O υπουργός Εξωτερικών της Κίνας Γουάνγκ Γι κατηγόρησε τις Ηνωμένες Πολιτείες για διχαστική και προκλητική πολιτική και τακτική η οποία έχει στόχο την οικονομική καταπίεση και περιορισμό της Κίνας, και σχολίασε ότι οι αυξανόμενες μονομερείς οικονομικές και εμπορικές κυρώσεις των ΗΠΑ κατά της Κίνας αγγίζουν απίστευτα επίπεδα ανείπωτου παραλογισμού. Ερωτώμενος για τις εμπορικές κυρώσεις και τους τεχνολογικούς περιορισμούς που επιβάλλουν οι ΗΠΑ, ο υπουργός Εξωτερικών της Κίνας είπε ότι κάθε φορά που ακούει τη λέξη Κίνα αντιλαμβάνεται ότι οι ΗΠΑ δεν την εμπιστεύονται ως κυβέρνηση και ως χώρα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορεί να θέλουν να ευημερούν αλλά να μην επιτρέπουν σε άλλες χώρες να κάνουν το ίδιο για να αναπτυχθούν, αυτό δεν είναι δίκαιο, υποστηρίζει ο υπουργός Εξωτερικών της Κίνας Γουάνγκ Γι, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν και επιδιώκουν να μονοπωλήσουν στις αγορές προϊόντων υψηλής τεχνολογίας και προστιθέμενης αξίας, και μάλιστα προσπαθούν να αποκλείσουν την Κίνα από αυτό το κομμάτι της αγοράς, αυτό δεν είναι ούτε ανταγωνισμός ούτε δικαιοσύνη, υποστηρίζει το Πεκίνο. Ο υπουργός Εξωτερικών της Κίνας έκανες τις συγκεκριμένες δηλώσεις κατά τη διάρκεια συνάντησης υψηλού επιπέδου κομματικών, κυβερνητικών και επιχειρηματικών στελεχών για να ενημερωθούν από το υπουργείο Εξωτερικών. Η συνάντηση που ήταν καλά σχεδιασμένη και χωροθετημένη έδωσε την ευκαιρία στον υπουργό Εξωτερικών της Κίνας να παραθέσει και να αναλύσει τους στόχους της εξωτερικής πολιτικής της Κίνας ενώπιον ξένων δημοσιογράφων και τηλεοπτικών συνεργείων.
Σε αντίθεση με τις δηλώσεις του για τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο υπουργός Εξωτερικών της Κίνας χαιρέτισε την ενίσχυση των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων του Πεκίνου με τη Μόσχα, και είναι ενδεικτικό του καλού κλίματος στις σχέσεις Κίνας – Ρωσίας, ότι η πρώτη ερώτηση κατά τη συνέντευξη Τύπου σε ξένα μέσα ενημέρωσης, παραχωρήθηκε στον δημοσιογράφο της ρωσικής κρατικής τηλεόρασης. Οι επισημάνσεις του Κινέζου υπουργού Εξωτερικών έγιναν κατά την διάρκεια μιας χρονικής περιόδου κατά την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες και η αμερικανική κυβέρνηση επιχειρούν να περιορίσουν την πρόσβαση της Κίνας και των βιομηχανιών της σε νέες δυτικές τεχνολογίες, με πρώτο μέτρο των περιορισμό των μικροτσίπ που μπορούν να πουλήσουν αμερικανικές εταιρείες σε κινεζικές, αυτό που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Δύση είναι να μην χρησιμοποιηθούν τα νέα μικροτσίπ από τις ένοπλες δυνάμεις και τις μυστικές υπηρεσίες της Κίνας, οι οποίες προσπαθούν να ενισχυθούν και να εκσυγχρονιστούν τεχνολογικά με κάθε τρόπο. Επιπλέον οι ΗΠΑ έχουν επεκτείνει τις κυρώσεις οικονομικές και όχι μόνον εναντίον διεθνών παικτών και οντοτήτων της Κίνας και για άλλους λόγους, όπως οι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην επαρχία Ξινζιάνγκ, το παράνομο εμπόριο του φεντανύλ, αλλά και η στήριξη της Κίνας προς την Ρωσία, κυρίως οικονομική και τεχνολογική, στον πόλεμο της Ουκρανίας.
Η περίοδος που διανύουμε στις σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας είναι περίοδος σχετικής σταθερότητας, γι αυτό και ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του σε διεθνές κοινό επέλεξε να εμφανιστεί και διπλωματικός, τονίζοντας ότι στις σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας έχουν γίνει και κάποιες βελτιώσεις, ιδιαίτερα μετά την τελευταία σύνοδο κορυφής μεταξύ των Προέδρων ΗΠΑ και Κίνας, Μπάιντεν και Σι στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια τον περασμένο Νοέμβριο. Ο κύριος Γουάνγκ Γι κάλεσε μάλιστα την Ουάσινγκτων να δράσει ανάλογα ώστε οι σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας να επανέλθουν σε προηγούμενο επίπεδο διαφάνειας, σταθερότητας και προόδου. Πάντως η συνάντηση των υψηλόβαθμων πολιτικών, υπουργών, επιχειρηματιών και κομματικών στελεχών στο Πεκίνο είχε κύριο αντικείμενο το περιεχόμενο της μελλοντικής ατζέντας ώστε η Κίνα να επιτύχει επιστημονική και τεχνολογική αυτονομία και ανεξαρτησία, το μήνυμα που πηγάζει από το ανακοινωθέν μετά την υψηλόβαθμη συνάντηση είναι ότι η Κίνα, δεν θα παραμείνει αδρανής και θα συνεχίσει να χτίζει την τεχνολογική και επιστημονική της αυτονομία και ανεξαρτησία, αντί του να περιμένει πότε και αν θα μειωθεί η ένταση στις εμπορικές και οικονομικές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η κινεζική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα αυξήσει 10% δηλαδή στα 51,6 δις δολάρια τον κρατικό προϋπολογισμό για την επιστημονική έρευνα και την τεχνολογία, αύξηση που είναι η μεγαλύτερη στην οποία έχει προχωρήσει το Πεκίνο από το 2019.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Κίνας χαιρέτισε επίσης τις ανθηρές όπως είπε οικονομικές και εμπορικές σχέσεις Κίνας – Ρωσίας, σχέσεις οι οποίες έχουν ενισχυθεί μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την οικονομική απομόνωση της Ρωσίας από τις διεθνείς οικονομικές κυρώσεις. Το διμερές εμπόριο Κίνας – Ρωσίας ξεπερνά πλέον τα 240 δις δολάρια, και έχει ξεπεράσει προ πολλού το όριο των 200 δις δολαρίων που είχαν θέσει σε συνάντηση τους οι Πρόεδροι Πούτιν και Σι , το 2019. Το ρωσικό φυσικό αέριο ρέει άφθονο και ζεσταίνει κινεζικές κατοικίες και βιομηχανίες, ενώ τα κινέζικα αυτοκίνητα, κινητά τηλέφωνα και άλλα τεχνολογικά προϊόντα κατακλύζουν τις ρωσικές αγορές. Πεκίνο και Μόσχα εκτιμούν από κοινού ότι οι μεταξύ τους σχέσεις είναι ιδιαίτερα ανθεκτικές και με τεράστιες προοπτικές περεταίρω ανάπτυξης και προόδου. Οι άριστες σχέσεις Πεκίνου – Μόσχας προκαλούν έντονη καχυποψία στη Δύση καθώς το Πεκίνο θεωρείται πλέον ο κύριος οικονομικός αιμοδότης του Κρεμλίνου και του ρωσικού κράτους. Το Πεκίνο δηλώνει ουδετερότητα σε σχέση με τα γεγονότα στην Ουκρανία, αρνείται όμως να συμμετέχει σε οικονομικό αποκλεισμό της Ρωσίας και να επιβάλλει οικονομικές κυρώσεις στη Μόσχα. Το Πεκίνο εδώ και πολύ καιρό ζητά ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Μόσχας και Κιέβου ώστε να αποφευχθεί μια αδιανόητη όπως λένε κλιμάκωση του πολέμου, ενώ χαρακτηρίζουν σχέσεις υπευθυνότητας τις σχέσεις Μόσχας – Πεκίνου. Η βελτίωση των σχέσεων Κίνας – Ρωσίας είναι στρατηγική επιλογή τονίζει το Πεκίνο ώστε να διατηρηθεί η ειρήνη και η σταθερότητα στον κόσμο, πρόκειται για σχέσεις μεταψυχροπολεμικού μοντέλου διεθνών σχέσεων με κύρια χαρακτηριστικά την μη επιθετικότητα εναντίον τρίτων μερών, την μη – επιθετικότητα και την μη – συμμετοχή σε επιθετικές και επεκτατικές συμμαχίες.
Διεθνείς αναλυτές και ξένοι διπλωμάτες επισημαίνουν ότι η ένταση μεταξύ Κίνας και Φιλιππίνων στη νότια Σινική θάλασσα αποτελεί μεγάλη εστία έντασης η οποία υπό κάποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε να εμπλέξει τις ΗΠΑ – σύμμαχο της Μανίλας, σε πόλεμο με την Κίνα. Σε ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή Ασίας – Ειρηνικού οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί αυξάνονται και επιταχύνονται, με την Ινδία, τις ΗΠΑ, την Αυστραλία, τη Νότια Κορέα, την Ιαπωνία και τις Φιλιππίνες να σχηματίζουν κοινό αμυντικό μέτωπο με στόχο των περιορισμό και την ανάσχεση των επεκτατικών φιλοδοξιών της Κίνας στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και την υπεράσπιση της Ταϊβάν, που απειλείται άμεσα με εισβολή και ενσωμάτωση από την κομμουνιστική Κίνα και την κυβέρνηση της που δεν έχει ποτέ αναγνωρίσει την ύπαρξη και την ανεξαρτησία τις εθνικής – αστικής Ταϊβάν και της κυβέρνησης της. Η κομμουνιστική κυβέρνηση της Κίνας μάλιστα μιλά για επανένωση και όχι ειρηνική επανένωση με την Ταϊβάν, και επισημαίνει ότι όσοι παρεμβαίνουν στις εσωτερικές υποθέσεις της Κίνας και στηρίζουν την ανεξαρτησία της Ταϊβάν, παίζουν όπως λέει και το κοινό ανακοινωθέν, με τη φωτιά.
*(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ")