*
«Λίγο» θέλει το κακό. Μία γόπα κι ένας βλάκας - ή διεφθαρμένος εισοδηματίας (βλάκας με λεφτά) - θα κάψει την πλαγιά και θα αποτεφρώσει 100 ψυχές στο Μάτι (2018) - όχι κάποιο φλογοβόλο ή κανείς πυρομανής με απώλεια φρενών. Λίγη αμέλεια, ενός τύπου, σε κριτικής σημασίας θέση, αλλά και με κριτικής σημασίας «δόντι», που τον βόλεψε εκεί, καβατζωμένο καρεκλοκένταυρο. Τις πταίει; Ο υπουργός αναλαμβάνει, λέει, την ευθύνη (άλλη καραμέλα τούτη) για την απώλεια 57 ανθρώπων σε σύγκρουση τρένων (Τέμπη, 2023). Ο ίδιος, ξαναβγαίνει πρώτος σε ψήφους ως υποψήφιος λίγο καιρό μετά. Σχιζοείδεια: σου λέει «φταίω», του λες «πειράζει τόσο, όσο δε πειράζει καθόλου». Το θέμα είναι να σε πειράζει πολύ ή καθόλου; Μήπως το θέμα είναι να ψηφίσεις (τί άλλο μπορείς έτσι κι αλλιώς!) με το χέρι ενός πρώην... γονέα, αδελφού, συζύγου, ψηφοφόρου ίσως; Τις πταίει; Μία παιδεία απούσα ίσως: όταν τα προβλήματα του πλησίον μου είναι δικά μου, τότε κάνουμε χωριό· όταν τα δικά του είναι μόνο δικά του, και τα δικά μου μόνο δικά μου, τότε κάνουμε κόμματα, και τραβάμε τον δρόμο όπου έκαστος τραβάει αλλού. Εκεί η αρλούμπα είναι θεμιτή και εξυπηρετική - δόξας τρίγλυφο, λιχουδιάς καρύκευμα, «το άλας της γης» της απωλείας, της οντολογίας του φαυλεπίφαυλου (επιμέρους ανοησίες εντός της παντοκρατορικής, νόμω συμ-φωνημένης, ανοησίας). Εσύ, ο λίγος κι απασχολημένος με θεμιτές αρλούμπες, φταις. Κι εγώ, επίσης. Αλλά πώς στέκεται ένας άνθρωπος, διχασμένος, ανάμεσα σε δύο αντίθετες γραμμές, δύο διαφορετικών, π.χ., οφθαλμιάτρων; Όταν κι οι δυο σου λένε: άλλος είσαι, αλλά τα μάτια σου, άλλες οι παθήσεις τους, αλλά γυαλιά χρειάζεσαι. Όπως υποψιάζεται κανείς, ο ασθενής, δίχως γνώσεις, θα διαλέξει όποιον συμπαθήσει (αν «τα ‘χει»), ή οποίον του κάνει καλύτερη τιμή (αν παλεύει για τα στοιχειώδη). Η ζωή εν συμφερτώδη πολύνοια.
Φταις, ως διαφημιστής του εαυτού σου, ως δημιουργός και κοινοποιητής ενός ειδώλου που δε δηλώνει τίποτα, αλλά έχει το δικαίωμα να δικτυωθεί με όλα τ’ άλλα. Επειδή δε συμφέρεις κανένα, δε σε συμφέρει κανένας, και με κανένα τρόπο. Διαφημίζεις τον παρασιτικό ταξιδιωτισμό και τις σαββατόβραδες καταναλωτικές σου ευκαιρίες στα media. Πού να βρεις, παράλληλα, χρόνο να αναλογιστείς τί προσφέρεις ως όπως είσαι και αυξάνεις; Είσαι αναλωμένος σε αυτά που θες να πάρεις και να δώσεις. Το τί και ποιος πραγματικά είναι αυτό κι αυτά που θέλει να πάρει και να δώσει, είναι ένα παραμύθι ιδιωτικό, ένα story προς αποσιώπησιν. Το παραμύθι σου, το like σου, και νάνι άρχοντα δίχως αρχοντιά. Κι εσύ είσαι που σε ‘στειλες για ύπνο, όχι η περιγραφική πολεμική μου.