με τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την κλιματική ουδετερότητα. Το Ταμείο Εκσυγχρονισμού ιδρύθηκε για να στηρίξει κράτη μέλη με κατά κεφαλήν ΑΕΠ κάτω από το 60% του μέσου όρου της ΕΕ ώστε να πετύχουν τους στόχους της απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα και της μετάβασης σε μια οικονομία μηδενικών εκπομπών ρύπων. Ήδη ωφελούνται δέκα

χώρες (Βουλγαρία, Κροατία, Τσεχία, Εσθονία, Ουγγαρία, Λετονία, Λιθουανία, Πολωνία, Ρουμανία και Σλοβακία), ενώ στις αρχές του 2024 προστέθηκαν στα δικαιούχα κράτη μέλη η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Σλοβενία.  

Η χώρα μας εκτιμάται ότι για φέτος μπορεί να διεκδικήσει περί τα 130 εκατ. ευρώ, μέσω επενδυτικών προτάσεων που θα έχει τη δυνατότητα να υποβάλλει προς έγκριση τον ερχόμενο Οκτώβριο στην Επενδυτική Επιτροπή του Ταμείου Εκσυγχρονισμού. Συνολικά η Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει έως το 2030 περίπου 1,2 δισ. ευρώ, ποσό που θα συγκεντρωθεί από τους πλειστηριασμούς 19.431.383 δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων που δικαιούται η χώρα μας, υπολογίζοντας μια μέση τιμή περίπου στα 60 ευρώ ανά τόνο CO2 (διοξειδίου του άνθρακα).  

Ωστόσο, δεν αποκλείεται τα κονδύλια για την Ελλάδα να φτάσουν και τα 2 δισ. ευρώ εάν το κόστος των δικαιωμάτων εκπομπών αυξηθεί. Το Ταμείο Εκσυγχρονισμού χρηματοδοτείται με έσοδα από το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών της ΕΕ. Από το 2021 που θεσπίστηκε έχουν εκταμιευθεί κονδύλια συνολικού ύψους 9,68 δισ. ευρώ δισ. ευρώ για 137 επιβεβαιωμένες ή προτεινόμενες επενδυτικές προτάσεις που επιταχύνουν την πράσινη μετάβαση.  

Στις «επενδύσεις προτεραιότητας» κατευθύνεται το 70% των πόρων του Ταμείου. Σε αυτές περιλαμβάνονται έργα που αφορούν στην παραγωγή και χρήση ηλεκτρικής ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ),  στην αποθήκευση ενέργειας,  στη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης τους τομείς  των μεταφορών, των κτιρίων, της γεωργίας κλπ.,  στον εκσυγχρονισμό των ενεργειακών δικτύων, στην υποστήριξη σε μια δίκαιη μετάβαση των περιφερειών προς απανθρακοποίηση, όπως είναι η Δυτική Μακεδονία και η Μεγαλόπολη κλπ.  

Όσες επενδύσεις δεν εμπίπτουν στους τομείς προτεραιότητας το  Ταμείο Εκσυγχρονισμού μπορεί να καλύψει έως και το 70% των  δαπανών, υπό την προϋπόθεση ότι το υπόλοιπο κόστος χρηματοδοτείται από ιδιωτικά κεφάλαια. Η υποβολή των προγραμμάτων και επενδυτικών προτάσεων από τα κράτη μέλη γίνεται στην  Επενδυτική Επιτροπή που έχει συσταθεί για το Ταμείο, δύο φορές τον χρόνο.