Τους παραδοσιακούς εχθρούς του δεν μπόρεσε να τους δαμάσει. Κατάφερε όμως να ψυχράνει τους παραδοσιακούς φίλους. Πέντε μήνες μετά τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου το θέμα που κατεξοχήν αντιμετωπίζει το Ισραήλ υπό τον Βενιαμίν Νετανιάχου είναι το μέλλον της σχέσης του με τις Ηνωμένες Πολιτείες

Τα δείγματα πολλαπλασιάζονται διαρκώς. Η αμερικανική διπλωματία πασχίζει να επιτύχει μια (άμεση, αλλά όχι προσωρινή) κατάπαυση του πυρός στη Λωρίδα της Γάζας, όπως έφθασε να τη ζητά δημοσίως η αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Κάμαλα Χάρις, χωρίς το Ισραήλ να ανταποκρίνεται.

Το αρχόμενο σήμερα Ραμαζάνι των Μουσουλμάνων προβάλλει ως πιεστική διορία επίτευξης της εκεχειρίας, ωστόσο μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, οι παιθανότητες ευόδωσης των σχετικών συνομιλιών που συνεχίζονταν στο Κάιρο (με τη συμμετοχή Καταριανών, Αιγυπτίων, Αμερικανών, αλλά όχι των Ισραηλινών) εμφανίζονταν περιορισμένες.

Αντιθέτως, η ισραηλινή ηγεσία έστελνε επίμονα το μήνυμα όχι μόνο ότι θα προχωρήσει στην προαναγγελθείσα (και προεξοφλούμενη ως απολύτως καταστροφική από ανθρωπιστική άποψη) επέμβαση στη Ράφα, στο νότιο τμήμα της Λωρίδας της Γάζας, όπου συνωστίζονται στερούμενοι και τα απολύτως αναγκαία πάνω από ένα εκατομμύριο εκτοπισμένοι Παλαιστίνιοι, αλλά και ότι είναι μοιραίο να ξεσπάσει πόλεμος με την πλήρη σημασία της λέξης στα σύνορα Ισραήλ και Λιβάνου, καθώς η δράση της σιιτικής Χεζμπολλάχ έχει υποχρεώσει 80.000 κατοίκους του βορείου τμήματος του εβραϊκού κράτους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση Νετανιάχου έστελνε άλλο ένα σήμα αδιαλλαξίας, εγκρίνοντας την έγκριση 3.500 επιπλέον οικιών στους παράνομους εποικισμούς στην Δυτική Όχθη του Ιορδάνη.

Η θέση της κυβέρνησης Μπάιντεν είναι δυσχερής – και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στους διαδρόμους του Λευκού Οίκου για τον Νετανιάχου είναι, κατά το ρεπορτάζ, όλο και βαρύτερες.

Οκτώ μήνες πριν από τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, ο ηγέτης των Δημοκρατικών βλέπει ολοένα και μεγαλύτερο τμήμα της εκλογικής του βάσης να αποστασιοποιείται, καταγγέλλοντας την κυβέρνηση ότι ανέχεται (αν δεν συντρέχει) μία σφαγή αμάχων με περισσότερα από 30.000 καταγεγραμμένα θύματα. Τα άνω των 100.000 λευκά ψηφοδέλτια σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη Γάζα, τα οποία καταγράφηκαν στις προκριματικές εκλογές του Μίσιγκαν, πολιτείας την οποία ο Μπάιντεν είχε κατακτήσει με διαφορά μόλις 11.000 το 2020 είναι χαρακτηριστικό προμήνυμα.

Παράλληλα, το “πρόσωπο” των ΗΠΑ απέναντι στον πλανητικό Νότο στιγματίζεται. Οι κάθε λογής υπηρεσίες του ΟΗΕ και οι ανθρωπιστικοί οργανισμοί σηκώνουν τα χέρια ψηλά μπροστά σε μία καταστροφή που όμοιά της δεν έχουν αντιμετωπίσει ξανά, ενώ διόλου τυχαία η Νότιος Αφρική προσέφυγε εκ νέου στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ζητώντας του να επιβάλλει στο Ισραήλ επιπλέον έκτακτα μέτρα υπό το φως της τακτικής της μαζικής πείνας που επιβάλλεται στον πληθυσμό της Γάζας, όπως αναφέρει.

Απέναντι σε όλα αυτά, η Αμερική μένει με το μοναχικό της βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, παγιδευμένη κυρίως για ιστορικούς εσωτερικούς λόγους σε μία άνευ όρων στήριξη προς το Ισραήλ, το οποίο προσπαθεί δια της πειθούς να σύρει σε μια κατάπαυση του πυρός, ώστε να αποτραπεί μια ευρύτερη αποσταθεροποίηση εντέλει βλαπτική για τα αμερικανικά συμφέροντα.

Εξ ού και ο Μπάιντεν στράφηκε ρητορικά προς την Χαμάς, τονίζοντας ότι σε αυτήν εναπόκειται να επέλθει η εκεχειρία, με υποστολή των όρων που θέτει η ισλαμιστική οργάνωση. Όμως κάθε συμφωνία η οποία θα αποστερεί από τη Χαμάς το “χαρτί” των Ισραηλινών ομήρων, χωρίς να εξασφαλίζει ότι ο τερματισμός των εχθροπραξιών θα είναι οριστικός, δεν πρόκειται να προχωρήσει.

Παράλληλα ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ Έιμος Χόχσταϊν βρέθηκε στον Λίβανο, επιδιώκοντας μια συμφωνία χαλιναγώγησης των εντάσεων.

Ο Νετανιάχου, πάλι, δεν έχει λόγους να βιάζεται. Είναι εμφανές πλέον ότι επενδύει στην όλο και πιο πιθανή αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, καθώς μάλιστα ο Ντόναλντ Τραμπ άνοιξε για πρώτη φορά τόσο καθαρά τα χαρτιά του παροτρύνοντάς τον να “τελειώσει τη δουλειά” (finish the job).

Επιπλέον, το ενδεχόμενο το οποίο κατεξοχήν επιθυμεί να αποτρέψει είναι η αναβίωση με οποιονδήποτε τρόπο της συζήτησης για μία λύση δύο κρατών στο Μεσανατολικό, η οποία προβάλλει πλέον και από την Ουάσιγκτον (πόσω μάλλον από τους Άραβες συμμάχους της) ως αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την ομαλοποίηση της κατάστασης στη Γάζα.

Πέρα από τις προσωπικές ή κομματικές ιδιοτέλειες του Νετανιάχου, το ζήτημα είναι ότι η παρούσα κυβέρνηση του Ισραήλ επιδιώκει δια των όπλων να ξαναγυρίσει το ημερολόγιο στην παραμονή της 7ης Οκτωβρίου, όταν το παλαιστινιακό ζήτημα ήταν ενταφιασμένο. Η φιλοδοξία αυτή δεν φαντάζει ιδιαίτερα ρεαλιστική, αλλά το παιχνίδι της πλειοδοσίας είναι το μόνο που έχει απομείνει στον Νετανιάχου.

Για τον λόγο αυτό και στην άλλη άκρη του Ατλαντικού πληθαίνουν οι φωνές που υποδεικνύουν μια περισσότερο αποφασιστική προσέγγιση. Χαρακτηριστικό είναι το (πολυσυζητημένο ήδη εντός Ισραήλ) γεγονός ότι ερήμην του Νετανιάχου προσεκλήθη στην Ουάσιγκτον ο πολιτικός του αντίπαλος Μπένι Γκαντς, ο οποίος προβάλλει ως επίδοξος αυριανός πρωθυπουργός του Ισραήλ και έμπιστος των ΗΠΑ, ενώ κατά τις ενδείξεις ετοιμάζεται να εγκαταλείψει το πενταμελές πολεμικό υπουργικό συμβούλιο στο οποίο προσχώρησε, σε ένδειξη εθνικής ενότητας, την επαύριο των επιθέσεων της 7ης Οκτωβρίου.

Όμως το πιο ενδιαφέρον μήνυμα προήλθε από δημοσίευμα της Washington Post την Πέμπτη, υπό την υπογραφή του κατεξοχήν insider Ντέιβιντ Ιγκνάσιους. Σε αυτό υποστηρίζεται ότι ο Μπάιντεν και οι σύμβουλοί του εξετάζουν το ενδεχόμενο να επιβάλλουν “αιρεσιμότητα” (conditionality) ως προς τα αμερικανικά όπλα που παρέχονται στο Ισραήλ, απαγορεύοντας τη χρήση τους σε μία επιχείρηση κατά της Ράφα. 

(από capital.gr)