Ο πολιτικός διάλογος των υφυπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας, πρέσβεων Αλ. Παπαδοπούλου και Μπ. Ακσαπάρ, επιβεβαίωσε την αμοιβαία βούληση ύφεσης στις διμερείς σχέσεις και τον προγραμματισμό επαφών για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) στις 22 Απριλίου και για τη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν το πρώτο δεκαήμερο του Μαΐου

Όμως η ελληνική κυβέρνηση αντιμετωπίζει και έναν διπλωματικό αιφνιδιασμό της τουρκικής πλευράς, η οποία -επιδεικνύοντας διαλλακτικό προσωπείο προς την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ- προτείνει επιτάχυνση των διαδικασιών.Η άτυπη συμφωνία στο Μέγαρο Μαξίμου, τον περασμένο Δεκέμβριο, προέβλεπε μία απαραίτητη περίοδο παγίωσης και «ωρίμανσης» της ύφεσης καθόλη τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2024 με μετάθεση των σημαντικών συζητήσεων -και των όποιων δημόσιων ανακοινώσεων - στο δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους.

Ξαφνικά, ωστόσο, η Άγκυρα κρίνει τις συνθήκες ώριμες για την πραγματοποίηση κάποιας «χειρονομίας φιλίας» εντός του Απριλίου ή Μαΐου, ώστε να κερδηθεί χρόνος και οι επαφές σε επίπεδο ηγετών να οδηγήσουν σε κάτι χειροπιαστό. Η τουρκικήτακτική φέρεται να ικανοποιεί την Ουάσιγκτον (η οποία λειτουργεί, πάντως, μόνο υποστηρικτικά και όχι μεσολαβητικά), το Βερολίνο (με περιοδική ανάμιξη του διπλωματικού συμβούλου του Καγκελάριου), αλλά ακόμα και το Παρίσι. Ο πρόεδρος Εμ. Μακρόν αφενός δίνει διπλωματικό προβάδισμα στον κ. Ρ.Τ. Ερντογάν,λόγω της σημασίας των ταυτόχρονων επαφών του με τη Ρωσία και την Ουκρανία, και αφετέρου έχει εξοργιστεί με τη στροφή του κ. Κυρ. Μητσοτάκη προς τις ΗΠΑ όσον αφορά τα ναυπηγικά-εξοπλιστικά προγράμματα.

Η απροσδόκητη απαίτηση της τουρκικής πλευράς για μία δημόσια «χειρονομία φιλίας», εντός του προσεχούς διμήνου, θα μπορούσε να είναι θεωρητικά ευπρόσδεκτη από την ελληνική διπλωματία, αφού, ούτως ή άλλως, θα βρισκότανεντός του πλαισίου της -αμφιλεγόμενης- Διακήρυξης των Αθηνών της 7ηςΔεκεμβρίου 2023, αλλά πρακτικά προκαλεί δύο μείζονα προβλήματα.

Πρώτον, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που είναι ήδη ευάλωτη στο τμήμα του εκλογικού σώματος με ιδιαίτερη ευαισθησία στα ζητήματα εθνικής ασφάλειας, δεν μπορεί να υποστεί το κόστος της «χειρονομίας φιλίας» μόλις λίγες εβδομάδες, πριν από τις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου. Ακόμα και η επίσκεψη του Πρωθυπουργού στην Άγκυρα δεν είναι ευνοϊκή για τον προεκλογικό σχεδιασμό. Χωρίς, μάλιστα, να αποκλείονται τα ενδεχόμενα μίας αμφίσημης δήλωσης Ερντογάν ή ενός επικοινωνιακού λάθους σαν τη γνωστή μεγαλοπρεπή υπόκλιση του υπουργού Εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτη προς τον Τούρκο πρόεδρο.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι καθαυτό διπλωματικό. Όσο κι αν εξαντληθεί η φαντασία των υπηρεσιακών παραγόντων, η «χειρονομία φιλίας» δεν θα μπορούσε να είναι κάτι διαφορετικό από μία δήλωση επιβεβαίωσης-επαύξησης της Διακήρυξης των Αθηνώνή μία ανακοίνωσηάμεσης εφαρμογής κάποιων από τα ΜΟΕ. Τα ΜΟΕ μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες. Πρώτα από όλα, υπάρχει η βάση των παλαιά συμφωνηθέντων και νυν λίγο-πολύ αδρανών 29 ΜΟΕ που περιλαμβάνουν από ρυθμίσεις για την εξειδίκευση του Μνημονίου Παπούλια-Γιλμάζ του 1988 ως τις επαφές σε διάφορα διπλωματικά και στρατιωτικά επίπεδα για την αποφυγή έντασης και ατυχημάτων. Η δεύτερη κατηγορία είναι τα 15-16 ΜΟΕ (από το σύνολο των προηγουμένων 29) που επιβεβαιώθηκαν, μόνον επί της αρχής, πέρυσι το Νοέμβριο και χαρακτηρίζονται ανώδυνα (ανταλλαγές συμβολικών επισκέψεων, αθλητικές-μορφωτικές συναντήσεις κ.λπ.). Η τρίτηκατηγορία είναι τα πρόσθετα «πολύ αναβαθμισμένα» ΜΟΕ που προτείνει κατά καιρούς η Άγκυρα, παρερμηνεύοντας ακόμα και τη «συμφωνία στρατιωτικού μηχανισμού» (υπογράφηκε στο ΝΑΤΟ τον Οκτώβριο του 2020) και επιδιώκοντας τον προληπτικό έλεγχο των κινήσεων των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων με το ψευδο-επιχείρημα αναγκαίων συνεννοήσεων με τα αρμόδια όργανα της Ατλαντικής Συμμαχίας.

Προφανώς, ο Πρωθυπουργός δεν είναι δυνατόν να αποδεχθεί κανένα από τα «αναβαθμισμένα» ΜΟΕ που και ο ίδιος (παρά την αρχική δεκτικότητά του) απέρριψε το 2020 κατόπιν επιμονής του υπουργείου Εξωτερικών. Επομένως,  το ερώτημα είναι ποια από τα πιο ανώδυνα ΜΟΕ θα αρκούσαν στην Άγκυρα, χωρίς παρενέργειες στην Αθήνα ενόψει ευρωεκλογών.

 

* Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη.